ΕΛΙΑ

Ελαιόδεντρο
Το ελαιόδεντρο (Olea europaea; οικογένεια Oleaceae) είναι δέντρο υποτροπικό, πλατύφυλλο, αειθαλές, με βρώσιμο καρπό. Το ύψος του κυμαίνεται από 3 έως 12 μέτρα, έχει πολυάριθμα κλαδιά και τα φύλλα του είναι λογχοειδή, σκουροπράσινα από την επάνω πλευρά και ασημένια από την από κάτω, ενώ φυτρώνουν ανά δύο σε κάθε κλαράκι (αντικριστά).
Μορφολογία
Ανάπτυξη
Παθολογία – μύκητες
Βερτιτσίλιο, Κυκλοκόνειο, Αρμιλάρια μέλεα, Γλοιοσπόριο ελιάς, Καμαροσπόριο – Φώμα ελιάς, Ωίδιο ελιάς, Καρκίνωση ελιάς
Εχθροί
Μύγα Ελαιοδέντρου,Πυρηνοτρύτης,Μαύρη ψώρα της Ελιάς ή Λεκάνιο, Ασπιδιωτός, Παρλατόρια ελιάς, Βαμβακάδα της ελιάς,Ζεύζερα, Κόσσος, Λεπιδόσαφες, Αφίδες ελιάς, Σκαθάρι φλοιού ελιάς, Οτιόρρυγχος
Ζιζάνια
Λεπτή Ήρα, Αγριοβρώμη, Καπσέλλα, Αγριοκρίθαρο, Στελλάρια, Ερωδιός, Μαρτιάκος, Αγριοκαρότο, Βέλιουρας,Περικοκλάδα,Αγριάδα,, Κύπερη,Λουβουδιά


Μορφολογία
Το ελαιόδεντρο (Olea europaea; οικογένεια Oleaceae) είναι δέντρο υποτροπικό, πλατύφυλλο, αειθαλές, με βρώσιμο καρπό. Το ύψος του κυμαίνεται από 3 έως 12 μέτρα, έχει πολυάριθμα κλαδιά και τα φύλλα του είναι λογχοειδή, σκουροπράσινα από την επάνω πλευρά και ασημένια από την από κάτω, ενώ φυτρώνουν ανά δύο σε κάθε κλαράκι (αντικριστά). 
Σε τροπικές και υποτροπικές περιοχές έχουν εντοπιστεί είκοσι είδη του γένους Olea. Ζει για πολλές δεκαετίες, ακόμα και εκατονταετίες. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ελαίας είναι η μακροβιότητα. Το ξύλο της αντιστέκεται σε πολλά παράσιτα και αν το υπερεδάφιο τμήμα της νεκρωθεί, νέα βλαστάρια αναφύονται από τον κορμό ή τις ρίζες της. Υπάρχουν δέντρα στην περιοχή της Μεσογείου που έχουν ηλικία αιώνων και παράγουν ακόμα καρπό.
Έως την ηλικία των 7 ετών η ελιά δεν είναι παραγωγική. Από τα 7 έως τα 30 της χρόνια, το δέντρο αναπτύσσεται με ταυτόχρονη αύξηση της παραγωγικότητάς του. Από τα 35 μέχρι τα 150, το δέντρο φτάνει στην ωριμότητα και την πλήρη παραγωγή. Στα 150 αρχίζει να γερνά, διατηρώντας όμως σημαντική παραγωγικότητα για αιώνες, κάποτε μάλιστα και για χιλιετίες. Η παραγωγή του ελαιοδέντρου είναι κυκλική, τον ένα χρόνο μεγαλύτερη, τον επόμενο σημαντικά μειωμένη. Αυτός ο κύκλος επαναλαμβάνεται σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του δέντρου. 
Το ελαιόδεντρο αντέχει σε θερμοκρασίες κάτω των 6-7
° το χειμώνα και σε μακρές περιόδους ξηρασίας το καλοκαίρι. Αναπτύσσεται καλύτερα σε περιοχές με μέσο όρο βροχοπτώσεων  14-16 χιλ. κατ’ έτος, και καλοκαίρι ξηρό, με θερμοκρασίες που φτάνουν τους 40°. Τα ελαιόδεντρα προτιμούν το Μεσογειακό κλίμα, με πολύ ζεστο και ξηρό καλοκαίρι, και μέτρια ψυχρό και υγρό χειμώνα.
Ριζικό σύστημα
Το ελαιόδεντρο διαθέτει εκτεταμένο ριζικό σύστημα και αυτός είναι ο λόγος που κατορθώνει να αναπτύσσεται ακόμα και σε ξηρά και άγονα εδάφη. Το μεγαλύτερο μέρος των ριζών είναι επιφανειακό, με μέγιστο βάθος 15-20 εκ. ή 50-60 εκ., και μικρό μόνο μέρος φτάνει σε βάθος τα 100-120 εκ. Μόνο σε αμμώδη ή βραχώδη εδάφη οι ρίζες προχωρούν βαθύτερα και ίσως φτάσουν εν τέλει σε μήκος τα 6μ.
Κορμός
Στα νεαρά δέντρα ο κορμός είναι λείος, γκριζοπράσινος. Στα γηραιότερα δέντρα μπορεί να ξεπερνά σε διάμετρο το ένα μέτρο ενώ το χρώμα του φλοιού είναι σκούρο και σπάζει. Η επιφάνεια του κορμού με τα χρόνια γίνεται ανώμαλη, με ρωγμές και εξογκώματα.
Βλαστοί, μπουμπούκια
Στις αρχές της άνοιξης εμφανίζονται μπουμπούκια πάνω στους βλαστούς του ελαιόδεντρου, τα οποία θα παραγάγουν νέα βλαστάρια (βλαστοφορία) και άνθη (ανθοφορία). Στη διάρκεια της νέας (ετήσιας) βλάστησης, όλα τα μπουμπούκια είναι της ίδιας φύσης (βλαστοφόρα) και στη συνέχεια κάποια εξ αυτών διαφοροποιούνται και γίνονται ανθοφόρα. Μόνο σε μια μεταγενέστερη φάση διαφοροποίησης διακρίνονται οι δύο τύποι μπουμπουκιών (στις αρχές της επόμενης άνοιξης, όταν αναπτύσσεται η νέα βλάστηση). Τα βλαστοφόρα είναι μικρότερα, στενότερα και με σχήμα κωνικό.
Τα ανθοφόρα είναι πιο φουσκωτά και έχουν σχήμα ακανόνιστης σφαίρας. Έτσι, το ελαιόδεντρο αναπτύσσει άνθη και καρπούς στους βλαστούς του προηγούμενου έτους. Αυτοί οι βλαστοί διαιρούνται σε:
Ξυλοφόρους (που φέρουν μόνο βλαστάρια κλαδιών)
Καρποφόρους (φέρουν τα μπουμπούκια των λουλουδιών)
Μικτούς (αμφότεροι οι τύποι).
 Συνήθως οι βλαστοί μέσης ζωτικότητας εξελίσσονται σε καρποφόρους, ενώ οι ζωηρότεροι (άπληστοι) παράγουν ξύλο. Η ύπαρξη πολλών άπληστων βλαστών σημαίνει ότι θ’ ακολουθήσει φυσική ακαρπία.
Φύλλωμα
Σε κάθε κόμπο αναπτύσσονται δύο φύλλα, το ένα απέναντι από το άλλο. Η άνω επιφάνειά τους είναι βαθυπράσινη ενώ η κάτω είναι γκριζοπράσινη. Η άνω επιφάνεια έχει υφή δέρματος και σχήμα λογχοειδές, ενώ τα στόματα στην κάτω επιφάνεια είναι μικρά, στρογγυλά και καλυμένα από παχύ χνούδι. Η δομή αυτή του φύλλου, που αποτρέπει την εκτεταμένη διαπνοή και απώλεια υγρασίας, χαρίζει στο ελαιόδεντρο την αντίσταση στις ξηρές καιρικές συνθήκες, την υψηλή θερμοκρασία και τον άνεμο.
Άνθιση, ανθοφορία.
Τα άνθη σχηματίζονται σε ομάδες των 8-25, συνήθως στους μίσχους των φύλλων. Κάθε άνθος δημιουργείται σε μια μικρή θήκη και συνίσταται από ένα μικρό κάλυκα σαν κούπα φτιαγμένη από τέσσερα σέπαλα, τη στεφάνη που σχηματίζεται από τέσσερα λευκοκίτρινα πέταλα, δύο στήμονες (αρσενικά γεννητικά όργανα) τον ένα απέναντι από τον άλλο, οι οποίοι καταλήγουν σε ανθήρια με μορφή φασολιού, και τον ύπερο (θηλυκό γεννητικό όργανο), που αποτελείται από το ωάριο στη βάση του και το δικέφαλο στίγμα στην άκρη.
Δεν έχουν όλα τα άνθη πλήρως ανεπτυγμένα μέρη. Συνεπώς, υπάρχουν τέλεια άνθη (με ανεπτυγμένους στήμονες και ύπερο), και ατελή άνθη (εμ ατροφικό ύπερο). Τα ατελή άνθη δεν είναι σε θέση να γονιμοποιηθούν και να παραγάγουν καρπό. Η αναλογία τέλειων και ατελών ανθέων διαφοροποιείται ανάλογα με την ποικιλία και από χρόνο σε χρόνο. 
Η ανθοφορία της ελιάς αρχίζει τον Απρίλη στις θερμότερες περιοχές και μπορεί να συνεχιστεί μέχρι τις αρχές Ιουνίου στις ψυχρότερες, ανάλογα με την ποικιλία.
Καρποί
Ο καρπός του ελαιόδεντρου έχει σκληρό κουκούτσι όπως τα πυρηνόκαρπα (ροδάκινο, βερίκοκο κλπ.). Προχωρώντας προς τα μέσα, αποτελείται από το εξωτερικό στρώμα του περικαρπίου, τη σάρκα ή μεσοκάρπιο όπου σχηματίζεται η ελιά, και τον πυρήνα ή ενδοκάπριο που περικλείει το σπέρμα. 
Από τη δημιουργία του καρπού μέχρι την ωρίμανσή του, περνούν 6-7 μήνες, στη διάρκεια των οποίων ο καρπός μετέρχεται τρεις διαδοχικές αναπτυξιακές φάσεις:
Μια φάση ραγδαίας αύξησης του βάρους στη διάρκεια των δύο πρώτων μηνών (Ιούνιο-Ιούλιο), όπου πραγματοποιείται και η κύρια μεγέθυνση του πυρήνα, εν αντιθέσει με το σαρκώδες μέρος.
Μια φάση λιγότερο ταχύρυθμης ανάπτυξης στους επόμενους δύο μήνες (Αύγουστο-Σεπτέμβρη) στη διάρκεια της οποίας αναπτύσσεται το σαρκώδες μέρος. Στο τέλος αυτού του σταδίου, ο πυρήνας σκληραίνει και σταματά η ανάπτυξη.
Και πάλι ταχύτατη αύξηση βάρους του καρπού από τον Οκτώβρη και μετά, μέχρι που το χρώμα του αλλάζει από πράσινο σε πορφυρό και μαύρο.
Ο σχηματισμός της ελιάς αρχίζει τον Αύγουστο. Ο καρπός μεγαλώνει το φθινόπωρο για να φτάσει στο μέγιστο το Δεκέμβρη-Γενάρη, εποχή κατά την οποία έχει πλέον ωριμάσει πλήρως.


Ανάπτυξη

Το δέντρο αρχίζει να ανθίζει την άνοιξη, ύστερα από μια παύση στη διάρκεια των κρύων χειμερινών μηνών. Το έδαφος γύρω από το δέντρο πρέπει να έχει τύχει λίπανσης και άροσης για να βελτιωθεί η αποθήκευση νερού κοντά στις ρίζες. Αυτή ακριβώς την εποχή τα δέντρα πρέπει να κλαδευτούν, ώστε να αυξηθεί η παραγωγικότητά τους μέσω ισορροπημένης ανάπτυξης. Η εαρινή λίπανση παρέχει τα μεταλλικά στοιχεία και άλλα θρεπτικά συστατικά, απαραίτητα για την άνθοφορία, προσαρμόζει την αναλογία τους αν αυτά εμπεριέχονται ήδη στο έδαφος, ή τα συμπληρώνει, αν υπάρχο
Το καλοκαίρι το ελαιόδεντρο επιβιώνει σε ξηρό κλίμα. Συγκεκριμένα, πολλά δέντρα και ιδιαίτερα εκείνα στα βουνά, δεν ποτίζονται όλο το καλοκαίρι, αφού αυτές οι περιοχές δεν έχουν νερό. Και εκείνα όμως τα δέντρα που βρίσκονται σε πεδιάδες ή κοντά στη θάλασσα, έχουν ανάγκη από επαρκή ποσότητα νερού κατα καιρούς για να βλαστήσουν. Αυτά τα δέντρα ποτίζονται κάθε 2-3 εβδομάδες στη διάρκεια του καλοκαιριού, όταν ο καρπός βρίσκεται στα πρώτα στάδια ανάπτυξης και το κουκούτσι σκληραίνει. Ο καρπός εξακολουθεί να αναπτύσσεται μέχρι τη στιγμή που το πράσινο χρώμα του φλοιού του θαμπώνει και εμφανίζονται κοκκινωπά στίγματα. Στη διάρκεια αυτών των σταδίων, πιθανή έλλειψη νερού θα προκαλέσει ελάττωση του μεγέθους του καρπού καθώς και του ελαιώδους περιεχομένου του, ενδέχεται δε να προκληθεί ακόμα και η πτώση του καρπού από το δέντρο. υν μεν, αλλά σε ανεπαρκείς ποσότητ.
Σχηματισμός της ανθοφορίας. 
 Η διαφοροποίηση και η ανάπτυξη των ανθοφόρων τμημάτων, η ανάπτυξη του ελαιοκάρπου και η ωρίμανσή του, οι φάσεις δηλαδή του αναπαραγωγικού κύκλου του ελαιόδεντρου, ολοκλήρωνονται σε ένα χρόνο, εν αντιθέσει με άλλα φυλλοβόλα οπωροφόρα δέντρα, που για την ολοκλήρωση του αντίστοιχου κύκλου χρειάζονται τουλάχιστον δύο χρόνια. 
Ο σχηματισμός των ανθέων στο ελαιόδεντρο γίνεται από τα τέλη Ιανουαρίου μέχρι τις αρχές Ιουνίου. Η κρίσιμη περίοδος της άνθισης περιλαμβάνει τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο. Την περίοδο αυτή επέρχονται πολλές φυσιολογικές αλλαγές που έχουν ως αποτέλεσμα το μετασχηματισμό του μεριστώματος από βλαστό σε ανθοφόρο. 
Με το τέλος του χειμώνα και την αρχή της άνοιξης, ο σχηματισμός των στρωμάτων ανθοφορίας είναι η πρώτη μορφολογική αλλαγή που εμφανίζεται. Η κορυφή του μεριστώματος αναπτύσσεται, φουσκώνει και διαπλατύνεται, ενώ ταυτόχρονα αρχίζουν να διαμορφώνονται μικρά μεριστώματα στο μίσχο του πρώτου ζεύγους φύλλων. Ακολουθεί ο σχηματισμός νέων αρχέκαρπων γύρω από τα δικά τους μεριστώματα. Αργότερα αρχίζουν να σχηματίζονται στρώματα σεπάλων αι το μερίστωμα αναπτύσσεται ταχύτατα, οδηγώντας στην εμφάνιση σεπάλων, στημόνων, και καρποφόρων φύλλων με αυτή ακριβώς τη σειρά. Εν τω μεταξύ, τα πλευρικά μεριστώματα διαφοροποιούνται παρέχοντας άξονες δεύτερης και τρίτης τάξης, οι οποίοι με τη σειρά τους φέρουν στις άκρες άνθη. Η ανθοφορία συμβαίνει συνήθως 8 εβδομάδες μετά την έναρξη του σχηματισμού ανθοφόρων στρωμάτων. Η άνθιση εμφανίζεται τον Απρίλη στις νοτιότερες περιοχές και το Μάιο-Ιούνιο στις ψυχρότερες, πάντα σε συνάρτηση με τις κρατούσες περιβαλλοντικές συνθήκες, την ποικιλία της ελιάς και την τοποθεσία. Η γνώση των περιόδων διαφοροποίησης και σχηματισμού της ανθοφορίας είναι σαφώς χρήσιμη γιατί επιτελούνται σωστά οι καλλιεργητικές παρεμβάσεις (λίπανση, πότισμα κλπ.) με αποτέλεσμα να διασφαλιστεί και να ευνοηθεί η πλούσια άνθιση. Η περίοδος αυτή συμπίπτει χρονικά με τη νέα βλάστηση του δέντρου Στη διάρκεια της ίδιας περιόδου, τα αποθέματα των δέντρων σε θρεπτικά συστατικά εξαντλούνται εύκολα και είναι φανερό πως μόνο όσα εφοδιάζονται κανονικά με θρεπτικές ουσίες, αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τις ανάγκες της ανθοφορίας και της ανάπτυξης. Σε δέντρα με περιορισμένη δραστηριότητα, ο σχηματισμός ανθέων ανταγωνίζεται τη νέα βλάστηση και τούμπαλιν. Στις μη υδρευόμενες και ανεπαρκώς λιπαινόμενες ελαιοφυτείες, τα δέντρα εμφανίζουν εναλλασσόμενη αναπαραγωγή (ή κυκλική παραγωγή). Όταν τα δέντρα είναι υπερπαραγωγικά, εξαντλούν τα ενεργειακά τους αποθέματα, δεν αναπτύσσουν νέα καρποφόρα βλαστάρια, και δε διαφοροποιούν τα μπουμπούκια για την ερχόμενη περίοδο.
Επικονίαση.
Οι κόκκοι της γύρης που είναι μικροσκοπικοί και μεταφέρονται σε μεγάλες αποστάσεις με τον άνεμο, σχηματίζονται στους ανθήρες των λουλουδιών. Όταν φθάσουν στο στίγμα του ύπερου, πραγματοποιείται η επικονίαση και η γονιμοποίηση εντός του ωαρίου.
Στα ελαιόδεντρα μπορεί να γίνει είτε αυτεπικονίαση (με γύρη της ίδιας ποικιλίας) είτε διασταυρούμενη επικονίαση (με γύρη από άλλες ποικιλίες). Η διασταυρούμενη επικονίαση καθίσταται απαραίτητη για να δώσουν τα ελαιόδεντρα ικανοποιητική παραγωγή. Τα ελαιόδεντρα παράγουν τεράστιο αριθμό ανθέων, εκ των οποίων αν επικονιαστεί το 1%, μιλάμε για ικανοποιητική παραγωγή.
Ανάπτυξη και ωρίμανση του καρπού. 
Μετά την επικονίαση και ταυτόχρονα με το σχηματισμό και την ανάπτυξη του σπέρματος, τα τοιχώματα του ωαρίου μεγεθύνονται και σχηματίζεται ο καρπός. 6-7 μήνες μεσολαβούν από τη στιγμή αυτή μέχρι την ωρίμανση του καρπού. Σ’ αυτούς τους μήνες, ο καρπός περνά από διαδοχικά αναπτυξιακά στάδια, και ο ρυθμός ανάπτυξής του είναι ίδιος μ’ εκείνον των πυρηνόκαρπων. Διακρίνονται τρεις αναπτυξιακές φάσεις.
Η πρώτη φάση χαρακτηρίζεται από μεγάλη κλίση και διαρκεί γύρω στους δύο μήνες (Ιούνιο-Ιούλιο). Σ’ αυτή τη φάση αναπτύσσεται κυρίως ο πυρήνας, σε αντίθεση με το σαρκώδες μέρος. Τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο διεξάγεται η δεύτερη φάση, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι ο βραδύτερος αναπτυξιακός ρυθμός του καρπού. Η σάρκα του καρπού αρχίζει να αναπτύσσεται και μέχρι το τέλος της φάσης ο πυρήνας σκληραίνει και η ανάπτυξη σταματά. Τέλος, η τρίτη φάση αρχίζει τον Οκτώβρη και στη διάρκειά της ο καρπός ξαναναπτύσσεται με ταχύτατο ρυθμό. Σ’ αυτή την τελική φάση, παρατηρείται ραγδαία αύξηση του υγρού βάρους, η οποία και επιμένει μέχρι να αλλάξει το χρώμα από πράσινο σε σκούρο πορφυρό ή μαύρο.  
Σ’ αυτή την περίοδο, η ανάπτυξη και η ωρίμανση του καρπού απαιτεί διαρκή προμήθεια μεταλλικών και άλλων στοιχείων. Η έλλειψη νερού και θρεπτικών συστατικών στη διάρκεια της φθινοπωρινής βλάστησης μπορεί να επηρεάσει σοβαρά την παραγωγή του ίδιου χρόνου αλλά και την παραγωγικότητα του δέντρου για το επόμενο έτος. Το έδαφος που περιβάλλει το φυτό δεν πρέπει να σκαφτεί βαθύτερα από 20 εκ. για να αποφευχθεί η βλάβη στις επιφανειακές ρίζες. Έτσι θα αναμιχθεί το λίπασμα με το χώμα και θα ετοιμαστεί το χώμα για να δεχτεί τη βροχή και να διατηρήσει την υγρασία όσο το δυνατό περισσότερο. Ο ταυτόχρονος περιορισμός των ζιζανίων βοηθά το φυτό και το ετοιμάζει για τη συγκομιδή.
Οι επιτραπέζιες ελιές, για τις οποίες η αύξηση του βάρους έχει τεράστια οικονομική σημασία, συλλέγονται μετά τη ραγδαία ανάπτυξη και την ολοκλήρωση της αλλάγής στο χρώμα, αλλά οριστικά πριν τα καλά χαρακτηριστικά υποστούν βλάβες από τα φθινοπωρινά κρύα, που εμφανίζονται κυρίως στις ψυχρότερες περιοχές της χώρας.
 Για τις ελιές που χρησιμοποιούνται στην ελαιοπαραγωγή, σημασία έχει η ολοκλήρωση του σχηματισμού του ελαιώδους περιεχομένου. Η εναπόθεση ελαίου στον καρπό αρχίζει στις αρχές Αυγούστου, αυξάνεται το φθινόπωρο και το χειμώνα και φθάνει στο μέγιστο το Δεκέμβρη-Γενάρη, οπότε ο καρπός έχει γίνει μαύρος, ανάλογα με την ποικιλία πάντοτε, αλλά και τις περιβαλλοντικές συνθήκες, την τοποθεσία και την ευφορία του εδάφους.

Παθολογία – μύκητες


Βερτιτσίλιο
Προκαλών οργανισμός: Verticillium dahliae 
Ο μύκητας σχηματίζει μικροσκοπικά μαύρα μικροσκληρώται πο αντέχουν σε αντίξοες περιβαλλοντικές συνθήκες και επιβιώνουν για πάνω από 12-14 χρόνια.
Φάσμα προσβαλλομένων: Το Verticillium dahliae προσβάλλει ευρύ φάσμα μονοετών και πολυετών φυτών (εκτός των εσπεριδοειδών και των σαρκωδών καρπών). Το φάσμα περιλαμβάνει το αβοκάντο, ελαιόδεντρο, η φυστικιά, η δαμασκηνιά, τα φυτώρια βελανιδιάς, τα καλλωπιστικά φυτά  (Acer, Catalpa και Koelreuteria), η κερασιά και άλλα πυρηνόκαρπα.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Η Verticillium dahliae είναι διαδεδομένη σ’ όλο τον κόσμο. Η σπουδαιότητά της έγκειται στο ότι τα φύλλα και τα κλαδιά μαραίνονται με αργό ρυθμό και στο τέλος ξεραίνονται. Επιπλέον τα δέντρα καταστρέφονται πλήρως ύστερα από επαναλαμβανόμενες επιθέσεις για αρκετά χρόνια.
Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας:
Η  εξέλιξη των συμπτωμάτων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το βοτανικό είδος του προσβληθέντος ξενιστή. Τα συμπτώματα iστα προσβεβλημένα κλαδιά της ελιάς εμφανίζονται πρώτα στα φύλλα που χάνουν το ασημοπράσινο γυαλιστερό τους χρώμα και μετατρέπονται σε θαμπά γκρί κι έπειτα σε καφ. Ο ρυθμός της εμφάνισης συμπτωμάτων στα ξυλώδη φυτά ποικίλει, από αργή πρόοδο μέχρι αιφνίδια καπτάπτωση. Επιπλέων, τα συμπτώματα μπορεί να εμφανιστούν σε μεμονωμένα κλαδιά, σ’ ένα τμήμα της στεφάνης του δέντρου ή σε ολόκληρο το δέντρο. Σε κάποιες περιπτώσεις, η ασθένεια προχωρεί αργά σε μια περίοδο μηνών ή χρόνων, με αποτέλεσμα τη σταδιακή φυλλόρροια και τη νέκρωση των κλαδιών. Τα προσβεβλημένα δέντρα μαραίνονται και νεκρώνονται.

Ένα άλλο σύμπτωμα είναι ο αποχρωματισμός των νεύρων, ή η προσβολή των ιστών του δέντρου που μεταφέρουν τα υγρά του. Το σύμπτωμα θα το εντοπίσουμε απομακρύνοντας προσεκτικά το φλοιό από ένα πρόσφατα μαραμένο κλαδί. Η προσβολή μπορεί να γίενι κατευθείαν στο φλοιό του ξυλώδους μέρους ή να εμφανιστεί βαθύτερα, στους ιστούς μεταφοράς υγρών. Μπορεί να καταστεί απαραίτητο να κόψουμε τα εξωτερικά στρώματα αυτών των ιστών για να εντοπίσουμε έναν ενδεχομένως βαθύτερα εγκατεστημένο αποχρωματισμό. Ο αποχρωματισμός των ιστών είναι σε πράσινο της ελιάς, σκούρο πράσινο, έως ανοιχτό και σκούρο καστανό.
Τα συμπτώματα του Verticillium dahliae εξελίσσονται μέσα στην αναπτυξιακή περίοδο αλλά είναι συνηθέστερα στα τέλη της άνοιξης ή το καλοκαίρι.


Κύκλος ασθένειας: Η μόλυνση από Verticillium μέσω πολλαπλασιαστικού υλικολύ (μικροσκληρώτια) μπορεί να εισέλθει μες από ανέπαφες ρίζες ή ριζίδια στα πλάγια της πλευρικής ρίζας, ή από τραύματα που δημιουργούν είτε οι νηματοειδείς, είτε οι καλλιεργητικές πρακτικές. Ο μύκητας προχωρεί μες από τα κύτταρα στην επιδερμίδα, στους ιστούς και την εσωτερική στιβάδα, και φτάνει στον ξυλώδη ιστό χωρίς φανερή ζημιά στις ρίζες. Τα κονίδια που παράγονται σχηματίζουν αποικίες. Μόνο στο τελευταίο στάιδο της ασθένειας, όταν οι ιστοί είναι πλέον ετοιμοθάνατοι, εμφανίζεται η ουσιώδης ανάπτυξη του μήκητα προς τα έξω.
Αφού βρεθεί στο αγγειακό σύστημα, ο μύκητας μπλοκάρει τους ιστούς που μεταφέρουν τα υγρά και έτσι παρεμποδίζει την πρόσβαση του νερού στα διάφορα τμήματα του φυτού, με αποτέλεσμα το μαρασμό. Αν το δέντρο είναι ζωηρό, μπορεί να αντέξει και να περιορίσει το μύκητα σε συγκεκριμένα τμήματα του αγγειακού συστήματος, και να παραγάγει νέα αγγεία για την κίνηση του νερού. Η επαναλαμβανόμενη επίθεση της ασθένειας όμως, θα οδηγήσει τελικά στη νέκρωση του δέντρου.
 Η εξέλιξη της ασθένειας επηρεάζεται πολύ από τη θερμοκρασία του εδάφους και του αέρα. Το πότισμα ή το βρόχινο νερό επηρεάζει αρνητικά την ικανότητα του δέντρου να ανταπεξέλθει στην ασθένεια λόγω της μείωσης της θερμοκρασίας του εδάφους στις θερμές περιόδους.
Αντιμετώπιση:
Ο καλύτερος τρόπος αποφυγής της προσβολής από την ασθένεια αυτή είναι η πρόληψη και η εξυγίανση. Τα ευάλωτα δέντρα δεν πρέπει να φυτεύονται σε περιοχές όπου η ασθένεια εμφανίστηκε κάποτε. Πρέπει να απομακρύνονται από το δέντρο τα μαραμένα κλαδιά. Αν το κλάδεμα δεν εξουδετερώσει το μύκητα, θα βοηθήσει ωστόσο στη ζωηρότητα του δέντρου και θα επιταχύνει την εμφάνιση του μύκητα, ώστε να παρασχεθεί θεραπεία.
Μεταξύ των προτεινόμενων καλλιεργητικών μέτρων για την προστασία από την ασθένεια είναι τα χημικά μέτρα εναντίον νηματοειδών και ζιζανίων, η απομάκρυνση των νοσούντων δέντρων, και η προσεχτική χρήση λιπασμάτων αζώτου
Κυκλοκόνειο
Προκαλών οργανισμός: Spilocaea oleagina
 Spilocaea oleagina produces subcuticular colonies
Φάσμα προσβαλλομένων: Ελαιόδεντρα – Τα είδη  Olea προσβάλλονται περισσότερο.
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Η Spilocaea oleagina είναι ευρύτατα διαδεδομένη στην περιοχή της Μεσογείου, και στις κύριες ελαιοπαραγωγές περιοχές όλου του κόσμου. Η ζημιά που προκαλεί είναι η νέκρωση μικρών κλαδιών, η αποφύλλωση και η μείωση της κάλυψης από φύλλα.




Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας:
Η Spilocaea oleagina που προκαλεί κηλίδες στα φύλλα  (διαμέτρου 2,5 to 12,5 χιλ. ) εμφανίζει συμπτώματα στην άνω επιφάνεια των φύλλων. Η ασθένεια είναι οφθαλμοφανής στην αρχή, αργότερα προκαλεί δυσχερώς εντοπιζόμενα εκζέματα, που μεγαλώνουν για να γίνουν κυκλικά, σκουροκαφέ, δακτυλιοειδή, ακόμα αργότερα ελαφρώς βελούδινα και συχνά στεφανωμένα από ομόκεντρους, αχνοκίτρινους, βιολετί ή αχνά καστανούς κύκλους. Η ασθένεια μπορεί να προσβάλει τους μίσχους των καρπών προκαλώντας την πτώση των καρπών. Σπανιότερα εμφανίζεται σε τρυφερούς βλαστούς. Η μόλυνση εισέρχεται στο φύλλο διατρυπώντας την παχιά επιδερμίδα και ύστερα αναπτύσσεται παράλληλα στην επιφάνεια του φύλλου ως διάφανο, μεμβρανώδες, υποδερμικό μυκήλιο. Οι αποικίες παραμένουν εντοπισμένες σε ένα στρώμα της επιδερμίδας μέχρι που οι ιστοί του φύλλου καταστρέφονται.


Τα προσβεβλημένα φύλλα πέφτουν πρόωρα




Κύκλος ασθένειας: Η Spilocaea oleagina αναπτύσσεται όλο το χρόνο σε αειθαλή ξενιστή. Το μικρόβιο για την αρχική μόλυνση εισέρχεται από σημεία σχηματισμού σπόρων στα κρεμάμενα φύλλα που είτε έμειναν όλο το χειμώνα είτε όλο το καλοκαίρι πάνω στα δέντρα. Τα κονίδια που σχηματίζονται στα σημεία αυτά, ζουν αρκετούς μήνες. Όταν αποσπαστούν από τους κονιδιοφόρους τους όμως, αυτά τα κονίδια χάνουν τη βλαστικότητά τους σε λιγότερο από μια εβδομάδα. Τα κονίδια της Spilocaea oleagina συνήθως μεταφέρονται με τη βροχή. Η μόλυνση γίνεται σε ευρύ φάσμα θερμοκρασιών, με ιδανική τους 18-21oC.
Παράγοντες που περιορίζουν την ανάπτυξη της ασθένειας είναι το ζεστό καλοκαίρι, η ξηρασία και οι περίοδοι χωρίς βροχοπτώσεις. Υπάρχουν μία ή δύο περίοδοι κυρίων μολύνσεων: το φθινόπωρο και το χειμώνα, ή την άνοιξη και στις αρχές καλοκαιριού ή και στις δύο περιόδους, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες και το αναπτυξιακό στάδιο των δέντρων.
Αντιμετώπιση: Το κλάδεμα και το πρόγραμμα χημικής προστασίας είναι τα κύρια μέτρα. Τα μέτρα χημικής προστασίας συμπεριλαμβάνουν την εφαρμογή μυκητοκτόνων πριν και στη διάρκεια της κύριας μόλυνσης. Σε πολλες περιοχές με ξηρό Μεσογειακό κλίμα, συνιστώνται τρεις ψεκασμοί (στο τέλος του χειμώνα, τέλος καλοκαιριού και προς το τέλος του φθινοπώρου). Είναι απαραίτητο να επισημάνουμε πως ο αριθμός και ο χρόνος των εφαρμογών ποικίλει, ανάλογα με τις τοπικές και εποχιακές συνθήκες.
Αρμιλάρια μέλεα
Προκαλών οργανισμός: Armillaria mellea
Ο μύκητας αυτός είναι παρασιτικός, ζει μέσα στο ξύλο του ξενιστή και τρέφεται απ’ αυτό. Δημιουργεί καρποφόρα σώματα ως μέρος της αναπαραγωγικής του διαδικασίας.
Φάσμα προσβαλλομένων: 
Οπωροφόρα δέντρα (ροδακινιά, βερικοκιά, αμυγδαλιά, κερασιά, μηλιά, αχλαδιά, ελαιόδεντρο, συκιά, μουσμουλιά και εσπεριδοειδή), διάφοροι τύποι μουριάς, ακτινίδιο, αμπέλι, τριανταφυλλιά, μιμόζα, θάμνοι της οικογένειας της ελιάς και φυλλοβόλα δασικά δέντρα. 
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Η ασθένεια είναι συνηθέστατη στη ανατολική και δυτική Ευρώπη και σοβαρότερη στη Νότια Ευρώπη, ιδιαίτερα στη Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία και Ελλάδα. Επιπλέον εμφανίζεται στις ΗΠΑ, Πολωνία και Βόρεια Ρωσία. Η σημασία της ασθένειας είναι ότι προκαλεί κιντρίνισμα φύλλων, επιβράδυνση της ανάπτυξης και πρόωρη φυλλόρροια ή αιφνίδιο μαρασμό του δέντρου ή και νέκρωση. 
Η ταχύτητα της παρακμής ποικίλει  -άλλα δέντρα νεκρώνονται ταχύτατα, άλλα φθάνουν εκεί σε αρκετά χρόνια.
Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας: 
Ο μύκητας προκαλεί σήψη στους σκληρούς ζωντανούς ιστούς των ριζών του ξενιστή του, μέσω των ενζύμων του. Αν και ο μύκητας αυτός είναι γνωστο ότι παράγει φυτοτοξίνες, η χημική δηλητηρίαση δεν επαρκεί για να τον αποφύγουμε. Κάποια από τα συμπτώματα είναι η μείωση της ανάπτυξης των βλαστών, ο αποχρωματισμός των φύλλων, και η παραγωγή πολυάριθμων μικροσκοπικών κώνων. 
Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων στο φύλλωμα εξαρτάται από την ηλικία και το μέγεθος του ξενιστή, καθώς και από την έκταση της επίθεσης στις ρίζες. Συνήθως τα μικρά δέντρα υποκύπτουν γρήγορα, ενώ τα μεγάλα παρακμάζουν βαθμιαάι και νεκρώνονται σε χρόνο από 2 έως 8 έτη. 
Επιπλέον, εμφανίζονται κάτω από το φλοιό λευκά μυκήλια και μυκητησιακά ριζόμορφα μαύρου χρώματος συμπτώματα χαρακτηριστικά της Armillaria. Μερικές φορές οι μάζες αυτές των μυκήτων εκτείνονται πάνω ή κάτω από το έδαφος σε αρκετά εκατοστά, είτε στον κορμό είτε στη ρίζα αντίστοιχα.
Κύκλος ασθένειας:
Όλος ο κύκλος της ασθένειας ολοκληρώνεται στο έδαφος. Ο μύκητας συντηρείται ως μυκηλιακή μάζα στο νεκρό ξύλο που βρίσκεται εντός του εδάφους. Αυτό το μυκήλιο συχνά προστατεύεται από ψευδοσκληρώτια. Παράγει ριζόμορφα, τα οποία έρχονται σε επαφή με τις ρίζες και κολλούν πάνω τους με μια κολλώδη ουσία κι έπειτα δημιουργούν μικρά κλαδιά που διατρυπούν το φλοιό της ρίζας. Μερικές φορές η μόλυνση επέρχεται άμεσα με την επαφή του μολυσμένου ξύλου με την υγιή ρίζα. direct επαφή between colonized wood και healthy roots.
Μετά την επίθεση, ο μύκητας εξαπλώνεται στη ρίζα με τα ριζόμορφα. Μετά τη νέκρωση του δέντρου, οι σάπιες ρίζες παραμένουν στο χώμα ως αφετηρία νέων ριζόμορφων κι έτσι ο κύκλος ανανεώνεται. Ο ρυθμός διάδοσης της ασθένειας εξαρτάται από το είδος της Armillaria που επιτίθεται, την ποσότητα του μολυσματικού υλικού (μολυσμένες ρίζες δέντρων ή ριζόμορφα), την απόσταση μεταξύ ξενιστή και μολυσματικού υλικού και το περιβάλλον.
Αντιμετώπιση: 
Είναι πολύ δύσκολη η αντιμετώπιση της ασθένειας επειδή τα όργανα του μύκητα βρίσκονται μέσα στο έδαφος και το μυκήλιο προστατεύεται μέσα στο νεκρωμένο ξύλο. Κάποια μέτρα είναι η αποφυγή φυτέματος σε επικίνδυνες περιοχές, η ολοκληρωτική απομάκρυνση των ριζών, η εναλλαγή καλλιεργειών και το τεχνητό άδειασμα των βάσεων των μυκητησιακών ριζών με δηλητηρίαση των υπολειμμάτων των ριζών, αφού καταστραφούν τα δέντρα. 
Άλλη επιλογή είναι τα χημικά μέτρα. Είναι όμως πολύ σημαντικό να είναι η καλλιέργεια καθαρή και όλα τα υπολείμματα του κλαδέματος να καίγονται και να μην ενσωματώνονται στο έδαφος
Γλοιοσπόριο ελιάς
Προκαλών οργανισμός: Gloeosporium olivarum (syn. Colletotrichum gloeosporioides).
Φάσμα προσβαλλομένων: 
Προσβάλλει κυρίως τον καρπό της ελιάς. Επιπλέον επηράζει τη λεμονιά και την πορτοκαλιά καθώς και πολλά καλλιεργούμενα και μη φυτά των τροπικών περιοχών. Εμφανίζεται όμως και στην αμυγδαλιά και σε πολλά άλλα φυτά όπως π.χ. τη φράουλα.
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Η ασθένεια είναι συνηθέστατη στην Ελλάδα (Κέρκυρα, Λέσβο και άλλες περιοχές στη Δυτική Ελλάδα). Εμφανίζεται όμως και στις άλλες χώρες της Μεσογείου καθώς και στη λοιπή Ευρώπη, Αυστραλία, Βραζιλία, Κίνα, Ινδία, Ινδονησία, Μαλαισία, Αμερική κ.α. Προκαλεί κύκλους σήψης στον καρπό και όταν υπάρχει μεγάλη υγρασία, δημιουργεί μια λεπτή πορτοκαλί χρώματος μάζα σπόρων στην επιφάνειά του. Προκαλεί επίσης μικρά στίγματα στα φύλλα.


Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας: 
Συνήθως προσβάλλει τους ώριμους ή υπερώριμους καρπούς, λιγότερο τα φύλλα, μίσχους και νεαρά κλαδάκια. Η ασθένεια εμφανίζεται όταν ο καρπός αλλάζει χρώμα, αποκτά σκούρες κηλίδες που με ευνοϊκές συνθήκες υγρασίας επεκτείνονται, καλύπτοντας ολόκληρο τον καρπό. Τότε οι καρποί πέφτουν στο έδαφος ή, αν παραμείνουν στο δέντρο, αποσαθρώνονται και συρρικνώνονται. 
Για την ιδανική αναπαραγωγή του μύκητα χρειάζεται υγρασία 96% και πάνω, διαφορετικά η αναπαραγωγή θα είναι «ανώμαλη». 
Η ασθένεια εισέρχεται απευθείας από την επιδερμίδα του καρπού, και εγκαθίσταται διακυτταρικά. Το πρώτο όργανο που καταστρέφεται είναι το χλωρόπλασμα, ακολουθούν τα μυτοκίνδρια και ύστερα το ίδιο το κύτταρο. Η μόλυνση επέρχεται με υγρασία άνω του 96%. Επωάζεται 4 ώρες σε κανονική υγρασία κι ύστερα βλασταίνει, για να διαπεράσει πάλι ιστούς μεσα σε διάστημα 8 ωρών.
Κύκλος ασθένειας: 
Ο μύκητας Cloeosporium gleosporioides, είναι πολυφάγος και σαπροφυτικός, έχει μια περίοδο ύπνωσης και τα σπόρια του επιβιώνουν για μακρές χρονικές περιόδους. Τα σπόρια είναι ελλειπτικά, μονοκύτταρα και διάφανα, ενώ παράγονται σε μεγάλους αριθμούς. Η πρώτη μόλυνση γίνεται με τη βλάστηση των σπόρων πάνω στους καρπούς, τα φύλλα και τους νεαρούς βλαστούς. Η σημαντικότερη περίοδος της επίθεσης είναι εκείνη κατά την οποία αλλάζει το χρώμα του καρπού και οι καιρικές συνθήκες ευνοούν μολύνσεις. Οι φλύκταινες που εμφανίζονται στις προσβεβλημένες περιοχές λυώνουν με τη βροχή που διασπείρει τα κονίδια στο ίδιο δέντρο ή με τη βοήθεια του ανέμου και σε άλλα δέντρα.
 Αντιμετώπιση: 
Η επιτυχής αντιμετώπιση απαιτεί ολοκληρωμένη χρήση καλλιέργητικών τεχνικών, επιλογή κλώνων και χημικά μέτρα. Συνιστώνται επίσης δύο εφαρμογές μυκητοκτόνου, μία στο τέλος Οκτώβρη και μία στο τέλος Νοέμβρη. Επιπλέον, οι ελαιοφυτείες δεν πρέπει να βρίσκονται σε περιοχές με χαμηλή θερμοκρασία και υγρασία, ή σε περιοχές με κακό αερισμό. Απαραίτητο είναι και το τακτικό κλάδεμα, για να αερίζονται καλά τα ελαιόδεντρα.
Καμαροσπόριο –   Φώμα ελιάς
Προκαλών οργανισμός: Η ασθένεια προκαλείταιο από το μύκητα Camarosporium dalmatica, ο οποίος επιτίθεται μόνο στους καρπούς του ελαιόδεντρου οι οποίοι έχουν ήδη προσβληθεί από δάκο. Η μόλυνση μπορεί να μεταδοθεί από δίπτερα όπως το Prolasioptera berlesiana, παράσιτο του δάκου. 
Φάσμα προσβαλλομένων: Ελαιόδεντρο.
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Η Camarosporium dalmatica είναι από τις πλέον διαδεδομένες ασθένειες στις χώρες της Μεσογείου. Προκαλεί καφέ στίγματα στην ελιά, που απλώνονται και οδηγούν τον καρπό σε μαρασμό ή σήψη.




Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας: 
Κοινότερα συμπτώματα είναι τα μικρά καφέ στίγματα στην επιφάνεια του καρπού και η πτώση των καρπών στο έδαφος.
Κύκλος ασθένειας: 
Η ασθένεια προσβάλλει μόνο τους καρπούς του ελαιόδεντρου, ώριμους ή μη. Αν έχουν αυτοί ήδη προσβληθεί από δάκο, η κατάσταση είναι τέλεια για την ανάπτυξη της Camarosporium dalmatica. Η ασθένεια έχει δύο μορφές, ανάλογα με την περίοδο προσβολής. 
Το καλοκαίρι και στην αρχή του φθινοπώρου (πριν την ωρίμανση του καρπού), η μόλυνση εμφανίζεται με «στίγματα». Σ’ αυτή την περίπτωση (πράσινες ελιές), έχουμε μικρά  καφέ στίγματα στην επιφάνεια των καρπών. Οι ιστοί κάτω από τα στίγματα ξεραίνονται, ενώ τα ίδια τα στίγματα έχουν εντός τους μικρότερες, μαύρες κηλίδες, στην περιοχή όπου ο μύκητας αναπαράγεται.
 Το φθινόπωρο και στις αρχές του χειμώνα, όταν οι ελιές είναι ώριμες ή σχεδόν ώριμες, τα στίγματα διαχέονται σε όλη την επιφάνεια του καρπού και προκαλούν αποσύνθεση. Τότε οι καρποί αφυδατώνονται, συρικνώνονται και καλύπτονται από μαύρα σπόρια του μύκητα.
Αντιμετώπιση: Θα πρέπει να αντιμετωπιστεί όπως ο δάκος, ειδικά με προληπτικούς ψεκασμούς.



Ωίδιο ελιάς
Προκαλών οργανισμός: Leveillula taurica
Η Leveillula taurica είναι αλευρώδης μούχλα με ενδοπαρασιτική εξάρτηση, που εισέρχεται στον ξενιστή μέσω στομάτων. stomata.
Φάσμα προσβαλλομένων: 
Τα ξυλώδη πολυετή όπως το ελαιόδεντρο, η πράσινη πιπεριά, η πατάτα, η τομάτα, η κολοκυθιά, το βαμβάκι, η μπάμια και η αγκινάρα.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Η ασθένεια αυτή ειναι ευρέως διαδεδομένη, συχνότερα πάντως απαντάται στις ξηρές περιοχές της Ευρώπης, Ασίας, και γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου. Η σπουδαιότητά της οφείλεται στο ότι προκαλεί πτώση φύλλων ειδικά σε νεαρά φυντάνια και τρυφερά βλαστάρια.
Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας:
Το εμφανέστερο σύμπτωμα παρουσιάζεται στην άνω επιφάνεια των ώριμων φύλλων ως σκόρπια χλωρωτικά στίγματα ανάμεσα στα νεύρα, ενώ η λευκή αλευρώδης μάζα της ασθένειας the pathogen καταλαμβάνει την κάτω επιφάνεια. Οι χλωρωτικές κηλίδες ακολουθούνται από νεκρωτικές κηλίδες, οδηγώντας κάποτε στην πτώση των φύλλων.  Η ασθένεια μεταδίδεται με τον άνεμο και σχετίζεται με τις ξηρές καιρικές συνθήκες. Οδηγεί σε μείωση της παραγωγής.

Κύκλος ασθένειας: 
Ο μύκητας επιμένει στην αυτοφυή ελιά. Τα σπόρια φθάνουν στο ελαιόδεντρο οποτεδήποτε στη διάρκεια της παραγωγικής περιόδου, από τον άνεμο. Η μόλυνση επέρχεται σε ευρεία κλίμακα θερμοκρασιών, μεταξύ των οποίων η  θερμοκρασία από  15° έως 22°C θεωρείται ιδανική. Στην περίοδο κατά την οποία οι μέρες είναι ξηρές και θερμές και οι νύχτες ψυχρές, η ασθένεια βρίσκει ιδεώδες έδαφος για να εξελιχθεί.
 Αντιμετώπιση: Ψεκασμοί του φυλλώματος με τα κατάλληλα προϊόντα
Καρκίνωση ελιάς
Προκαλών οργανισμός: Psaudomonas Syringae. 
 Τα βακτήρια επιβιώνουν στους ρόζους του δέντρου και εύκολα φεύγουν με το νερό, σ’ όλες τις εποχές του χρόνου. Η μόλυνση εμφανίζεται στις χαμηλές θερμοκρασίες, συνήθως το φθινόπωρο ή την άνοιξη. 
Φάσμα προσβαλλομένων: Ελαιόδεντρο, μελία, πικροδάφνη και Ιαπωνική ελιά (θάμνος)
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Η ασθένεια είναι ευρέως διαδεδομένη και εμφανίζεται όπου υπάρχουν οι ξενιστές. Είναι συνηθέστατη όμως στην Ευρώπη, ειδικά στην Ελλάδα, Γαλλία και Ιταλία. Επιπλέον εμφανίζεται στη Γιουγκοσλαβία. Η σημασία της ασθένειας έγκειται στις φλύκταινες ή τα οιδήματα διαφόρων μεγεθών που αναπτύσσονται σε κλαδάκια, κλαδιά, κορμό, ρίζες, φύλλα ή μίσχους καρπών


Τελικά, τα μικρά βλαστάρια αποφυλλώνονται και ξεραίνονται  .



Οι φλύκταινες σχηματίζονται σε πληγές του κορμού ή των κλαδιών. Η ασθένεια μπορεί να μειώσει δραστικά την παραγωγή αλλά και την ποιότητα του καρπού, προκαλώντας ανιχνεύσιμη έλλειψη γεύσης.
Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας:
Η ασθένεια σχετίζεται με τη βακτηριακή παραγωγή ινδολεασετικού οξέος, αναπτύσσεται σε νεαρά κλαδιά και βλαστάρια, ιδιαίτερα την εποχή που εμφανίζονται νέα φύλλα, ή σε τραύματα στα φύλλα, τραύματα από κλάδεμα, πληγές και αμυχές. Στην αρχή οι φλύκταινες είναι μικρά οιδήματα που σε λίγους μήνες εξελίσσονται σε στρογγυλές σχισμές, ωχρούς κόμπους, σπογγώδεις στην αρχή και ύστερα σκληρούς και καστανούς. Στους βλαστούς και τα μικρά κλαδιά οι φλύκταινες έχουν διάμετρο μέχρι 2 εκ. (κατά προσέγγιση)


Στους μίσχους και τα νεύρα των φύλλων, ενδέχεται να σχηματιστούν μικροί κόμποι ή εξογκώματα που προκαλούν πρόωρη αποκοπή. Μπορεί να επηρεαστούν επίσης οι ρίζες και ο κορμός. Οι προσβεβλημένοι ακραίοι βλαστοί μαραίνονται ή ξεραίνονται και τα δέντρα καταβάλλονται τόσο πολύ που ούτε γίνονται εντελώς αντιπαραγωγικά, είτε ξεραίνονται.


Κύκλος ασθένειας: 
Τα βακτήρια υπάρχουν σε αφθονία και εκκρίνονται από τις αναπτυσσόμενες φλύκταινες, ενώ μεταφέρονται από τη βροχή. Ιδιαίτερα στην ελιά, έχουν μια έμφυτη επιφυτική φάση στα φύλλα, αγγίζοντας το μέγιστο αριθμό τους την άνοιξη (Απρίλη) και το φθινόπωρο (Οκτώβρη). Η μόλυνση σχετίζεται άμεσα με τον αριθμό των τραυμάτων. 
Μερικές φορές η καταστροφή είναι μεγαλύτερη σε μέρη με ανέμους, σε φυτώρια με μικρό καρπό που συλλέγεται χτυπώντας τα δέντρα με βέργες, ύστερα από ανεμοθύελλες με χαλάζι, ύστερα από παγωνιά, και όπου γίνεται απρόσεχτο κλάδεμα. Οι υγροί άνεμοι στις παραλιακές περιοχές ευνοούν τη μόλυνση.
Αντιμετώπιση: Η αντιμετώπιση είναι πολύ δύσκολη αν δεν έχουμε ήδη λάβει κάποια μέτρα. Σημαντικότατο είναι το κλάδεμα, και σε πολλές περιοχές της Μεσογείου συνιστάται ετήσιο κλάδεμα,  με το οποίο θα απομακρύνουμε τους μολυσμένους βλαστούς. Αυτό πρέπει να ολοκληρώνεται το Φεβρουάριο.
Επιπλέον, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται λιπάσματα τον Ιανουάριο – Φεβρουάριο και είναι απαραίτητος ο ψεκασμός με χαλκό στα τέλη φθινοπώρου και την άνοιξη.

Εχθροί


Μύγα Ελαιοδέντρου
Όνομα εντόμου: Bactrocera (Dacus) oleae
Φάσμα προσβαλλομένων: Ελαιόδεντρα
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Εμφανίζεται στη λεκάνη της Μεσογείου, τη βόρεια, ανατολική και νότια Αφρική, Μέση Ανατολή, βόρεια Ινδία, βορειοδυτικό Πακιστάν και όπου αλλού υπάρχει ελαιόδεντρο στο Ανατολικό ημισφαίριο.  Πρόσφατα εντοπίστηκε και στην Καλιφόρνια. Τόσο τα ενήλικα έντομα όσο και οι κάμπιες, είναι σε θέση να προκαλέσουν ζημιές. Η κάμπια του δάκου διατρέφεται μέσα στον καρπό, καταστρέφοντας το σαρκώδες μέρος του και επιτρέποντας την εισχώρηση δευτερευόντων βακτηρίων και μυκήτων που προκαλούν σήψη στον καρπό και υποβαθμίζουν την ποιότητα και τη γεύση του ελαίου.H σίτιση του εντόμου από τον καρπό προκαλεί την πρόωρη πτώση του καρπού και υποβαθμίζει την ποιότητα τόσο της επιτραπέζιας ελαίας όσο και την παραγωγή ελαιολάδου.
Συμπτώματα: Μικρές τριγωνικές κηλίδες που μόνο ένα έμπειρο μάτι μπορεί να διακρίνει πάνω στον καρπό. 
 Περιγραφή εντόμου:
Tο ενήλικο έχει μήκος περίπου 6 χιλ. Το κεφάλι, ο θώρακας και το υπογάστριο έχουν καφέ χρώμα, με σκουρότερα στίγματα και αρκετά λευκά ή κίτρινα μπαλώματα στην κορυφή και στα πλευρά του θώρακα. Τα φτερά του είναι τοποθετημένα οριζόντια, κυρίως διαφανή, με καφέ στίγματα και μακριά από το σώμα.  Ο δάκος διακρίνεται από τα μαύρα στίγματα στις άκρες των φτερών και την απουσία λωρίδων στα φτερά. Τα θηλυκά έχουν μήκος 5 χιλ., άνοιγμα φτερών περίπου 10 χιλ. και διακρίνονται από τα αρσενικά από μια σκούρα σύνθεση στο άκρο του υπογαστρίου τους, που χρησιμεύει για να διατρυπούν τον ελαιόκαρπο και να εναποθέτουν εκεί τα αυγά. Συνήθως μόνο ένα αυγό εναποτίθεται ανά καρπό.

Συνήθως εναποτίθενται πολλά αυγά σ’ εκείνες τις ποικιλίες της ελιάς που παράγουν μεγάλους καρπούς και τα θηλυκά προτιμούν τις ποικιλίες με μεγάλους καρπούς σε σχέση με εκείνες που έχουν μικρούς καρπούς για να εναποθέσουν τα αυγά τους. Οι κάμπιες είναι λευκοκίτρινες, άποδες. Όταν εκκολαφθούν είναι λεπτές και δυσδιάκριτες, όταν όμως σιτιστούν για κάποιο χρονικό διάστημα εντοπίζονται ευκολότερα, ιδιαίτερα όταν ο καρπός αρχίσει να σαπίζει. Το στάδιο της κάμπιας διεξάγεται ολόκληρο εντός του καρπού.

Κύκλος ζωής: Στην περιοχή της Μεσογείου, εμφανίζονται κάθε χρόνο δύο έως πέντε γενιές. Το έντομο περνά το χειμώνα στο κουκούλι, αρκετά εκατοστά κάτω από το έδαφος και το στρώμα των φύλλων. Τα ενήλικα έντομα εμφανίζονται την άνοιξη, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος και τη θερμοκρασία. Τα αυγά εναποτίθενται στον ωριμάζοντα καρπό όταν αρχίζουν να σκληραίνουν τα κουκούτσια (ένα αυγό ανά καρπό, ποτέ παραπάνω).Τον Ιούλιο τα θηλυκά αρχίζουν να δραστηριοποιούνται και να εναποθέτουν τα αυγά τους στους πιο πρώιμα ώριμους καρπους. Μέχρι 12 αυγά μπορεί να εναποτίθενται κάθε μέρα, και περίπου 150-400 στη διάρκεια της ζωής του εντόμου. Το θηλυκό διατρυπά τον καρπό με την προβοσκίδα και εναποθέτει το αυγό κάτω από την επιδερμίδα. Οι άποδες κάμπιες τρέφονται με τον καρπό, προκαλώντας την πτώση του από το δέντρο. Τα αυγά εκκολάπτονται σε 2-3 ημέρες. Τα στάδια κάμπιας και κουκουλιού διαρκούν αντίστοιχα 12-14 και 7-10 ημέρες. Η διάρκεια της ζωής του εντόμου ποικίλει από ένα ως 6 ή 7 μήνες. Τα αρσενικά παράγουν ένα στριγκό ήχο ή σήμα κατά τη διάρκεια της ερωτοτροπίας. 
Το καλοκαίρι και ιδιαίτερα το φθινόπωρο, αναπτύσσονται 2-4 γενιές ανάλογα με το κλίμα και τη θερμοκρασία.
Η δραστηριότητα του εντόμου συνεχίζεται κανονικα όσο η θερμοκρασία παραμένει στους 20-28oC. Όταν η θερμοκρασία υπερβεί τους 30oC, αναστέλλεται η εναπόθεση αυγών, και πάνω από τους 35oC κάθε δραστηριότητα σταματά. Η εναπόθεση αυγών σταματά ακόμα και όταν είναι χαμηλη η υγρασία (50-60%). Έτσι, το καλοκαίρι, όταν οι μέρες είναι πολύ ζεστές και ξηρές, εμφανίζεται στους καρπούς δάκος που δεν εναποθέτει αυγά.
Οι υψηλές θερμοκρασίες (άνω των 30oC) και η χαμηλή υγρασία εξάλλου, δε βοηθούν την ανάπτυξη της κάμπιας.
Αντιμετώπιση: Υπάρχουν διάφορες μέθοδοι για τη μείωση των πληθυσμών του Bactrocera oleae (δάκου).Τα χημικά μέτρα (προληπτικά ή θεραπευτικά) είναι μία εκ των μεθόδων. Η προληπτική αντιμετώπιση όπως οι ψεκασμοί δολώματος από το χώμα και οι αεροψεκασμοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν και θεραπευτικά, όπως και οι ψεκασμοί κάλυψης.

Ένα άλλο μέτρο είναι ο βιολογικός έλεγχος, αφού ο δάκος προσβάλλεται από πλήθος παρασιτικών σφηκών. Επιπλέον, υπάρχει και βιοτεχνολογική αντιμετώπιση (διάφοροι  τύποι παγίδων)


Πυρηνοτρύτης
Όνομα εντόμου: Prays oleae (Bern.)
Φάσμα προσβαλλομένων: Ελαιόδεντρο,  privet Ligustrum spp. και γιασεμί.
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Σύνηθες στη λεκάνη της Μεσογείου (ειδικά στην Ελλάδα), και στην Αμερική (Καλιφόρνια). Ο τύπος της ζημιάς που θα προκαλέσει εξαρτάται από τον προσβληθέντα ιστό. Η ζημιά απο τη χειμερινή γενιά στο φύλλο είναι σπάνια σοβαρή, αν και η ζημιά που προκαλείται στα άνθη είναι πιο ενδιαφέρουσα (οι κάμπιες καταστρέφουν τα άνθη). Επιπλέον, σημαντικότατη είναι η γενιά της κάμπιας που καταστρέφει τα φρούτα, προκαλώντας την πρόωρη πτώση τους όταν διεισδύουν στο κουκούτσι.  




Συμπτώματα: Φαγωμένα φύλλα, νεκρωμένα φύλλα, πτώση φύλλων και καταστροφή τρυφερών βλαστών.  
 Περιγραφή εντόμου: Ο βιολογικός κύκλος του Ρrays oleae διεξάγεται σε τέσσερις φάσεις, αυγό, κάμπια, κουκούλι κι ενήλικο. Το αυγό είναι ημιωοειδές, με μήκος 0,5 χιλ. Αμέσως μετά την εναπόθεση, τα αυγά είναι λευκά και σκουραίνουν αργότερα, όσο μεγαλώνει το έμβρυο. Αν διακοπεί η διαδικασία, κιτρινίζουν. Η εναπόθεση αυγών διαφέρει ανάλογα με τις γενιές: στους κάλυκες των ανθοφόρων μπουμπουκιών, όπου συνδέονται μεταξύ τους με μεταξένια νήματα και στους μικρούς καρπούς που μόλις αρχίζουν να αναπτύσσονται ή στα φύλλα. Η περίοδος της επώασης διαρκεί 5 ημέρες όταν η θερμοκρασία είναι 25°C και συνήθως φτάνει μέχρι τις 8 ημέρες.
Η δεύτερη μορφή του εντόμου έχει γενικά πράσινο χρώμα με ελαφρούς καφέ τόνους και το μήκος της είναι 7-8 χιλ. με πλάτος 1,5 χιλ. Αναπτύσσεται στους κάλυκες των ανθοφόρων μπουμπουκιών και τα έντομα συγκρατούνται μεταξύ τους με μεταξένιες κλωστές μέσα στον πυρήνα του καρπού ή ως εκσκαφείς στα φύλλα . Στη διάρκεια της ανάπτυξής της η κάμπια περνά 5 στάδια σε 3-4 εβδομάδες ή σε αρκετούς μήνες, εάν ζει ως σκαφτιάς στα φύλλα. Η νύμφη του τρίτου σταδίου είναι κλεισμένη σ’ ένα υπόλευκο, ελαφρό κουκούλι από μεταξωτές κλωστές, με μήκος 6 χιλ. και πλάτος 2 χιλ.  Το χρώμα της είναι καφέ, είναι επιμήκης, ημικωνοειδής. Εμφανίζεται σε ρωγμές και σχισμές στον κορμό, προστατευμένη απο ξυλώδη σωματίδια ή εντός του εδάφους. Η διάρκεια ζωής της είναι 10-15 ημέρες.

Τα ενήλικα έντομα έχουν μήκος 6-7 χιλ. και τέσσερα φτερά γκρίζα με ασημένια σημάδια και μικρά μαύρα στίγματα. Τα πίσω φτερά είναι όμοια, γκρίζα.   Η διάρκεια ζωής του ενήλικου εντόμου εξαρτάται από τη γενιά και τις κρατούσες καιρικές συνθήκες. Η κανονική περίοδος είναι 15-24 μέρες, αλλά μπορεί να φτάσει ακόμα και τις 45. Συνήθως κάθε θηλυκό εναποθέτει 100 αυγά αλλά μερικές φορές ο αριθμός ξεπερνά και τα 250.



Κύκλος ζωής: 
Κάθε χρόνο εμφανίζονται τρεις γενιές. Καθεμιά σχετίζεται με διαφορετικά τμήματα του ξενιστή όταν είναι στη φάση τςη κάμπιας. Τα ενήλικα της 3ης γενιάς ή της χειμερινής γενιάς εμφανίζονται τον Απρίλη-Μάη και συνήθως συμπίπτουν με το σκάσιμο των ανθοφόρων μπουμπουκιών. Οι κάμπιες της πρώτης γενιάς επιτίθενται στα ανθοφόρα μπουμπουκια. Οι κάμπιες της 2ης γενιάς μεγαλώνουν μέσα στο κουκούτσι της ελιάς και εκείνες της 3ης γενιάς σκάβουν σήραγγες στα φύλλα.
Όσον αφορά τα ενήλικα έντομα, τα θηλυκά εναποθέτουν τα αυγά στα ανθοφόρα μπουμπούκια, στα οποία επιτίθενται οι κάμπιες της πρώτης γενεάς. Το έντομο περνά από στάδιο χρυσαλλίδας και εκκολάπτεται στους μικρούς καρπούς. Η ζημιά στο άνθος μπορεί να είναι από ελαφρή μέχρι μέτρια.
Στη δεύτερη γενιά, το πλέον προβληματικό στάδιο είναι αυτό της κάμπιας του καρπού. Μπορεί να προκαλέσει μαζική πτώση καρπών και βλάπτει τις ελιές που προορίζονται για παραγωγή ελαιολάδου και κονσερβοποίηση.  
Οι κάμπιες της 3ης γενιάς χρησιμοποιούν μετάξι για να τυλίξουν το φύλλο σ’ένα προστατευτικό σχήμα και οι κάμπιες του φύλλου ζουν γύρω στους πέντε μήνες το φθινόπωρο και το χειμώνα, ενώ οι νύμφες διαχειμάζουν στο φύλλο ή το φλοιό για να ξαναρχίσει ο κύκλος.
Αντιμετώπιση:
Tο έντομο μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη χρήση παγίδων με φερομόνη και χημικών μέτρων όπως οι διάφοροι τύποι εντομοκτόνων. 


Μαύρη ψώρα της   Ελιάς ή Λεκάνιο
Όνομα εντόμου: Saissetia oleae Olivier
Φάσμα προσβαλλομένων:
Ελαιόδεντρο, εσπεριδοειδή, συκιά, ακτινίδιο, αχλαδιά, τριανταφυλλιά και δεντρολίβανο.
 Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Tο έντομο είναι πολύ κοινό στην Ελλάδα (σ’ ολόκληρη την Ελλάδα) και σε όλες τις χώρες της Μεσογείου όπου καλλιεργείται η ελιά. Βρίσκεται όμως και στη Νέα Ζηλανδία και την Αμερική. Το λεκάνιο προκαλεί προβλήματα στο ελαιόδεντρο: εκτός από την διαρροή οπού και το κολλώδες μελίττωμα που εκκρίνει στα φύλλα και τα κλαδιά, επηρεάζει τις φυσικές λειτουργίες του δέντρου (διαπνοή, φωτοσύνθεση). Στην αρχή τα προσβεβλημένα δέντρα και φύλλα  λάμπουν και στη συνέχεια μοιάζουν σκονισμένα και μαυρίζουν, αφού αναπτύσσεται στο μελίττωμα ο μύκητας της μούχλας. 

Οι βλάβες μειώνουν τη ζωτικότητα και παραγωγικότητα του δέντρου και η συνεχιζόμενη σίτιση των εντόμων προκαλεί πτώση φύλλων, η οποία με τη σειρά της μειώνει την ανθοφορία της επόμενης χρονιάς.



Συμπτώματα: 
Το σκούρο χρώμα στα φύλλα είναι το συνηθέστερο σύμπτωμα. Το μελίττωμα που αναπτύσσεται πάνω στο δέντρο προκαλεί την έλευση μυκήτων στους οποίους οφείλεται το σκούρο χρώμα των φύλλων.
 Περιγραφή εντόμου: 
Τα ολοκληρωμένα λεκάνια είναι όλα θηλυκά (σπάνια θα βρεθεί αρσενικό στην Ευρώπη). Έχουν τρεις φάσεις, αυγό, νύμφη και ενήλικο. Στο πρώτο στάδιο τα αυγά είναι ημιωοειδή, με μήκος 0,3 χιλ. και λευκο έως πορτοκαλί-ροζ χρώμα. Η περίοδος της εναπόθεσης μερικές φορές ξεπερνά τον κανονικό χρόνο (την άνοιξη 10-15 ημέρες και το φθινόπωρο 20-25). Τα αυγά μένουν κάτω από τη θηλυκή ψώρα.
Οι νύμφες έχουν τρεις γενιές. Η πρώτη γενιά έχει χρώμα πορτοκαλί, σχήμα ωοειδές,  μήκος 0,3 χιλ. έως 0,4 χιλ., και έρπει.  . Οι νεοεμφανιζόμενες νύμφες συνιστούν μια μερική 2η γενιά, η οποία έχει σχήμα όμοιο με της πρώτης, αλλά είναι διπλάσια σε μέγεθος (μήκος 0,6-0,8 χιλ. ). Έχουν ανοιχτοκάστανο χρώμα και κύριο χαρακτηριστικό τους είναι το σχήμα Η στην πλάτη. Η νύμφη της τρίτης γενιάς εξελίσσεται σε έντομο με χρώμα σταχτί. Το μέγεθός της είναι 1-1,3 χιλ σε μήκος και 0,3-0,7 σε πλάτος.

Τα ενήλικα θηλυκά προσκολλώνται στον ξενιστή και μένουν εκεί μόνιμα. Το μήκος τους είναι 1-4 χιλ. και το πλάτος 2-2,5 χιλ. Έχουν χρώμα ανοιχτοκάστανο όταν είναι νεαρά και με την πάροδο του χρόνου σκουραίνουν, για να φθάσουν στο τέλος να είναι σκούρα καφέ έως μαύρα. Φέρουν το χαρακτηριστικό H στην πλάτη. Τα θηλυκά αρχίζουν την επώαση την άνοιξη. Κάθε θηλυκό εναποθέτει από 150 έως 2.500 αυγά.


Κύκλος ζωής:
Tο λεκάνιο έχει μια γενιά κατ’ έτος σε εσωτερικές ελαιοπαραγωγικές περιοχές. Αν το κλίμα είναι ευνοϊκό, υπάρχει και η δυνατότητα δύο γενεών κατ’ έτος σε κάποια μέρη. Οι πρωτοεμφανιζόμενες νύμφες κινούνται ψάχνοντας στον ξενιστή ένα μέρος για να εγκαταστασθούν. Τα ενήλικα θηλυκά εμφανίζονται από τα τέλη Απρίλη μέχρι τον Ιούνιο. Η περίοδος της επώασης αρχίζει το Μάη και τελειώνει τον Αύγουστο. Οι νύμφες του πρώτου σταδίου εμφανίζονται τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Όταν έχει ζέστη και ξηρασία το καλοκαίρι, η ανάπτυξη των νυμφών περιορίζεται. Το φθινόπωρο είναι η κατάλληλη περίοδος για το δεύτερο και τρίτο στάδιο των νυμφών. 
 
Αντιμετώπιση: 
Κλάδεμα για να διευκολυνθεί η ροή του αέρα, γεγονός που αποθαρρύνει το λεκάνιο. Επιπλέον συνιστάται όχι υπερβολική άρδευση και λίπανση.
Άλλο μέτρο είναι και η βιολογική αντιμετώπιση: Υπάρχουν παράσιτα που επιτίθενται στο λεκάνιο, συνηθέστερα των οποίων είναι τα Metaphycus helvolus, Metaphycus lounsburyi, Metaphycus flavus, Diversinervus elegans, Coccophagus pulchellus, Coccophagus cowperi και Coccophagus scutellaris. 
Υπάρχουν και τα χημικά μέτρα κατά τη διάρκεια των μηνών Ιουλίου και Αυγούστου. Συνιστάται να εφαρμόζονται όταν σε κάθε 100 φύλλα εντοπίζονται περίπου 5-10 νύμφες ανά φύλλο.
Ασπιδιωτός
Όνομα εντόμου: Aspidiotus nerii Bouché syn. A. hederae Vallot
Φάσμα προσβαλλομένων:
 Ο αριθμός των προσβαλλομένων ξεπερνά τα 400 φυτά. Μεταξύ αυτών το ελαιόδεντρο, χαρουπιά, εσπεριδοειδή, μουριά, ακακία, δάφνη, κισό, δαμασκηνιά, και διάφορα άλλα δέντρα. 
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Το Aspidiotus nerii εμφανίζεται σε όλες τις χώρες της Μεσογείου και σε όλες τις χώρες όπου καλλιεργείται η ελιά. Η ζημιά που προκαλεί είναι μερικές φορές πολύ σημαντική για την παραγωγή. Αυτό σημβαίνει γιατί τα έντομα διατρυπούν και απομυζούν, οδηγώντας το δέντρο σε εξασθένιση, πτώση φύλλων, ξήρανση βλαστών και παραμόρφωση καρπών.

Όλ’ αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την ποιότητα της επιτραπέζιας ελιάς.



Συμπτώματα: 
Μικρά στίγματα στις ελιές και μελίττωμα στους βλαστούς και τα φύλλα είναι οι συνηθέστερες ενδείξεις.
Περιγραφή εντόμου: 
Το έντομο μετέρχεται τρεις φάσεις στη διάρκεια του βίου του, αυγό, νύμφη και ενήλικο. Στην αρχή τα αυγά εναποτίθενται υπό την προστασία του θηλυκού, σε μέρος όπου θα ωριμάσουν και θα εκκολαφθούν. Τα αυγά είναι κίτρινα. Η επόμενη φάση είναι αυτή της νύμφης με πόδια. Σ’ αυτή τη φάση τα έντομα παραμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα υπό τη μητρική προστασία, μέχρι το εξωτερικό κλίμα να καταστεί ευνοϊκό. Όταν βγουν από το κάλυμμά τους, περιφέρονται και προκαλούν ζημιές στα φύλλα Οι νεοεμφανίζόμενες νύμφες διατρυπούν το δέντρο, απομυζοόυν τους ιστούς του και αρχίζουν να τρέφονται με τον οπό.
 Το ενήλικο θηλυκό έχει διάμετρο 1,8-2,2 και το χρώμα του είναι καφέ ή ακόμα πιο σκούρο και θαμπό. Από την άλλη πλευρά το αρσενικό είναι μικρότερο (έχει μήκος 1 χιλ.) με χρώμα κίτρινο και σχήμα ωοειδέ
Κύκλος ζωής: 
Το 
Aspidiotus nerii έχει τρεις γενιές κατ’ έτος. Νέες νύμφες εμφανίζονται το Μάρτη-Απρίλη, κι ύστερα πάλι τον Ιούλιο και τον Οκτώβριο. Στην περίοδο όμως από τον Απρίλη μέχρι τον Οκτώβρη, βρίσκουμε στο δέντρο όλες τις ηλικίες του εντόμου. 
Το έντομο προτιμά να μένει κάτω από τα φύλλα της ελιάς και το θηλυκό εναποθέτει αυγά για 5-12 ημέρες, ενώ παράγει περίπου 150 αυγά. Η αναπαραγωγή γίνεται με παρθενογένεση και το στάδιο της νύμφης διαρκεί 40-50 ημέρες. Η πρώτη γενιά αρχίζει από το Μάρτη-Απρίλη και εξελίσσεται σε 8-9 εβδομάδες, ενώ το ίδιο χρονικό διάστημα χρειάζεται και η δεύτερη γενιά. Τελικά, η τρίτη γενιά αρχίζει από το Σεπτέμβρη-Οκτώβρη για έξι μήνες στη διάρκεια του χειμώνα.
Αντιμετώπιση: 
Υπάρχουν παράσιτα που επιτίθενται στο 
Aspidiotus nerii. Τα συνηθέστερα είναι τα: Αphytis chrysomphalis, Aphytis chilensis, Aphytis melinus, Aspidiotiphagus citrinus, Chilocorus bipustulatus, Rhyzobius lophanthae, Scymnus subvillosus, Exochomus quadripustulatus και Chrysoptera carnea.  
Η αποτελεσματική μηχανική αντιμετώπιση είναι το ξύσιμο και το τρίψιμο για να απομοκρυνθεί το Aspidiotus nerii από το φυτό.
Παρλατόρια ελιάς
Όνομα εντόμου: Parlatoria oleae Colvée
Φάσμα προσβαλλομένων: 
Ελαιόδεντρο, κερασιά, δαμασκηνιά, αμυγδαλιά, μηλιά, αχλαδιά, καλλωπιστικοί θάμνοι (πασχαλιά, τριανταφυλλιά κλπ.)   
 Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Διαδεδομένο ευρύτατα στη λεκάνη της Μεσογείου και την Κεντρική Ασία. Η ζημιά αρχίζει νωρίς, στην αναπτυξιακή περίοδο, όταν τα πρώτα εκκολαφθέντα έντομα αρχίζουν να σιτίζονται, απομυζώντας τον οπό και οδηγώντας έτσι στην ταχεία παραμόρφωση καρπών και φύλλων.


Όταν η εκκόλαψη καθυστερεί, προκαλεί πορφυρά στιγματα στους πράσινους καρπούς και ο καρπός απαξιώνεται εμπορικά. Μεγάλες ζημιές προκαλούνται και στα κλαδιά, κλαδάκια και φύλλα. 


Η ζημιά αυτή έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγικότητας του ελαιόδεντρου. Η μείωση σε ελαιόλαδο μπορεί να φτάσει το 20%.
Συμπτώματα:

Λευκές κηλίδες στο βλαστό, τον κορμό και την επάνω επιφάνεια των φύλλων του ελαιόδεντρου. Πορφυρά στίγματα στους καρπούς. Ένα έμπειρο μάτι διακρίνει εξ αρχής την ασθένεια. 




Περιγραφή εντόμου: 
Το ενήλικο θηλυκό έχει μήκος περίπου 2,54 εκ. με σκούρο, ωοειδές, κέρινο κάλυμμα. Το αρσενικό συνήθως εντοπίζεται στην επιφάνεια των φύλλων, είναι πιο επίμηκες με ένα μαύρο στίγμα στη μια άκρη. Αν απομακρύνουμε το κάλυμμα, τα σώματα και των δύο φύλων είναι 
 κοκκινο-πορφυρα. Το θηλυκό εναποθέτει αυγά στην αρχή Απριλίου. Τον Ιούλιο εμφανίζονται οι νύμφες της δεύτερης γενιάς.  
Κύκλος ζωής: 
Η 
Parlatoria oleae έχει δύο γενιές κατ’ έτος, και τρεις σε περιοχές με πολύ ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες.  Οι νεες νύμφες της πρώτης γενιάς εμφανίζονται στα μισά Απρίλη και στις αρχές Μάη. Εν συνεχεία, οι νύμφες της δεύτερης γενιάς εμφανίζονται από τα μέσα Ιουλίου και μετά. Διαχειμάζει ως ολοκληρωμένο θηλυκό.
Αντιμετώπιση: 
Το σημαντικότερο μέτρο είναι ο βιολογικός έλεγχος γιατί υπάρχει μεγάλος αριθμός παρασίτων που επιτίθενται στο συγκεκριμένο έντομο. Συνηθέστερα είναι τα εξής: 
Chilocorus bipustulatus, Pharoscymnus pharoides, Aphytis paramaculicornis, Aphytis maculicornis (ειδικά στην Ελλάδα).
 Επιπλέον συνιστάται η χημική αντιμετώπιση με εντομοκτόνα. Ο ψεκασμός με εντομοκτόνα είναι απαραίτητο να εφαρμόζεται μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του κύκλου επώασης των νυμφών πρώτης γενιάς. Η καλύτερη εποχή γι’ αυτή την εργασία είναι ο Μάης.
Βαμβακάδα της ελιάς
Όνομα εντόμου: Euphyllura olivina Costa
Φάσμα προσβαλλομένων: Ελαιόδεντρο 
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Πολύ κοινό στις χώρες της Μεσογείου και ειδικά σε Ιταλία και Ελλάδα. Βρίσκεται και στην Τυνησία. Οι βλάβες που προκαλεί είναι άνευ σημασίας, εκτός από την περίπτωση εμφάνισης μεγάλων πληθυσμών του εντόμου το φθινόπωρο, και επίθεσής τους σε ταξιανθίες.


Γενικά η δεύτερη γενιά ειναι η πλέον επικίνδυνη, λόγω της άμεσης διατροφής της που επηρεάζει την παραγωγή και της έμεσης δράσης της, δηλ. της παραγωγής κηροειδών εκκριμμάτων που προκαλούν την αποβολή των ανθέων Η διατροφή των νυμφών με τη διάρρηξη των κυττάρων και η απομύζηση του οπού, καταστρέφουν το ελαιόδεντρο.
Η μείωση της παραγωγής μπορεί να ξεπεράσει το 40% της όλης παραγωγής σε κάποιες περιοχές.

Συμπτώματα: Το πλέον κοινό σύμπτωμα είναι η έκκριση μελιττώματος σε νεαρούς βλαστούς και φύλλα.
Περιγραφή εντόμου:
Η Euphyllura olivina έχει τρεις μορφές στη διάρκεια του βίου της, αυγό, νύμφη και ενήλικο έντομο. Στο πρώτο στάδιο,αυτό του αυγού, το σχήμα είναι ωοειδές, το χρώμα στην αρχή λευκό και αργότερα κίτρινο-πορτοκαλί, ενώ το μέγεθος είναι πολύ μικρό, 0,3 χιλ..
Πριν φτάσει σε στάδιο ενήλικα το έντομο περνά πέντε φάσεις νύμφης οπότε το μήκος του ποικίλει από 0,4χιλ. έως 1,5 χιλ. στην τελική φάση. Οι νύμφες μεταμορφώνονται ατελώς, θυμίζοντας στην εμφάνιση ενήλικα.
Στην πρώτη νυμφική φάση το έντομο δεν έχει ορατά ίχνη φτερών. Όταν περάσει στη δεύτερη φάση, τα φτερά αρχίζουν να γίνονται ορατά. Το ενήλικο θηλυκό έντομο έχει μήκος 2,5 χιλ. (ενώ το αρσενικό είναι μικρότερο), είναι ογκώδες και εύρωστο. Τα φτερά του είναι μπροστά, κι έχουν ελαφρές καφέ σκιές. Το χρώμα του εντόμου είναι πράσινο, και αργότερα σκουραίνει. Το έντομο πηδά πολύ γρήγορα πριν αρχίσει να πετά.
Κύκλος ζωής:
O κύκλος ζωής του περιορίζεται στους 3 μήνες και το θηλυκό είναι πολύ παραγωγικό στην ιδανική θερμοκρασία των 20-25 °C, φθάνοντας να εναποθέτει πάνω από 1000 αυγά. Τα θηλυκά αρχίζουν την εναπόθεση από το Μάρτη έως τον Απρίλη με την έναρξη της βλάστησης του ελαιόδεντρου. Τα αυγά εναποτίθενται στις κορυφές των μικρών κλαδιών ή ανάμεσα στα νεαρά φύλλα. Η εκκόλαψη επέρχεται ύστερα από μια περίοδο επώασης 8-12 ημερών. Η δεύτερη γενιά αναπτύσσεται σε ταξιανθίες και παραμένει αδρανής το καλοκαίρι, όταν η θερμοκρασία ξεπερνά τους 27°C Όταν ο καιρός γίνεται ευνοϊκότερος και ειδικά στη διάρκεια του Σεπτέμβρη, τα ενήλικα έντομα επαναδραστηριοποιούνται. Ύστερα, εμφανίζεται η 3η γενιά. Η εξέλιξη των νυμφών διαρκεί από 24 έως 35 ημέρες.

Αντιμετώπιση: 
Υπάρχουν παράσιτα που προσβάλλουν την 
Euphyllura olivine, συνηθέστερα των οποίων είναι τα Psyllaephagus euphylurae, Alloxista eleaphila, Elasmus sp (Hym. Elasmide), Tetrastichus sp. (Hym. Eulophidae), Trechnies sp. (Hym. Encyrtidae), Chrysoperla carnea, Anthocoris nemoralis και Xanthandrus comptus.
Υπάρχει και η χημική αντιμετώπιση του εντόμου με ψεκασμούς με εντομοκτόνα.
Ζεύζερα
Όνομα εντόμου: Zeuzera pyrina L.
Φάσμα προσβαλλομένων:
Ελαιόδεντρο, μηλιά, κερασιά, αχλαδιά, δαμασκηνιά, μαύρο σταφύλι, άσπρο σταφύλι, εσπεριδοειδή, δρύς, μελία, ιτιά, lime (Tilia), πλατάνι, λεύκα, σφεντάμι και άλλα δέντρα.
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Συνηθέστατο στις χώρες της Μεσογείου και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, Ευρώπη, Αμερική και Λίβανο. Η ζημιά που προκαλεί, ποικίλει ανάλογα με την ηλικία του δέντρου. Σε νεαρά δέντρα φτάνει και μία μόνο κάμπια για να εξολοθρεύσει ένα δέντρο. Σε δέντρο 3 ετών, η απώλεια περιορίζεται σε τμήματα. Τα προσβεβλημένα δέντρα ευαισθητοποιούνται στον άνεμο.Τα γηραιότερα δέντρα παθαίνουν σοβαρές ζημιές όταν το έδαφός τους είναι ξηρό, ενώ τα υγιή δέντρα αντιστέκονται αποτελεσματικότερα στις επιθέσεις.
Στο τέλος τα προσβεβλημένα ελαιόδεντρα ενδέχεται να ξεραθούν τελείως.
Συμπτώματα:

Οι οπές εισόδου της κάμπιας φαίνονται από τους μικρούς σωρούς σκόνης που συνοδεύονται από οπό, και είναι ιδιαίτερα ορατοί στα μεγάλα κλαδιά, όταν ωστόσο η βλάβη έχει προχωρήσει πολύ.





 Περιγραφή εντόμου:
Tο έντομο έχει τέσσερις φάσεις, αυγό, κάμπια, νύμφη και ενήλικο (νυχτόβιο έντομο). Στην πρώτη φάση το αυγό έχει μήκος 1 χιλ. και χρώμα ανοιχτό κίτρινο έως λαμπερό σωμόν. Το μήκος της κάμπιας είναι 50-60 χιλ. και το χρώμα της ανοιχτοκίτρινο με πολυάριθμα μαύρα στίγματα σε κάθε τμήμα.Το κεφάλι και τα θωρακικά τμήματα είναι λαμπερά μαύρα. Η νύμφη έχει μήκος 30 χιλ. και καφέ χρώμα. Το ενήλικο αρσενικά έχει άνοιγμα φτερών 40-50 χιλ. και μήκος 25 χιλ., ενώ το θηλυκό άνοιγμα φτερών 50-70χιλ. και το ίδιο μήκος, 25 χιλ. Ο θώρακάς τους είναι λευκός και τριχωτός με έξι γαλάζια στίγματα. Τα φτερά είναι λευκά με μκρά μπλε μεταλικά στίγματα.
Κύκλος ζωής:

Στις χώρες της ανατολικής Μεσογείου η 
Zeuzera pyrina έχει μονοετή βιολογικό κύκλο και στη Β.Ευρώπη διετή. Τα ενήλικα έντομα εμφανίζονται από το τέλος Ιουνίου μέχρι το τέλος Αυγούστου. . Οι νεαρές κάμπιες μεταφέρονται από τον άνεμο, ενωμένες με μια μεταξωτή κλωστή. Την άνοιξη η κάμπια συνεχίζει να σκάβει στοές στο ξύλο και συχνά στο κέντρο του κλαδιού. Το έντομο εναποθέτει τα αυγά του μέσα σε ρωγμές στα κλαδιά της ελιάς ή στον κορμό. Η εμβρυϊκή ανάπτυξη διαρκεί 7-23 ημέρες. Το θηλυκό εναποθέτει 1800-2000 αυγά. Η επώαση διαρκεί 20 μέρες σε θερμοκρασία 20oC, αλλά στους  00oC διαρκεί μια βδομάδα και στους 17oC ένα μήνα.
Οι κάμπιες παραμένουν συγκεντρωμένες σ’ ένα μεταξένιο κουκούλι από το οποίο στο τέλος φεύγουν την αυγή ή το δειλινό. Ύστερα προχωρούν στις άκρες κλαδιών και βλασταριών και μετακινούνται προς τα κάτω για να επιτεθούν στα νεαρότερα τμήματα του δέντρου. Ύστερα από ένα μήνα, η κάμπια επιτίθεται στα μεγαλύτερα κλαδιά και στον κορμό, όπου δημιουργούν ανηφορικές στοές κάτω από το φλοιό και έπειτα μέσα στο ξύλο.
Ο κύκλος ζωής του ενήλικου Zeuzera pyrina είναι πολύ σύντομος, συγκεκριμένα 8-10 μέρες, και τα θηλυκά ζευγαρώνουν αμέσως μόλις εμφανιστούν.
Αντιμετώπιση:
Συνιστάται το κόψιμο και κάψιμο των κατεστραμένων κλαδιών (με κάμπιες). Αν η μόλυνση είναι εκτεταμένη, χρειάζεται ψεκασμός όταν τα έντομα είναι ενήλικα. Ανάλογα με το πώς πετούν τα έντομα, θα προταθούν εφαρμογές στο τέλος Ιουνίου (εμφάνιση νέας κάμπιας), στα μέσα Αυγούστου και στην αρχή του Σεπτέμβρη.
Επιπλέον, η Zeuzera pyrina έχει πολλούς φυσικούς εχθρούς και ειδικά τα υμενόπτερα. Συνηθέστερος εχθρός της είναι το Elachertus pallidus.
Κόσσος
Όνομα εντόμου:Cossus Cossus L.
Φάσμα προσβαλλομένων: 
Ελαιόδεντρο, μηλιά, αχλαδιά, κερασιά, δαμασκηνιά, κυδωνιά, βερικοκιά, ροδακινιά, καστανιά, αμπέλι, φτελιά, δρυς, λευκα  και lime.
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Το Cossus cossus είναι παλεαρκτικό έντομο, συνηθέστατο στην Ευρώπη, Β.Αφρική, Ιορδανία, Ιράκ και Λίβανο. Η σημασία του έγκειται στο ότι η κάμπια διεισδύει στα χαμηλότερα μέρη του δέντρου, σε κλαδιά και κορμό, προκαλώντας τη νέκρωσή τους. Συνήθως υπάρχουν αρκετές κάμπιες στον ίδιο κορμό.
 Συμπτώματα: Μαρασμός κλαδιών. Στο εξωτερικό μέρος του κορμού διακρίνεται μάζα σκόνης (σαν ροκανίδι).
Περιγραφή εντόμου:
Ο βίος του εντόμου διεξάγεται σε τέσσερις φάσεις, αυγό, κάμπια , χρυσαλλίδα και ενήλικο έντομο. Το αυγό είναι ελλειπτικό, καφεκόκκινο και πολύ ανθεκτικό. Η κάμπια είναι κιτρινοκόκκινη στις δυο πλευρές και σκουροκόκκινη στη ράχη, με μήκος 1 εκ. Το κεφάλι της είναι μαύρο, με ισχυρό σαγόνι. Επιπλέον, αδένες ενωμένοι με το στόμα εκκρίνουν μια ουσία με εξαιρετικά έντονη οσμή. Το μέγεθος της νύμφης είναι περίπου 50-60 εκ. και τα πόδια της της επιτρέπουν να έρπει για να ανοίξει σήραγγα.


Κύκλος ζωής:
Η διάρκεια του επιπέδου της κάμπιας είναι περίπου 22 μήνες και ο κύκλος ζωής του Cossus cossus είναι συνολικά δύο χρόνια. Το έντομο εμφανίζεται από τα τέλη Ιουνίου και κυκλοφορεί τη νύχτα 


Οι νεαρές κάμπιες που βγαίνουν από τα αυγά, σχηματίζουν σήραγγες κάτω από το φλοιό και την ερχόμενη άνοιξη εισχωρούν στο ξύλο, όπου και δημιουργούν ελαφρώς ανηφορικές σήραγγες.

Η διάρκεια της εμβρυϊκής ανάπτυξης είναι 12-15 ημέρςε. Το θηλυκό Cossus cossus εναποθέτει μέχρι 1000 αυγά σε ομάδες, στις ρωγμές του φλοιού. Εν συνεχεία η κάμπια διαμένει στις σήραγγες που ανοίγει κάτω από το φλοιό και ύστερα μέσα στο ξύλο. Εκεί εκτοξεύει μια κοκκινωπή κοκκώδη ουσία σα ροκανίδι. Ύστερα δημιουργεί ένα κουκούλι από μέρη του ξύλου και μεταμορφώνεται. Το στάδιο αυτό διαρκεί περίπου ένα μήνα.
 Το ενήλικο έντομο εμφανίζεται στις αρχές καλοκαιριού.
 Αντιμετώπιση:
Όσο υφίσταται το Cossus cossus, είναι απαραίτητη η απευαισθητοποίηση μ’ ένα σύρμα. Μπορείτε να κλείσετε την τρύπα εισάγοντας βαμβάκι βουτηγμένο σε εντομοκτόνο.
 Συνιστάται επίσης το κόψιμο και κάψιμο των προσβεβλημένων κλαδιών (όπου υπάρχουν κάμπιες). Στην περίπτωση που η μόλυνση έχει επεκταθεί, είναι απαραίτητος ο ψεκασμός κατά των ενήλικων εντόμων. Ανάλογα με την ηλικία των εντόμων, προτείνονται ψεκασμοί στο τέλος Ιουνίου (εμφάνιση νέας κάμπιας), στο μέσο Αυγούστου και στην αρχή του Σεπτέμβρη.
Λεπιδόσαφες
Όνομα εντόμου: Lepidosaphes ulmi L.
Φάσμα προσβαλλομένων:
Ελαιόδεντρο, μηλιά, αχλαδιά, δαμασκηνιά, βερικοκιά, καρυδιά, πασχαλιά, λεύκα, ιτιά, άλλα οπωροφόρα δέντρα και πολλά σκιερά και καλλωπιστικά φυτά.
 Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Το έντομο αυτό είναι πολύ κοινό στην Ελλάδα, τις λοιπές χώρες της Μεσογείου και την Αμερική. Εκτεταμένες προσβολές απ’ αυτά τα έντομα που διατρυπούν και απομυζούν, περιορίζουν τη ζωτικότητα του φυτού και συνήθως το σκοτώνουν. Εντωμεταξύ, οι μολύνσεις προκαλούν την εμφάνιση κρούστας στα κλαδιά, κλαδάκια και καρπούς,ενώ επηρεάζουν και άλλα μέρη που προοδευτικά ξεραίνονται.


Συμπτώματα: 
Η προσβολή από Lepidosaphes ulmi είναι ορατή γιατί βλάπτει ιδιαίτερα τα κλαδιά. Το συνηθέστερο δηλ. σύμπτωμα είναι τα ξεραμένα κλαδιά, ορατά στον καθένα.
 Περιγραφή εντόμου: 
Το έντομο καλύπτεται από καφέ κέλυφος  Το κάλυμα του θηλυκού έχει μήκος 2-3,5 μχιλ. όταν ολοκληρωθεί , είναι στενό στο μπροστινό μέρος και φαρδύτερο στο στρογγυλεμένο πίσω μέρος. Το κέλυφος του αρσενικού είναι μικρότερο και ωοειδές. Τα αυγά είναι ωοειδή, λευκά και οι νύμφες καφεκίτρινες.


Κύκλος ζωής: 
Γενικά υπάρχει μια γενια κάθε χρόνο. Εχει παρατηρηθεί όμως στην Ισπανία, ότι το έντομο έχει τρεις γενιές κατ’ έτος, και η πλειονότητα του πληθυσμού του εμφανίζεται στο τέλος Μάρτη-αρχές Απρίλη, μέσα Ιουνίου και η τελευταία γενιά τέλος Αυγούστου-αρχές Σεπτέμβρη. 
 Τα αυγά διαχειμάζουν κάτω από το κέλυφος του θηλυκού και εκκολάπτονται από το Μάη και μετά. Όταν έρχεται η άνοιξη, οι λεπτοκαμωμένες νύμφες έρπουν έξω από τα αυγά και μεταναστεύουν πάνω στο φυτό. Τα θηλυκά αναπαράγονται παρθενογενετικά το φθινόπωρο και καθένα εναποθέτει 40-80 αυγά. Ύστερα, και μέσα σε λίγες ώρες, εγκαθίστανται κάπου, εισάγουν την «προβοσκίδα» τους και αρχίζουν να απομυζούν τον οπό. Αφού το κάνουν αυτό, αρχίζουν να σχηματίζουν ένα κέρινο κάλυμα. Στα μέσα Αυγούστου η ανάπτυξη της νύμφης ολοκληρώνεται και τα δίπτερα αρσενικά εμφανίζονται και ζευγαρώνουν με τα θηλυκά, τα οποία εναποθέτουν ύστερα τα αυγά τους.
Αντιμετώπιση:
Έχουν καταγραφείο πολλοί φυσικοί εχθροί των  Lepidosaphes ulmi. Το συνηθέστερο παράσιτο λέγεται Aphytis mytilaspidis και υπάρχουν και άλλοι αποτελεσματικοί εξολοθρευτές όπως  τα Hemisarcoptes malus, Chilocorus bipustulatus και Stethorus punctillum.
 Το κλάδεμα των βαριά προσβεβλημένων κλαδιών βοηθά στη μείωση των πληθυσμών του εντόμου. Επιπρόσθετα, υπάρχει και η χημική αντιμετώπιση, με εντομοκτόνα
Αφίδες ελιάς
Όνομα εντόμου: Liothrips oleae Costa
Φάσμα προσβαλλομένων: Ελαιόδεντρο
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Tα Triphs βρίσκονται σε όλες τις χώρες της Μεσογείου όπου καλλιεργείται το ελαιόδεντρο, καθώς και στην Παλαιστίνη. Τα έντομα αυτά τρέφονται διαρρηγνύοντας την επιδερμίδα και απομυζώντας τον οπό. Επιτίθενται σε φύλλα, βλαστούς, άνθη και καρπούς. Η ζημιά είναι το κιτρίνισμα και η dessication των ***κατεστραμένων περιοχών. Η μεγαλύτερη ζημιά προκαλείται από νύμφες και ενήλικες και πάντα κατά τη διάρκεια της επίθεσης. Μετά την επίθεση οι νεκρωτικές κηλίδες παραμορφώνουν τα φύλλα. Παραμορφώνονται και οι καρποί, που εμφανίζονται μικρότεροι του κανονικού. Τα ανθοφόρα μπουμπούκια καταστρέφονται από την επίθεση, ειδικά τον Απρίλη και Μάη.
Συμπτώματα:
Τα προσβαλλόμενα φύλλα παρουσιάζουν ανοιχτόχρωμες κηλίδες και παραμορφώνονται. Επιπλέον, παραμορφώνονται και οι καρποί. Όλα αυτά τα συμπτώματα είναι ευδιάκριτα από τους καλλιεργητές. 



Περιγραφή εντόμου:
Tο ενήλικο έντομο έχει μήκος  2,1 – 2,3 χιλ., μαύρο χρώμα, ογκώδες σώμα και έρπει. Δραστηριοποιούνται την άνοιξη, όταν το ενήλικο έντομο εναποθέτει περίπου 250 αυγά σε φύλλα ή σε ρωγμές. Το μέγεθος του αυγού είναι 0,4 χιλ. σε μήκος και 0,1 – 0,2 χιλ. σε πλάτος, ενώ η περίοδος επώασης διαρκεί από 9 έως 15 ημέρες. Οι νύμφες την πρώτη περίοδο είναι άπτερες και κίτρινες.  


Κύκλος ζωής: 
Το Liothrips oleae έχει τρεις γενιές κατ’ έτος. Τα ενήλικα έντομα της πρώτης γενιάς εμφανίζονται τον Ιούνιο, της δεύτερης τον Ιούλιο και της τρίτης Σεπτέμβριο με Οκτώβριο. Η πρώτη γενιά ζει περίπου 40 ημέρες και συνευρίσκεται για αναπαραγωγή 5-15 ημέρες μετά την εμφάνιση, ενώ εναποθέτει αυγά σε νέους βλαστούς και μπουμπούκια.
Η ανάπτυξη του εντόμου εμποδίζεται από το θερμό κλίμα, ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Αντιμετώπιση: Υπάρχουν μέτρα βιολογικά (παράσιτα, ετερόπτερα κλπ.) και χημικά, δηλ. εντομοκτόνα.
Σκαθάρι φλοιού ελιάς
Όνομα εντόμου: Phloeotribus scarabaeoides Bern
Φάσμα προσβαλλομένων: Ελαιόδεντρο, πασχαλιά, άλλοι θάμνοι της οικογένειας της ελιάς.
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Το Phloeotribus scarabaeoides είναι πολύ κοινό στις χώρες της Μεσογείου και φθάνει μέχρι το Ιράν. Προκαλεί δύο είδη ζημιάς, την εξασθένιση των αδύναμων ελαιοδέντρων και την ελάττωση του σφρίγους των ζωηρών. Στην πρώτη περίπτωση η κάμπια και τα ενήλικα έντομα επιτίθενται στα αδύναμα κλαδιά και μίσχους των μειωμένης ζωτικότητας ελαιοδέντρων, επιταχύνοντας το θάνατό τους. Στη δεύτερη περίπτωση, τα ενήλικα έντομα προκαλούν ρωγμές στα υγιή κλαδιά για να σιτιστούν ή καταστρέφουν τα μπουμπούκια ανοίγοντας μκρές τρύπες.

Συμπτώματα:
Συνηθέστερα είναι τα ξερά κλαδιά και το πολύ σκούρο χρώμα του φλοιού. Στην κάτω επιφάνεια του φλοιού όμως διακρίνονται αρκετές στοές, που φαίνονται από τις εξωτερικές τρύπες. Οι τρύπες αυτές είναι οι οπές εξόδου των ενήλικων εντόμων. 



Περιγραφή εντόμου:
Το ενήλικο Phloeotribus scarabaeoides είναι πολύ μικρό κι έχει μήκος 2–2,5 χιλ. Το χρώμα του είναι καφέ, σχεδόν μαύρο. . Στη διάρκεια του χειμώνα ζει σε μικρές τρύπες (28 – 30 χιλ.) που σκάβει στο ξύλο της ελιάς. Την άνοιξη εγκαταλείπει το καταφύγιό του και μολύνει νέους ξενιστές, τρυπώντας το φλοιό και σκάβοντας ένα μέρος όπου θα ζευγαρώσει. Τα θηλυκά σκάβουν τις στοές όπου θα εναποθέσουν τα αυγά τους.  Η κάμπια έχει μήκος 3,5 χιλ. και χρώμα κίτρινο. Σ’ αυτή τη φάση η κάμπια σκάβει νέες στοές. Η χρυσαλλίδα εξάλλου μένει μέσα στις μικρές στοές που έχουν διαμορφωθεί από τη σίτιση στο μίσχο, για 13-18 ημέρες. Το κουκούλι είναι λευκοκίτρινο με μήκος 2-3 χιλ.

Κύκλος ζωής: 
Το 
Phloeotribus scarabaeoides έχει τρεις γενιές κατ’ έτος και ο βιολογικός κύκλος της πρώτης γενιάς διαρκεί 45-55 μέρες. Οι τρεις γενιές εμφανίζονται αντίστοιχα Μάη-Ιούνιο, Ιούλιο-Αύγουστο και Οκτώβρη-Νοέμβρη. Το έντομο αυτό είναι ξυλοφάγο, ο δε αριθμός των γενεών εξαρτάται από το πόσο αδύναμα είναι τα δέντρα και από άλλους παράγοντες (κλίμα). Γενικά τα ενήλικα έντομα της πρώτης γενιάς σκάβουν μια οπή εξόδου στην εξωτερική επιφάνεια του δέντρου. Στην αρχή τα ενήλικα έντομα επιτίθενται στη βάση των μικρών κλαδιών ή ταξιανθιών.
Αντιμετώπιση: 
Συνιστάται να κόβονται και να καίγονται τα προσβεβλημένα κλαδιά. Επιπλεόν προτείνεται η καλή άρδευση και λίπανση των δέντρων. Αν η ζημιά είναι μεγάλη, θα χρειαστούν ψεκασμοί, για τους οποίους η καλύτερη περίοδος είναι όταν εξέρχονται τα έντομα από τις τρύπες τους στο δέντρο. 
 
Οτιόρρυγχος
Όνομα εντόμου: Otiorrhynchus (Arammichnus) cribricollis
Φάσμα προσβαλλομένων: Ελαιόδεντρο, οπωροφόρα, καλλωπιστικά.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Το 
Otiorrhynchus cribricollis βρίσκεται σε όλες τις χώρες της Μεσογείου, στην Ευρώπη, την Αυστραλία και αλλού. Η σημασία του έγκειται στο ότι τα ενήλικα έντομα επιτίθενται σε βλαστάρια και φύλλωμα. Το έντομο τρέφεται από ρίζες φυλλωδών φυτών και μόνο τα ενήλικα βλάπτουν τα φύλλα της ελιάς και άλλων δέντρων και καλλωπιστικών.
 Συμπτώματα: Η ζημιά στις ελιές είναι μεγάλη και φαίνεται στα φύλλα σα μικρές, χαρακτηριστικές ημικυκλικές εγκοπές στην περιφέρεια.
 Περιγραφή εντόμου:

Το ενήλικο έντομο έχει μήκος 7-8χιλ. και φουσκωτό υπογάστριο
.  Tα ενήλικα Otiorrhynchus cribricollis είναι όλα θηλυκά, και δεν πετούν. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η παρθενογένεση. Τα αυγά είναι ελλειπτικά, σε χρώμα ιβουάρ, με μέγεθος 0,8 χιλ. στο μήκος και 0,5 στο πλάτος. Η κάμπια έχει μήκος 8-9 χιλ., χρώμα κίτρινο και σώμα κυρτό. Το κουκούλι μοιάζει σαν να είναι φτιαγμένο από άμμο.




Κύκλος ζωής: 
Το έντομο αυτό έχει μόνο μια γενιά κατ’ έτος. Διαχειμάζει ως κάμπια στο έδαφος, όπου επιτίθεται στις ρίζες πολλών φυτών. Η περίοδος της εναπόθεσης αυγών αρχίζει το Σεπτέμβρη και διαρκεί περίπου τρεις μήνες. Τα αυγά εναποτίθενται μέσα στο χώμα και εκκολάπτονται ύστερα από 15 ημέρες. Οι νεαρές κάμπιες έρπουν και αμέσως βυθίζονται στο έδαφος για να τραφούν από τις ρίζες των φυτών. Ζουν εκεί μέσα για 10 στάδια, μέχρι που να φτιάξουν το κουκούλι. Στο κουκούλι μένουν τον Απρίλιο και το Μάιο. Η διάρκεια του σταδίου κουκουλιού εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες. 
Τα πρώτα νέα ενήλικα εμφανίζονται από τα τέλη Μάη, και για ένα μήνα. Τα έντομα είναι αδρανή την ημέρα, και καταφεύγουν σε τοποθεσίες κάτω από το φλοιό, σε κλαδιά, ή ανάμεσα σε καρπούς και φύλλα.
Αντιμετώπιση: 
Η βιολογική αντιμετώπιση, όπως π.χ. με τα πουλιά, δεν είναι και τόσο αποτελεσματική. Συνιστάται όμως η χρήση εντομοκτόνων για να παρεμποδιστεί η επίθεση.

Ζιζάνια


Λεπτή Ήρα
Όνομα ζιζανίου: Lolium rigidum
Βιολογία: 
Είναι ετήσιο ζιζάνιο. Το ώριμο φυτό είναι κάθετο, με ύψος μέχρι 90 εκ., και λαμπερά άτριχα φύλλα. Τα κοτσάνια είναι άτριχα, κοκκινοπόρφυρα στη βάση, ειδικά στα νεαρότερα φυτά. Τα φύλλα έχουν πλατιές άκρες και μακρείς λοβούς. Οι μίσχοι που φέρουν άνθοι είναι επίπεδοι με ύψος μέχρι 30 εκ. Οι ταξιανθίες φέρουν 3-9 άνθη ενώ ο φλοιός έχει περίπου το ίδιο μήκος με το στάχυ. Οι σπόροι είναι σχετικά επίπεδοι, με μήκος 4-6 χιλ., πλάτος 1 χιλ., ριγωτοί, με εμβρυϊκούς σπόρους συχνά ορατούς απ’ έξω. Οι σπόροι είναι πολύ ελαφροί και εύκολα μεταφέρονται από τον άνεμο. Συγκρατούνται όμως αρκετά καλά πάνω στο μίσχο, και χρειάζεται κάποια μορφή δύναμης για να πέσουν στο έδαφος. 
Τα φυντάνια είναι άτριχα, τα φύλλα πράσινα, στενά και λαμπερά, ειδικά στο πίσω μέρος.  
Οι νέοι σπόροι του μονοετούς ζιζανιού είναι αδρανείς τις πρώτες 8-9 εβδομάδες. Όταν θαφτούν (σκοτάδι) αρχίζει η δευτερεύουσα ύπνωση που αφορά το 10-20% των σπόρων. Οι καλύτερες συνθήκες για βλάστησή τους προκύπτουν όταν βρεθούν ρηχά κάτω από το έδαφος. Η ιδανική θερμοκρασία βλάστησης είναι πολύ χαμηλότερη για τους θαμένους σπόρους (11°C σε σκοτάδι, σε σύγκριση με τους  27°C που χρειάζονται στο φως).  Η αποφλοίωση, ειδικά το καλοκαίρι, επηρεάζει τη βλάστηση του σπόρου, αφού οι σπόροι που παραμένουν στο μίσχο το καλοκαίρι, βλασταίνουν με πιο αργό ρυθμό απ’ ό,τι οι φυτεμένοι.

Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Tο ζιζάνιο αναπτύσσεται στη Μεσόγειο, στην Αυστραλία, Ν.Αφρική, Δ.Ευρασία, ΕΣΣΔ, Αφρική, Β. και Ν.Αμερική. Η ζημιά προκαλείται όταν το απόθεμα σπόρων είναι μεγάλο και το Lolium εγκαθίσταται νωρίς στις φυτείες. Στις καλλιέργειες που αναπτύσσονται με αργό ρυθμό, η μεγάλη βλαστική ικανότητα του μονοετούς Lolium, το καθιστά πολύ ανταγωνιστικό ζιζάνιοΠροκαλεί μείωση της συνολικής παραγωγής.


Αντιμετώπιση: 
Ως χειμερινό ζιζάνιο, το Lolium rigidum δεν είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο για τις ελαιοφυτείες. Συνήθως τα χειμερινά ζιζάνια αντιμετωπίζονται λίγο πριν τη συγκομιδή και μετά, συνιστάται να αφεθούν στον αγρό για να δημιουργηθεί προστατευτικό γρασίδι, ειδικά στους επικλινείς αγρούς. Όταν όμως τελειώνει ο χειμώνας, ένα μήνα σχεδόν πριν ξαναβλαστήσουν οι ελιές, βλασταίνουν τα πρώτα θερινά ζιζάνια και είναι τότε απαραίτητο να τα καταπολεμήσουμε. 
Αγροτεχνικά μέτρα: 
Τα πλέον διαδεδομένα αγροτεχνικά μέτρα είναι η καλλιέργεια με φυτά που δίνουν χόρτο και φυτά που παρέχουν στο χώμα πράσινη λίπανση. Τέτοια φυτά είναι το φασόλι και ο βίκος, που λόγω των κονδυλωδών ριζών τους εμπλουτίζουν το έδαφος με άζωτο.  

Μηχανικά μέτρα: 
Αποτελεσματική θεωρείται η καλλιέργεια του εδάφους, γιατί εκτός του ότι καταπολεμά τα ζιζάνια που ανταγωνίζονται τα ελαιόδεντρα στην άντληση νερού και θρεπτικών συστατικών, βελτιώνει και τη δομή του εδάφους και διευκολύνει τη διοχέτευση αέρα.

Χημικά μέτρα:
Τα φυτά που είναι ευαίσθητα στα ζιζανιοκτόνα μπορούν να αναπτύξουν αντιστάσεις σ’ ένα συγκεκριμένο ζιζανιοκτόνο, με την προσθήκη γύρης από ανθεκτικότερα στο συγκεκριμένο φάρμακο φυτά και οι σπόροι που θα προκύψουν απ’ αυτού του είδους τη γονιμοποίηση θα παράγάγουν ανθεκτικά φυτά. Το χαρακτηριστικό αυτό του μονοετούς  Lolium κατέστησε αυτό το είδος ικανό να αναπτύσσει ταχύτατα αντίσταση στα περισσότερα ζιζανιοκτόνα.
Αγριοβρώμη
Βιολογία:

Πρόκειται για μονοετές ζιζάνιο . Επηρεάζεται από την ξηρασία όσον αφορά το μέγεθος και την παραγωγή σπόρων. Ευνοείται από τη λίπανση με άζωτο.




Tο ύψος του ενήλικου φυτού είναι 60-150 εκ. και ο μίσχος ευθύγραμμος . Τα κάτω φύλλα είναι πλατιά (3-5 χιλ.) και τα άνθη πράσινα ή κοκκινωπά, ενώ τα στάχια είναι οριζόντια και χαλαρά. Η ανθοφορία είναι μονόπλευρη και οι καρυόψεις του ίδιου σταχιού δε χωρίζονται.




Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Το ζιζάνιο εντοπίζεται στις χώρες της Μεσογείου, στη Νέα Νότια Ουαλλία και την Αυστραλία. Η σημασία του έγκειται στο ότι προκαλεί μείωση και υποβάθμιση της παραγωγής.
Αντιμετώπιση:
Μόνο η έγκαιρη αντιμετώπιση του ζιζανίου επιτυγχάνει την αποτελεσματική καταπολέμησή του.
Αγροτεχνικά μέτρα: 
Τα πλέον διαδεδομένα αγροτεχνικά μέτρα είναι η καλλιέργεια με φυτά που δίνουν χόρτο και φυτά που παρέχουν στο χώμα πράσινη λίπανση. Τέτοια φυτά είναι το φασόλι και ο βίκος, που λόγω των κονδυλωδών ριζών τους εμπλουτίζουν το έδαφος με άζωτο.
Μηχανικά μέτρα: 
Αποτελεσματική θεωρείται η καλλιέργεια του εδάφους, γιατί εκτός του ότι καταπολεμά τα ζιζάνια που ανταγωνίζονται τα ελαιόδεντρα στην άντληση νερού και θρεπτικών συστατικών, βελτιώνει και τη δομή του εδάφους και διευκολύνει τη διοχέτευση αέρα.
Χημικά μέτρα: 
Η εφαρμογή του ζιζανιοκτόνου στα πρώτα στάδια ανάπτυξης του ζιζανίου, καθώς και η επιλογή του κατάλληλου ζιζανιοκτόνου είναι πολύ σημαντική, για να έχουμε ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Καπσέλλα
Βιολογία:

Πρόκειται για μονοετές εποχιακό ζιζάνιο (των κρύων εποχών) και τα φύλλα του είναι ανοιχτοπράσινα με μικροσκοπικούς κόκκους στην επιφάνεια. Τα πρώτα πραγματικά φύλλα έχουν λείες άκρες αλλά από το τέταρτο και μετά, γίνονται οδοντωτά. Τα φύλλα καλύπτονται με τριχίδια που ξεχωρίζουν αυτό το ζιζάνιο από τα περισσότερα παρόμοια. Τα ώριμα φυτά φθάνουν σε ύψος τα 50 εκ. και αναπτύσσονται από το κέντρο μιάς ροζέτας φτιαγμένης από φύλλα, οδοντωτά και μη 

Το ζιζάνιο αναπαράγεται με σπόρους που βλασταίνουν στις αρχές της άνοιξης, το καλοκαίρι και στην αρχή του φθινοπώρου. Οι κοτυληδόνες είναι ωοειδείς, οι νεαρές ροζέτες έχουν διαφορετικό αριθμό λοβών στα φύλλα, ενώ ένα φυτό παράγει πάνω από 1000 σπόρους. Τα φυτά ξεραίνονται μετά την καρποφορία.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Το ζιζάνιο υφίσταται σε όλη την Ευρώπη, ειδικά στις χώρες της Μεσογείου και τώρα πια εγκλιματίζεται σε όλο τον κόσμο, εκτός των τροπικών κλιμάτων.
Η σημασία του έγκειται στο ότι εμποδίζει τη φυσική ανάπτυξη του δέντρου και οδηγεί στη μείωση της συνολικής παραγωγής.
Το ζιζάνιο διαδίδεται όταν τα ώριμα φυτά παράγουν σπόρους μετά την ανθοφορία.
Αντιμετώπιση:
Τα φυτά που βλασταίνουν το φθινόπωρο ή στο τέλος του καλοκαιριού, δύσκολα καταπολεμούνται την επόμενη άνοιξη. Αυτά τα φυτά θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με καλλιεργητικά μέτρα το φθινόπωρο, πριν έρθει ο πάγος. Όπου είναι δυνατό, συνιστάται η ρηχή καλλιέργεια για να διατηρηθούν οι σπόροι κοντά στην επιφάνεια του εδάφους και να πραγματοποιηθεί η μέγιστη βλάστηση. Επιπροσθέτως, πολύ καλό μέτρο θεωρείται η χρήση ζιζανιοκτόνων.
Αγροτεχνικά μέτρα:
Tο πλέον διαδεδομένο μέτρο είναι η καλλιέργεια με φυλλώδη φυτά και φυτά που παρέχουν στο έδαφος πράσινη λίπανση.
Μηχανικά μέτρα: 
Αποτελεσματική θεωρείται η καλλιέργεια του εδάφους, γιατί εκτός του ότι καταπολεμά τα ζιζάνια που ανταγωνίζονται τα ελαιόδεντρα στην άντληση νερού και θρεπτικών συστατικών, βελτιώνει και τη δομή του εδάφους και διευκολύνει τη διοχέτευση αέρα.
Χημικά μέτρα: 
Η αντιμετώπιση του ζιζανίου Capsella bursa-pastoris με χημικά ζιζανιοκτόνα θεωρείται μάλλον εύκολη, γιατί το ζιζάνιο είναι ευαίσθητο σε πολλά ζιζανιοκτόνα. Υπάρχουν ζιζανιοκτόνα τόσο προβλαστικά όσο και μετά-βλαστικά.
Αγριοκρίθαρο
Βιολογία:

Ετήσιο ζιζάνιο, με μίσχο ύψους 10-40 εκ., συχνά σε δέσμες, με κλίση στις άκρες. Τα φύλλα φύονατι εναλλακτικά, έχουν μήκος 0,5-1,5 εκ., και σχήμα ακανόνιστο. Τα φύλλα της βάσης είναι λεία. Η ταξιανθία έχει μήκος 3-12 εκ., και είναι πυκνή. Λείοι είναι και οι άξονες των ταξιανθιών. Τα στάχια φύονται σε ομάδες των τριών και απλώνονται πολύ



Τα ερμαφρόδιτα στάχια δεν έχουν μίσχο, το μήκος τους κυμαίνεται από 14 έως 19 χιλ., είναι ωοειδή έως ελλειπτικά. Υπάρχουν δύο βράκτια ανά στάχι, ελεύθερα, ίσα σε μήκος και εκτόπισμα. Τα χαμηλότερα βράκτια είναι μακρόστενα, ελλειπτικά, με μήκος 9-11 χιλ. και πλατος 0,75 χιλ. Τα άνω βράκτια είναι στενά κι ελλειπτικά, με μήκος  10-11 χιλ. και πλάτος 0,5-0,75 χιλ., επίπεδα και μυτερά.
Ο καρπός είναι συμπιεσμένος, με μήκος 11 χιλ. και πλάτος 1,2 χιλ. Δεν έχει αυλάκια, αλλά πυκνό χνούδι.



Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Tο ζιζάνιο είναι διαδεδομένο στην Ευρώπη, Βόρεια και Νότια Αμερική, Ασία, Αυστραλία, Νότιο Αφρική και Καλιφόρνια. Η σημασία του έγκειται στην παρεμπόδιση φυσιολογικής ανάπτυξης της καλλιέργειας και στη μείωση της συνολικής παραγωγής.
Αντιμετώπιση:
Ως χειμερινό ζιζάνιο, το Hordeum mirinum δεν είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο για τις ελαιοφυτείες. Συνήθως τα χειμερινά ζιζάνια αντιμετωπίζονται λίγο ρπιν τη συγκομιδή και ύστερα, συνιστάται να αφήνονται στον αγρό για να δημιουργηθεί ένα προστατευτικό στρώμα χόρτου, ειδικά στις επικλινείς ελαιοφυτείες. Όταν όμως τελείώνει ο χειμώνας, ένα μήνα σχεδόν πριν εμφανιστούν τα νέα βλαστάρια των ελαιοδέντρων, τότε δηλ. που βλασταίνουν και τα πρώτα θερινά ζιζάνια, είναι απαραίτητο να αντιμετωπιστούν.
Αγροτεχνικά μέτρα:
Tο πλέον διαδεδομένο μέτρο είναι η καλλιέργεια με φυλλώδη φυτά και φυτά που παρέχουν στο έδαφος πράσινη λίπανση.
Μηχανικά μέτρα: 
Αποτελεσματική θεωρείται η καλλιέργεια του εδάφους, γιατί εκτός του ότι καταπολεμά τα ζιζάνια που ανταγωνίζονται τα ελαιόδεντρα στην άντληση νερού και θρεπτικών συστατικών, βελτιώνει και τη δομή του εδάφους και διευκολύνει τη διοχέτευση αέρα.
Χημικά μέτρα:
Για τον περιορισμό του Hordeum murinum χρησιμοποιούνται διάφορα ζιζανιοκτόνα. Το 
Paraquat 20% SL θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο αν τα ελαιόδεντρα είναι ηλικίας άνω των δύο ετών.
Στελλάρια
Βιολογία:
Αυτό το ζιζάνιο είναι χειμερινό μονοετές και αναπαράγεται με σπόρους ή με τους μίσχους που ριζώνουν. Το Stellaria media έχει ρηχές, ινώδεις, εύθραυστες ρίζες. Εύκολα ξεριζώνεται κατά λάθος, αλλά αν αφεθεί στο έδαφος, θα ανανήψει αμέσως. Οι αδύναμοι μίσχοι του φυτού ακουμπούν στο έδαφος αλλά οι άκρες τους καθώς μεγαλώνουν υψώνονται και φθάνουν τα 20 εκ. Τα φύλλα φύονται απέναντι το ένα από το άλλο, είναι απλά, ωοειδή ως ελλειπτικά και γενικά λεία.


Τα άνθη του είναι μικροσκοπικά και λευκά, με διάμετρο 0,6 εκ. και φύονται στις μασχάλες των φύλλων. Έχουν πέντε βαθιά χαραγμένα πέταλα, που μοιάζουν σαν δέκα, και πέντε πράσινα σέπαλα, μακρύτερα από τα πέταλα. Tα άνθη εξελίσσονται σε μικρούς καρπους με μορφή κάψουλας, που περιέχει πολυάριθμους μικροσκοπικούς σπόρους (μέχρι 15.000 ανά φυτό). Οι σπόροι βλασταίνουν μέσα σε λίγα χρόνια, παραμένουν όμως ζωντανοί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.


Η ανθιση εμφανίζεται το Μάρτη και διαρκεί μέχρι το Νοέμβρη, κάποτε μάλιστα και όλο το χρόνο. 
Οι μίσχοι έχουν μήκος 50 εκ., είναι φυλλώδεις και λείοι. Οι κοτυληδόνες είναι ανοιχτοπράσινες, με μήκος τετραπλάσιο του πλάτους τους. 
Το ζιζάνιο προτιμά τη σκιά, το κρύο και την υγρασία. Εντοπίζεται σε περιβόλια και φυτώρια.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Κοινό είναι το ζιζάνιο στις χώρες της Μεσογείου, στη Βρεττανία, το Ιράκ, Ισπανία, Ιρλανδία, Τουρκία και Αμερική. Προκαλεί ποιοτική υποβάθμιση και μείωση παραγωγής του δέντρου, γιατί τρέφεται από τα θρεπτικά συστατικά και την υγρασία του εδάφους, επηρεάζοντας αρνητικά την κανονική ανάπτυξη του ελαιοδέντρου.
Αντιμετώπιση:
Τα χειμερινά ζιζάνια όπως η Stellaria media, αντιμετωπίζονται λίγο πριν τη συγκομιδή κι έπειτα συνιστάται να αφεθούν στον αγρό για να δημιουργήσουν προστατευτικό στρώμα φυλλώματος, ειδικά στις επικλινείς ελαιοφυτείες. Όταν όμως τελείώνει ο χειμώνας, ένα μήνα σχεδόν πριν εμφανιστούν τα νέα βλαστάρια των ελαιοδέντρων, τότε δηλ. που βλασταίνουν και τα πρώτα θερινά ζιζάνια, είναι απαραίτητο να αντιμετωπιστούν.
Αγροτεχνικά μέτρα: 
Τα πλέον διαδεδομένα αγροτεχνικά μέτρα είναι η καλλιέργεια με φυτά που δίνουν χόρτο και φυτά που παρέχουν στο χώμα πράσινη λίπανση. Τέτοια φυτά είναι το φασόλι και ο βίκος, που λόγω των κονδυλωδών ριζών τους εμπλουτίζουν το έδαφος με άζωτο.  
Μηχανικά μέτρα:
Αποτελεσματική θεωρείται η καλλιέργεια του εδάφους, γιατί εκτός του ότι καταπολεμά τα ζιζάνια που ανταγωνίζονται τα ελαιόδεντρα στην άντληση νερού και θρεπτικών συστατικών, βελτιώνει και τη δομή του εδάφους και διευκολύνει τον εξαερισμό του εδάφους.
Χημικά μέτρα: 
Συνιστάται η καταπολέμηση του ζιζανίου με τη χρήση ζιζανιοκτόνων, για ν’ αποφευχθούν πολλές αρνητικές συνέπειες. Το 
Paraquat 20% SL θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο αν τα ελαιόδεντρα είναι ηλικίας άνω των δύο ετών.  
Ερωδιός
Βιολογία: 
Χειμερινό μονοετές ή πολυετές ζιζάνιο με εντυπωσιακά ροζ ή πορφυρά άνθη, και ύψος 10-50 εκ. Οι κοτυληδόνες και τα πρώτα φύλλα έχουν λοβούς και εμφανίζονται σε μακριά κοτσάνια, που φέρουν χνούδι. Οι ρίζες είναι μικρές και ινώδεις. Στα πρώτα στάιδα τα φύλλα σχηματίζουν μια ροζέτα κοντά στο έδαφος. Τα φύλλα της ροζέτας εμφανίζονται στους μίσχους και είναι χνουδωτά. Τα φύλλα διαιρούνται σε 3-9 στενά τμήματα. Τα μεμονωμένα φυλλαράκια είναι λογχοειδή, χωρίς μίσχο
Οι μίσχοι αναπτύσσονται είτε επί του εδάφους είτε ανοδικά. Εχουν χνούδι, κλαδιά, και χρώμα συνήθως κοκκινωπό.
Το ζιζάνιο έχει ταξιανθίες με 2-8 άνθη ενώ κάθε μεμονωμένο άνθος φύεται σε ένα μακρύ μίσχο. Τα μεμονωμένα άνθη έχουν πλάτος περίπου 1,25 εκ. και αποτελούνται από 5 λαμπερά ροζ έως πορφυρά πέταλα.
Ο καρπός είναι μακρύς σα βελόνα, το δε μήκος του κυμαίνεται 1,25 έως 1,90 εκ. Στην ωριμότητα ο καρπός χωρίζεται σε πέντε μέρη, το καθένα εκ των οποίων έχει μια ελικοειδή ουρά.





Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Το Erodium cicutarium κατάγεται από την Ευρώπη και είναι πολύ κοινό στη Βόρεια και Νότια Αμερική, Αφρική, Νέα Ζηλανδία, Αυστραλία, και ιδιαίτερα στις χώρες της Μεσογείου. Το ζιζάνιο προκαλεί υποβάθμιση της ποιότητας και μείωση της παραγωγής του δέντρου γιατί αντλεί από το έδαφος το νερό και τα θρεπτικά συστατικά, στερώντας τα από το δέντρο και επηρεάζοντας αρνητικά τη φυσιολογική του ανάπτυξη.
Αντιμετώπιση:
Τα χειμερινά ζιζάνια όπως το Erodium cicutarium, αντιμετωπίζονται λίγο πριν τη συγκομιδή κι έπειτα συνιστάται να αφεθούν στον αγρό για να δημιουργήσουν προστατευτικό στρώμα φυλλώματος, ειδικά στις επικλινείς ελαιοφυτείες. Όταν όμως τελείώνει ο χειμώνας, ένα μήνα σχεδόν πριν εμφανιστούν τα νέα βλαστάρια των ελαιοδέντρων, τότε δηλ. που βλασταίνουν και τα πρώτα θερινά ζιζάνια, είναι απαραίτητο να αντιμετωπιστούν.
Αγροτεχνικά μέτρα: 
Το πλέον διαδεδομένο αγροτεχνικό μέτρο είναι η καλλιέργεια με φυτά που δίνουν χόρτο και φυτά που παρέχουν στο χώμα πράσινη λίπανση.
 
Μηχανικά μέτρα: 
Αποτελεσματική θεωρείται η καλλιέργεια του εδάφους, γιατί εκτός του ότι καταπολεμά τα ζιζάνια που ανταγωνίζονται τα ελαιόδεντρα στην άντληση νερού και θρεπτικών συστατικών, βελτιώνει και τη δομή του εδάφους και διευκολύνει τον εξαερισμό του εδάφους.
Χημικά μέτρα: 
Το Erodium cicutarium θα πρέπει να καταπολεμάται το συντομότερο δυνατό, με ζιζανιοκτόνα. Το ζιζάνιο αναπτύσσεται ταχύτατα, κι έτσι ξεπερνά το στάδιο εφαρμογής του ζιζανιοκτόνου πολύ γρήγορα.
Μαρτιάκος
Βιολογία:
Χειμερινό ή θερινό μονοετές ζιζάνιο. Τα φύλλα του φύονται εναλλάξ, έχουν μήκος 5-10 εκ. στο μίσχο, είναι λεία, λεπτά και ενίοτε χνουδωτά .



Τα άνω φύλλα αγγίζουν το μίσχο, ενώ τα χαμηλότερα έχουν δικό τους κοντό κοτσάνι. Οι κοτυληδόνες είναι μακρόστενες, με λείες άκρες. Τα πρώτα όμως αληθινά φύλλα έχουν λοβούς και το ζιζάνιο έχει ινώδες ριζικό σύστημα. . Οι μίσχοι είναι ορθοί, με κλαδιά, άτριχοι, ενώ το ύψος τους κυμαίνεται από 10 έως 50 εκ.


Τα άνθη φύονται σε ταξιανθίες, και κάθέ κεφαλή άνθους αποτελείται από πολλά δισκοειδή άνθη. Οι κεφαλές είναι κίτρινες με μήκος 0,6-1,25 εκ.



Το αχαίνιο είναι κόκκινο-καφέ με απαλό λευκό χνούδι που ενισχύει τη διάδοση δια του ανέμου. Η περίοδος ανθοφορίας εκτείνεται από το Μάη μέχρι τον Οκτώβρη. 
Οταν ωριμάζουν οι σπόροι του ζιζανίου, καλύπτονται από ένα λευκό υλικό σα βαμβάκι, που λέγεται pappus.  Αυτό του το χαρακτηριστικό, δίνει στο σπόρο τη δυνατότητα να διανύει μεγάλες αποστάσεις με τον άνεμο. 
Το Senecio vulgaris είναι κυρίως ζιζάνιο των φυτωρίων, των θερμοκηπίων και σπανιότερα των υπαίθριων φυτειών.
Συνήθως προτιμά περιβάλλον υγρό και ψυχρό, με έδαφος πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά.

Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Είναι ευρύτατα διαδεδομένο σ’ όλο τον κόσμο, η καταγωγή του όμως είναι ευρωπαϊκή. Προκαλεί υποβάθμιση της ποιότητας και μείωση της παραγωγής του δέντρου γιατί αντλεί από το έδαφος το νερό και τα θρεπτικά συστατικά, στερώντας τα από το δέντρο και επηρεάζοντας αρνητικά τη φυσιολογική του ανάπτυξη.
Αντιμετώπιση: 
Το Senecio vulgaris είναι χειμερινό και μονοετές ζιζάνιο, γι’ αυτό και  αντιμετωπίζεται λίγο πριν τη συγκομιδή κι έπειτα συνιστάται να αφεθεί στον αγρό για να δημιουργήσουν προστατευτικό στρώμα φυλλώματος, ειδικά στις επικλινείς ελαιοφυτείες. Όταν όμως τελείώνει ο χειμώνας, ένα μήνα σχεδόν πριν εμφανιστούν τα νέα βλαστάρια των ελαιοδέντρων, τότε δηλ. που βλασταίνουν και τα πρώτα θερινά ζιζάνια, είναι απαραίτητο να καταπολεμηθούν.
Αγροτεχνικά μέτρα: 
Το πλέον διαδεδομένο αγροτεχνικό μέτρο είναι η καλλιέργεια με φυτά που δίνουν χόρτο και φυτά που παρέχουν στο χώμα πράσινη λίπανση.
Μηχανικά μέτρα:
Αποτελεσματική θεωρείται η καλλιέργεια του εδάφους, γιατί εκτός του ότι καταπολεμά τα ζιζάνια που ανταγωνίζονται τα ελαιόδεντρα στην άντληση νερού και θρεπτικών συστατικών, βελτιώνει και τη δομή του εδάφους και διευκολύνει τον εξαερισμό του εδάφους.
Χημικά μέτρα:
Προτείνεται η καταπολέμηση με ζιζανιοκτόνα, για να αποφευχθεί το πλήθος αρνητικών συνεπειών. Χρησιμοποιούνται προ- και μετά- βλαστικά ζιζανιοκτόνα. Όταν καταπολεμάμε το 
Senecio vulgaris με Simazine, είναι απαραίτητο να έχει ολοκληρωθεί μια περίοδος 3-4 ετών από τη φύτευση των ελαιοδέντρων.
Αγριοκαρότο
Βιολογία:

Μονοετές ή πολυετές ζιζάνιο, που παράγει τον πρώτο χρόνο μια ροζέτα και το δεύτερο χρόνο ανθίζει και ξεραίνεται. Τα φύλλα φύονται εναλλάξ και χωρίζονται σε μικρά γραμμικά τμήματα. 
Στη διάρκεια του πρώτου έτους, η ροζέτα είναι θαμνώδης και φουσκωτή, με ύψος 10-15 εκ. και διάμετρο μέχρι 45 εκ. Το δεύτερο χρόνο οι μίσχοι των λουλουδιών φθάνουν σε ύψος μέχρι τα 91,44 εκ. Το άνθος είναι μικρό, λευκό, με πέντε πέταλα. Οι ταξιανθίες περιλαμβάνουν πολλά μεμονωμένα άνθη . Η εποχή της ανθοφορίας διαρκεί από το Μάη μέχρι το φθινόπωρο.
Tο ζιζάνιο αναπαράγεται εύκολα από το σπόρο και η βλάστησή του είναι αργή και ακανόνιστη. Χρειάζεται σχετικά μεγάλη ποσότητα καλά διανεμημένης υγρασίας όπως είναι η βροχή ή το πότισμα. 
Το Daucus carota περιέχει ακετόνη, αιθανόλη, μυρμηγκικό οξύ, λεμονίνη, μαλτόζη, οξαλικό οξύ κλπ. Αν αγγίξει κανείς το φύλλωμά του, ειδικά όταν είναι υγρό, κινδυνεύει από κνησμό και φλύκταινες. Στα φωτοχρωμικά ευαίσθητα άτομα, το φύλλο που θα ακουμπήσει το δέρμα τους και θα εκτεθεί στον ήλιο, αφήνει αποτύπωμα.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Βρίσκεται στις χώρες της Μεσογείου, τη νοτιοδυτική Ασία, τροπική Αφρική, Αυστραλία, Β. και Ν. Αμερική, αλλά ιδιαίτερα σοβαρές συνέπειες έχει στο Αφγανιστάν, την Ελλάδα, την Πολωνία, Ουγγαρία, Μαυρίκιο, Πουέρτο Ρίκο, Σουηδία και Τυνησία. Έχει εμφανιστεί ακόμα στην Αυστρία, τον Καναδά, την Αίγυπτο, Αγγλία και Γερμανία. Προκαλεί υποβάθμιση της ποιότητας και μείωση της παραγωγής του δέντρου γιατί αντλεί από το έδαφος το νερό και τα θρεπτικά συστατικά, στερώντας τα από το δέντρο και επηρεάζοντας αρνητικά τη φυσιολογική του ανάπτυξη.
Αντιμετώπιση:
Το Daucus carota είναι χειμερινό και μονοετές ζιζάνιο, γι’ αυτό και  αντιμετωπίζεται λίγο πριν τη συγκομιδή κι έπειτα συνιστάται να αφεθεί στον αγρό για να δημιουργήσει προστατευτικό στρώμα φυλλώματος, ειδικά στις επικλινείς ελαιοφυτείες. Όταν όμως τελείώνει ο χειμώνας, ένα μήνα σχεδόν πριν εμφανιστούν τα νέα βλαστάρια των ελαιοδέντρων, τότε δηλ. που βλασταίνουν και τα πρώτα θερινά ζιζάνια, είναι απαραίτητο να καταπολεμηθούν.
Αγροτεχνικά μέτρα: 
Το πλέον διαδεδομένο αγροτεχνικό μέτρο είναι η καλλιέργεια με φυτά που δίνουν χόρτο και φυτά που παρέχουν στο χώμα πράσινη λίπανση. Τέτοια φυτά είναι το φασόλι και ο βίκος, που λόγω των κονδυλωδών ριζών τους εμπλουτίζουν το έδαφος με άζωτο.  
Μηχανικά μέτρα: 
Αποτελεσματική θεωρείται η καλλιέργεια του εδάφους, γιατί εκτός του ότι καταπολεμά τα ζιζάνια που ανταγωνίζονται τα ελαιόδεντρα στην άντληση νερού και θρεπτικών συστατικών, βελτιώνει και τη δομή του εδάφους και διευκολύνει τον εξαερισμό του εδάφους.
Χημικά μέτρα: 
Συνιστάται η καταπολέμηση με ζιζανιοκτόνα, για την αποφυγή των αρνητικών συνεπειών. Περισσότερο χρησιμοποιούνται μεταβλαστικά ζιζανιοκτόνα. Οι δόσεις τους εξαρτώνται από την ανάπτυξη του ζιζανίου και την υγρασία εδάφους και ατμόσφαιρας.
Βέλιουρας
Βιολογία:
Το Sorghum halepense είναι ένα από τα πιο προβληματικά πολυετή ζιζάνια. Αναπαράγεται από υπόγειους μίσχους και σπόρους και έχει ζωηρότατο ρίζωμα. Τα φυτά αναπτύσσουν ταχύτατα αποικίες.


Το ύψος του ζιζανίου φθάνει τα 40 – 200 εκ. δηλ. φθάνει τα δύο μέτρα, με ρίζωμα ανθεκτικό που εμφανίζεται σα συμπαγής μάζα. Τα φύλλα έχουν μήκος 0,6μ. και πλάτος 3 εκ.  Η ταξιανθία είναι συνήθως πορφυρή με μήκος 0,6 εκ. και πλάτος 0,2 εκ.  Τα στάχια έχουν μήκος 4-6 χιλ. και το καθένα περικλείει ένα κόκκο μεγέθους 2 χιλ. Τα στάχια εμφανίζονται σε ζεύγη ή τριάδες, στις άκρες των κλαδιών. Ένα ή δύο έχουν στήμονες μόνο, ενώ το άλλο είναι πιο παχύ και γόνιμο. Το γόνιμο στάχι έχει μήκος 0,6 εκ. και στην άκρη ένα άγανο με μήκος 1,25 εκ.

Το Sorghum halepense αναπτύσσεται και με λίγο και με πολύ νερό, πάντα σε βάρος της ανάπτυξης του δέντρου. Η ανάπτυξη των ριζών του αρχίζει ένα μήνα αφότου εμφανιστούν έξι φύλλα. Ανάλογα με το κλίμα, η ανθοφορία αρχίζει περίπου δύο μήνες μετά την αρχή της ανάπτυξης, και συνεχίζεται σ’ όλη την αναπτυξιακή περίοδο. Το ζιζάνιο αυτό θεωρείται από τα πιο βλαβερά στον κόσμο. 



Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Κατάγεται από τη Μεσόγειο. Υπάρχει στη Β.Αφρική, Ν.Ασία, Ν.Ευρώπη, Αραβία, Ινδία, σε υποτροπικές και τροπικές περιοχές, στις ΗΠΑ και την Τουρκία. Προκαλεί υποβάθμιση της ποιότητας και μείωση της παραγωγής του δέντρου γιατί αντλεί από το έδαφος το νερό και τα θρεπτικά συστατικά, στερώντας τα από το δέντρο και επηρεάζοντας αρνητικά τη φυσιολογική του ανάπτυξη.
Αντιμετώπιση: 
Το Sorghum halepense είναι επιθετικό ζιζάνιο, που ευδοκιμεί σε ελαττωματικά εδάφη. Η ευχερής σποροπαραγωγή, το εκτεταμένο ριζικό σύστημα, η βλαστική ικανότητα και των ελάχιστων ριζωμάτων και η ικανότητά του να αναπτύσσεται σε ποικίλα περιβάλλοντα, καθιστούν δυσχερή την καταπολέμησή του. Για την αντιμετώπισή του απαιτείται επαναληπτικά θερισμός του και η καλύτερη εποχή για την εφαρμογή τεχνικών αντιμετώπισης, είναι οι δύο πρώτες εβδομάδες της ανάπτυξής του.
Αγροτεχνικά μέτρα: 
Το πλέον διαδεδομένο αγροτεχνικό μέτρο είναι η καλλιέργεια με φυτά που δίνουν χόρτο και φυτά που παρέχουν στο χώμα πράσινη λίπανση.
Μηχανικά μέτρα:
Η άροση φέρνει στην επιφάνεια τις ρίζες του Sorghum halepensse, οι οποίες ύστερα καταστρέφονται από τις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού, ή τις χαμηλές του χειμώνα. Πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε 10-15 μέρες. Ο θερισμός εξαντλεί το ρίζωμα του ζιζανίου και εμποδίζει τη νέα βλάστηση. Η αποτελεσματικότερη μέθοδος ωστόσο, είναι αυτή της άροσης.
Χημικά μέτρα: Συνιστάται η χρήση ζιζανιοκτόνων
Περικοκλάδα
Βιολογία: 
Το Convolvulus arvensis είναι μακρόβιο πολυετές ζιζάνιο, που δημιουργεί πυκνό κάλυμμα στο έδαφος και διαδίδεται με τους σπόρους, ενώ διαθέτει εκτεταμένο ριζικό σύστημα. Οι μίσχοι του φτάνουν και ξεπερνούν σε μήκος το 1,5 μ., και τα υπόγεια ριζώματά ταου κυμαίνονται από 5 εκ. έως 2,6 μ. σε μήκος.
 
Τα φυντάνια προβάλλουν από το έδαφος κάθετα, ευθύγραμμα και ανοδικά. Οι κοτυληδόνες έχουν μήκος 8-20 χιλ. και πλάτος 3-10 χιλ., είναι σχεδόν τετραγωνισμένες, με άκρες οδοντωτές. Ο μίσχος είναι επίπεδος και στο πάνω μέρος αυλακωτός. Τα φύλλα φύονται εναλλάξ. Τα πρώτα πραγματικά φύλλα είναι πράσινα και καλύπτονται με λεπτούς κόκκους στην άνω επιφάνεια. Κάποια φύλλα είναι στρογγυλά, άλλα ωοειδή ή μακρόστενα και μερικά λεπτά και ίσια. Τα νεύρα των ώριμων φύλλων είναι ανοιχτοπράσινα και πιεσμένα στην άνω επιφάνεια. Τα νέυρά στην κάτω επιφάνεια εμφανίζονται υπερυψωμένα. Το μήκος τους φτάνει τα 2-6 εκ. ενώ οι μίσχοι έχουν μήκος 5-30 χιλ.


Τα άνθη είναι κωνικά, άσπρα ή ροζ, με 5 ενωμένα πέταλα.  Τα πέταλα είναι λευκά ή απαλά ροζ. Τα σέπαλα έχουν μήκος περίπου 5 χιλ., είναι μακρόστενα και ξεχωριστά. Κάθε άνθος περιλαμβάνει ένα ζεύγος γραμμοειδών φύλλων που βρίσκεται 1,5-2,5 εκ. κάτω από το άνθος και συχνά πολύ κοντά στο μίσχο. Η περίοδος άνθισης εκτείνεται από τον Απρίλη μέχρι τον Οκτώβρη.


Ο καρπός περιβάλλεται από μια κάψουλα που συγκρατεί και 2-3 καφέ σπόρους . Tο μήκος του σπόρου κυμαίνεται από 0,5 έως1,2εκ. ενώ το σχήμα ποικίλει, ανάλογα με τον αριθμό σπόρων που εμπεριέχεται σε κάθε καρπό. 





Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Το Convolvulus arvensis είναι διαδεδομένο σ’ όλο τον κόσμο, κατάγεται όμως από την Ευρασία. Κοινότατο είναι στην Ελλάδα, Αργεντινή, Αυστραλία, Γαλλία, Γερμανία, Ινδία, Ιράν, Λίβανο, Ν.Ζηλανδία, Πακιστάν, Ν.Αφρική και Αμερική. Το ζιζάνιο προκαλεί βλάβες γιατί περιτυλίσσεται γύρω από το δέντρο, βλάπτει όμως ακόμα και απλώς όταν φύεται ελεύθερα πέριξ του δέντρου. Το ζιζάνιο αποσπά θρεπτικά συστατικά και νερό που χρειάζεται το δέντρο και μειώνει την υγρασία του εδάφους. Γενικά όπου εμφανίζεται μεγάλη διάδοση, παρατηρείται μείωση της παραγωγής.
Αντιμετώπιση:
πολυετή φυτά απαιτούν περιορισμό των θρεπτικών αποθεμάτων στο ριζικό σύστημα, παρεμπόδιση της παραγωγής σπόρου και παρεμπόδιση της μετάδοσης. Το ξερίζωμα παρουσιάζει δυσκολίες λόγω του εκτεταμένου και βαθέος ριζικού συστήματος που αντέχει στα εναντίον του μέτρα και ξαναβλασταίνει μετά την καταστροφή του υπέργειου τμήματος. Το ζιζάνιο πρέπει να καταπολεμηθεί για αρκετά χρόνια ώστε να τεθεί τελικά υπό έλεγχο. Η αντιμετώπιση του Convolvulus arvensis απαιτεί χημικές εφαρμογές, άροση και σκάλισμα σε τακτικά χρονικά διαστήματα. 
Αγροτεχνικά μέτρα:
Τα πλέον διαδεδομένα μέτρα αγροτεχνικής αντιμετώπισης είναι η καλλιέργεια με φυτά που δίνουν χόρτο και φυτά που παρέχουν στο έδαφος πράσινη λίπανση. Τέτοια φυτά είναι τα φασόλια και ο βίκος που εξαιτίας των βολβών ή κονδύλων τους εμπλουτίζουν το έδαφος με άζωτο.
Μηχανικά μέτρα: 
Απαραίτητα μέτρα για την καλλιέργεια είναι η άροση και η ανάμιξη του χώματος στα αυλάκια, μόνο όμως εφόσον επαναλαμβάνεται συχνά, ούτως ώστε τα νεαρά φυτά του ζιζανίου να μην προλαβάνουν να δημιουργήσουν νέο υπόγειο σύστημα αναπαραγωγικών τμημάτων. Επίσης θα πρέπει συχνά να θερίζονται.
Χημικά μέτρα:
Υπάρχει πλήθος ζιζανιοκτόνων για την καταπολέμηση του  Convolvulus arvensis. Μερικά χρήσιμα ζιζανιοκτόνα παρατίθενται στον ακόλουθο πίνακα.
Αγριάδα
Βιολογία:
To Cynodon dactylon βρίσκεται σε ανοιχτούς χώρους, σε βοσκοτόπια, και στις περισσότερες καλλιεργούμενες περιοχές. Είναι ζιζάνιο νευρώδες, πολυετές, με ριζώματα που σέρνονται και κλαδιά στη βάση, αναπαραγόμενα με σπόρους. Σέρνεται στο έδαφος και ριζώνει οπουδήποτε ένας κόμβος του αγγίζει το χώμα. Αναπαράγεται και από τις ρίζες, στο υπέδαφος. Έχει βαθύ ριζικό σύστημα και σε συνθήκες has a deep root system, και σε ξηρές συνθήκες, οι ρίζες του μπορεί να προχωρούν σε βάθος 117-145 εκ.
Τα φύλλα είναι απαλά, με μικροσκοπικό δακτύλιο λευκών τριχιδίων στην ένωση με το κοτσάνι. Τα φύλλα στους όρθιους μίσχους έχουν μήκος 2,5-10 εκ., ενώ εκείνα των παραφυάδων και των ριζωμάτων είναι πολύ κοντά και φολιδωτά.






Οι ταξιανθίες του cynodon dactylon απλώνονται ακτινωτά από ένα σημείο στην κορυφή του μίσχου. Τα στάχυα έχουν ένα τέλειο ανθύλλιο και τα βράκτια έχουν μήκος 2 χιλ. Τα χαμηλότερα βράκτια ειναι ελαφρώς μικρότερα από τα επάνω. Τα λήμματα έχουν μήκος 2,8 χιλ., τρία νεύρα, και είναι χνουδωτά ή τραχιά στα νεύρα. Η περίοδος άνθισης είναι από το τέλος της άνοιξης μέχρι το Σεπτέμβρη. Ο καρπός (καρυόψις) είναι λείος, μακρόστενος και πεπιεσμένος στα πλάγια. Οι σπόροι θα βλαστήσουν σε θερμοκρασίες άνω των 20 °C, και θ’ αρχίσουν να αναπτύσσονται μέσα σε δύο εβδομάδες. Ένα φυτό μπορεί να καλύψει περιοχή 2,5 m2. Το ζιζάνιο μπορεί να αναπτυχθεί και σε πτωχό έδαφος. Στη διαρκεια της ξηρασίας τα ανώτερα τμήματά του ξεραίνονται, αλλά συνεχίζει να αναπτύσσεται από τα ριζώματα. Προτιμά το υγρό και θερμό κλίμα και τις περιοχές όπου η ετήσια βροχόπτωση ξεπερνά τα 41 εκ.
Συχνότητα και σπουδαιότητα:  
Το ζιζάνιο προέρχεται από την Αφρική, εμφανίζεται όμως σ’ όλο τον κόσμο. Είναι πολύ κοινό στις χώρες της Μεσογείου και στην Αμερική. Το Cynodon dactylon παρεμποδίζει την ομαλή ανάπτυξη του δέντρου και μειώνει την παραγωγή του. 
Η θερμότητα είναι απαραίτητη για να ευδοκιμήσουν τα φυτά, και οι μακρές περίοδοι παγωνιάς ή σύντομες περίοδοι με εξαιρετικά χαμηλές θερμοκρασίες είναι καταστροφικές για το ζιζάνιο. Επιπλέον, χρειάζεται άμεσο ηλιακό φως για να μεγαλώσει, και η σκιά το οδηγεί σε μαρασμό.
Αντιμετώπιση: 
Το Cynodon dactylon είναι ζιζάνιο πολύ ανταγωνιστικό και επιθετικό, δύσκολα αντιμετωπίζεται, λόγω του εκτεταμένου ριζικού του συστήματος και της βλαστικής ικανότητας των τμηματικών ριζωμάτων. Ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης του ζιζανίου είναι να απομακρύνουμε όλα τα μέρη των φυτών μόλιες τα εντοπίσουμε. Μέσα αντιμετώπισης είναι η χρήση ζιζανιοκτόνου και η άροση με το χέρι. Το πλέον αποτελεσματικό μέτρο είναι ο συνδυασμός όλων των παραπάνω.
Aγροτεχνική αντιμετώπιση: 
Τα πιο διαδεδομένα αγροτεχνικά μετρα που χρησιμοποιούνται είναι η καλλιέργεια με ανταγωνιστικά φυτά και φυτά που λειτουργούν ως λιπάσματα στο έδαφος.
Mηχανική αντιμετώπιση:
Η βαθιά και τακτική άροση φέρνει στην επιφάνεια τις ρίζες του Cynodon dactylon που καταστρέφονται το καλοκαίρι με τις υψηλές θερμοκρασίες ή με τις πολύ χαμηλές το χειμώνα. Το σκάψιμο και το ανακάτεμα του χώματος, καλό είναι να επαναλαμβάνονται κάθε βδομάδα, γεγονός που καθιστά τη μέθοδο αντιοικονομική.  Ο θερισμός των ζιζανίων δεν έχει αποτέλεσμα, αντίθετα τα ενδυναμώνει.
Χημικά μέτρα: 
Υπάρχουν κάποια χρήσιμα εντομοκτόνα, που αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά το σπόρο του ζιζανίου, δεν επιδρούν όμως καθόλου στο ριζικο του σύστημα. Υπάρχουν και άλλα, που αντιμετωπίζουν και το σπόρο και τη ρίζα, και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε χέρσους αγρούς.
Κύπερη
Βιολογία:
Οι δύο πρώτοι τύποι, Cyperus rotundus





και Cyperus esculentus, ειναι πολυετή ζιζάνια. Αυτό γίνεται αντιληπτό από τα ριζώματα και τους κονδύλους, που μπορεί να έχουν ύψος 76,20 εκ. Οι μίσχοι έχουν τρεις πλευρές και είναι τριγωνικοί στη διατομή, ενώ τα φύλλα είναι κίτρινα έως πράσινα με μια διακριτή λωρίδα. Είναι πολύ σημαντικό να αναφέρουμε πως τα φύλλα του cyperus esculentus λεπταίνουν σταδιακά ενώ εκείνα του Cyperus rotundus λεπταίνουν απότομα. Έχουν και τα δύο ινώδες ριζικό σύστημα και οι κόνδυλοι αναπτύσσονται εντός του ριζικού συστήματος. Οι κόνδυλοι είναι λευκοί και σαρκώδεις στην αρχή, και με το χρόνο γίνονται καφέ ή μαύροι και ινώδεις. Και τα δύο ζιζάνια φύονται συνήθως από τους κονδύλους. Tα φύλλα είναι στενόμακρα με οξείες άκριες και πλάτος όχι πάνω των 5 χιλ. Είναι λεία, λαμπερά, σκουροπράσινα και αυλακωτά στην άνω επιφάνεια. Τα φύλλα φύονται σε ομάδες των τριών από τη βάση του φυτού και είναι άτριχα.
Οι μίσχοι είναι κάθετοι, τριγωνικοί, και δε διακλαδίζονται. Επιπλέον, είναι μεμονωμένοι και στις άκρες τους φύονται οι ταξιανθές. Τα μεμονωμένα στάχια είναι κοκκινοπόρφυρα έως καφεκόκκινα στο Cyperus rotundus και κίτρινα έως καφέ στο cyperus esculentus. Ο καρπός έχει μήκος  1,5-2 χιλ. και πλάτος 1,5 χιλ., τριγωνική διατομή, χρώμα θαμπό γκριζο-καφέ.
Το Cyperus difformis είναι μονοετές ζιζάνιο, με ύψος 35-50 εκ. Τα φύλλα είναι κοντά και το ώριμο φυτό έχει τριγωνικό, ισχυρό μίσχο που υψώνεται από τη βάση του φυτού. Κάθε κοτσάνι έχει δευτερεύοντα φύλλα και ταξιανθίες. Τα άνθη είναι πράσινα με καφέ τις πλευρές που ακουμπούν στο στάχυ.
Τα ζιζάνια αυτά φύονται σε κάθε τύπο εδάφους, αδιάφορα της ποσότητας υγρασίας, και επιβιώνουν σε πολύ ψηλές θερμοκρασίες.




Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Tα ζιζάνια αυτά είναι κοινά στις χώρες της Μεσογείου, Ν.και Α.ΗΠΑ, Ευρώπη, Ινδία, Κίνα και Αυστραλία. Το ζιζάνιο προκαλεί ποσοτική και ποιοτική υποβάθμιση της όλης παραγωγής του δέντρου, γιατί αντλεί θρεπτικά συστατικά και υγρασία από το έδαφος, γεγονός που έχει αρνητική επίδραση στην ομαλή ανάπτυξη του ελαιόδεντρου. 
Αντιμετώπιση:
Εκτός από την απομάκρυνση των φυτών το συντομότερο δυνατό μετά τη  βλάστηση, και την καλύτερη αποστράγγιση στις υγρές περιοχές, υπάρχουν και κάποια άλλα μέτρα. Γενικά, με τη χρήση χημικών μέτρων το ζιζάνιο περιορίζεται ικανοποιητικά.
Αγροτεχνικά μέτρα: 
Tα πλέον διαδεδομένα αγροτεχνικά μέτρα που χρησιμοποιούνται, είναι η καλλιέργεια με φυλλώδη φυτά και φυτά που παρέχουν στο έδαφος πράσινη λίπανση.
Μηχανικά μέτρα:
Η πρώτη μέθοδος περιορισμού του Cyperus spp είναι η βαθιά και συχνή άροση. Φέρνει στην επιφάνεια του εδάφους τις ρίζες του ζιζανίου, οι οποίες καταστρέφονται με την υψηλή θερμοκρασία του καλοκαιριού ή την πολύ χαμηλή του χειμώνα.  Απαραίτητο είναι και το σκάλισμα, που θα επαναλαμβάνεται κάθε 2-3 εβδομάδες.
Χημικά μέτρα: Τα ζιζανιοκτόνα είναι πολύ αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση του Cyperus spp., ιδιαίτερα όταν η χρήση τους συνδυάζεται με τις άλλες καλλιεργητικές πρακτικές.   
Λουβουδιά
Βιολογία:
Tο ζιζάνιο είναι μονοετές με ένα κύριο μίσχο ή αρκετούς με ύψος 30,45 έως 121,92 εκ., ενώ μερικές φορές φθάνει τα 182,88 εκ. Οι μίσχοι είναι ευθύγραμμοι, άτριχοι, αυλακωτοί, διακλαδούμενοι, ανοιχτοπράσινοι με ποικίλες κόκκινες αποχρώσεις. Το φθινόπωρο ο μίσχος συνήθως κοκκινίζει και στο τέλος και οι ταξιανθίες γίνονται καφεκόκκινες.



Οι κοτυληδόνες είναι ελλειπτικές με μήκος 12-15 χιλ. Ο μαύρος σπόρος είναι είναι κλεισμένος στο λεπτό μεμβρανώδες τείχος του καρπού, που του δίνει εμφάνιση θαμπή. Το Chenopodium album παράγει μακρόβιους σπόρους. Κάθε φυτό παράγει δεκάδες χιλιάδων μικρούς μαύρους λαμπερούς σπόρους με στρογγυλεμένες άκρες. Το πρώτο ζεύγος πραγματικών φύλλων είναι αντικριστά, ενώ τα υπόλοιπα φύλλα φύονται  εναλλάξ. Γενικά τα φύλλα του ζιζανίου έχουν μήκος  2,5-8 εκ., μίσχο, καλύπτονται από λευκά αλευρώδη σωματίδια, ειδικά στο κάτω μέρος τους. Τα άνθη είναι λεπτά, αχνοπράσινα, με 5 σέπαλα και στρογγυλή κεφαλή κρέμεται σε ταξιανθίες από τις μασχάλες των φύλλων. Το χρώμα τους είναι πράσινο χωρίς πέταλα και εμφανίζονται από τις αρχές καλοκαιριού έως το φθινόπωρο. Οι καρποί του είναι λαμπεροί μαύροι, με μήκος 1,1 ως 1,6 χιλ. και περιέχουν σπόρους με ελαφρό κάλυμμα.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
To Chenopodium album είναι διεθνώς διαδεδομένο, και συνηθέστατο σε εύκρατες και υγρές υποτροπικές ζώνες. Εντοπίζεται όμως και στην Ελλάδα, Γαλλία, ΗΠΑ, Αυστρία, Γερμανία, Βέλγιο, Ολλανδία, Ιταλία, Ισπανία, Μ.Βρεττανία, Πολωνία και άλλες χώρες. Το ζιζάνιο προκαλεί ποιοτική και ποσοτική υποβάθμιση της παραγωγής, γιατί το ζιζάνιο τρέφεται από τα θρεπτικά συστατικά και την υγρασία του εδάφους, επηρεάζοντας αρνητικά την ανάπτυξη του ελαιόδεντρου.
Αντιμετώπιση:
Τα μονοετή θερινά ζιζάνια όπως το Chenopodium album, αντιμετωπίζονται εύκολα στα πρώτα στάδια της ανάπτυξής τους. Το συγκεκριμένο ζιζάνιο αντιμετωπίζεται στις περισσότερες καλλιέργειες με ζιζανιοκτόνα.
Αγροτεχνικά μέτρα: 
Τα πλέον διαδεδομένα αγροτεχνικά μέτρα είναι η καλλιέργεια με φυτά που δίνουν χόρτο και φυτά που παρέχουν στο χώμα πράσινη λίπανση. Τέτοια φυτά είναι το φασόλι και ο βίκος, που λόγω των κονδυλωδών ριζών τους εμπλουτίζουν το έδαφος με άζωτο.
Μηχανικά μέτρα:
Όταν η ελαιοφυτεία βρίσκεται σε ξηρό έδαφος, το Chenopodium album απομακρύνεται εύκολα με την άροση ή το σκάψιμο. Οι μολυσμένοι αγροί θα πρέπει να υποστούν αβαθή άροση το φθινόπωρο ή στην αρχή της άνοιξης. 
Χημικά μέτρα: 
Όταν η φυτεία βρίσκεται σε ξηρό έδαφος, θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε μεταβλαστικά ζιζανιοκτόνα επαφής. Αν χρησιμοποιείται αρδευτικό σύστημα σταγόνας, και υπάρχει αρκετή υγρασία στο έδαφος, πρέπει να χρησιμοποιηθούν ζιζανιοκτόνα που παραμένουν. Τα προβλαστικά ζιζανιοκτόνα όπως το simazine ή το diuron χρησιμοποιούνται όταν η ελαιοφυτεία είναι αυτοφυής.