ΕΣΠΕΡΙΔΟΕΙΔΗ

Η φυτοπροστασία των εσπεριδοειδών
Οι καρποί του εσπεριδοειδούς ανήκουν στην οικογένεια Ruteceae, και συμπεριλαμβάνουν διάφορους τύπους φρούτων και προϊόντων: πορτοκάλια, μανταρίνια, κλημεντίνες, γκρέιπφρουτ κ.α.
Μορφολογία
Ανάπτυξη
Παθολογία - Ιοί,  μυκόπλασμα
Τριστέτσα των εσπεριδοειδών
Ψωρωση εσπεριδοειδων ή φολιδωτος φλοιος, Εξοκόρτης, Μυκόπλασμα
Παθολογία - Βακτήρια
Καρκίνος εσπεριδοειδών, Βακτηριακό κάψιμο εσπεριδοειδών
Παθολογία - μύκητες
Έλκος λαιμού εσπεριδοειδών, Αρμιλλάρια Μέλεα(Σήψη ρίζας), Σήψη Ρίζας, Αλτερνάρια, Αλτερνάρια(Σήψη λαιμού), Σεπτόρια, Μελάνωση, Ανθράκωση εσπεριδοειδών
Μυκητησιακες ασθενειες μετα τη συγκομιδη
Πρασινη και γαλαζια μουχλα, Γκριζα μουχλα, Καφε σηψη, Γαλάζια σήψη, Τριχόδερμα, Φισαλόσπορα, Φόμωψη, Ανθράκωση
Εχθροί
Μύγα Μεσογειακού καρπού, Μικροφυλλία εσπεριδοειδών, Αλευρώδης των εσπεριδοειδών, Ψείρες Εσπεριδοειδών, Νηματοειδης των εσπεριδοειδων, Θρίπας των εσπεριδοειδών, Κόκκινο ακάρι  των εσπεριδοειδών, Εριόφις, Κίτρινος τετράνυχος, Βαμβακωδες κοκκοειδες, Ψευδόκοκκος  εσπεριδοειδών, Μαυρο κοκκοειδες ψωρα
Ζιζάνια

Η καταγωγή των εσπεριδοειδών δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια, αν και η πλειονότητα των ερευνητών την τοποθετεί στη ΝΑ Ασία, τουλάχιστον 4000 χρόνια π.Χ.
Τα δέντρα των εσπεριδοειδών είναι ακανθώδη, μικρού ύψους (4-9μ.), στρογγυλά στην εμφάνιση, αειθαλή, και αναπτύσσονται σε κλίματα τροπικά και ημιτροπικά. Αφού αυτή η πολυετής παραγωγή δεν αντέχει το ψυχρό κλίμα, οι καρποί των εσπεριδοειδών συλλέγονται συνήθως στην περιοχή που ορίζεται από γεωγραφικό πλάτος 40° Β έως 40° Ν. Συνεπώς, φύονται σε κλίματα <Μεσογειακού> τύπου.




Μορφολογία
Οι καρποί του εσπεριδοειδούς ανήκουν στην οικογένεια Ruteceae, και συμπεριλαμβάνουν διάφορους τύπους φρούτων και προϊόντων: πορτοκάλια, μανταρίνια, κλημεντίνες, γκρέιπφρουτ κ.α. (πίνακας 1)
Η καταγωγή των εσπεριδοειδών δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια, αν και η πλειονότητα των ερευνητών την τοποθετεί στη ΝΑ Ασία, τουλάχιστον 4000 χρόνια π.Χ.
Τα δέντρα των εσπεριδοειδών είναι ακανθώδη, μικρού ύψους (4-9μ.), στρογγυλά στην εμφάνιση, αειθαλή, και αναπτύσσονται σε κλίματα τροπικά και ημιτροπικά. Αφού αυτή η πολυετής παραγωγή δεν αντέχει το ψυχρό κλίμα, οι καρποί των εσπεριδοειδών συλλέγονται συνήθως στην περιοχή που ορίζεται από γεωγραφικό πλάτος 40° Β έως 40° Ν. Συνεπώς, φύονται σε κλίματα <Μεσογειακού> τύπου.
Ρίζες:
Η αρχική ρίζα βλασταίνει από ένα γονιμοποιημένο σπόρο σε ευθεία προς τα κάτω και, αν δεν παρεμποδιστεί, γίνεται πασαλώδης. Άλλες ρίζες είναι πλάγιες ή ρίζες-σκαπανείς. Και τα δύο είδη κύριων ριζών διακλαδίζονται, διαμορφώνοντας εν τέλει ινώδες ριζικό σύστημα. 
Το αν μια ρίζα ή βλαστός πρωτοεμφανιστεί στο τέλος του χειμώνα ή στην αρχή της άνοιξης, εξαρτάται από τη θερμοκρασία του εδάφους σε μια δεδομένη περιοχή καλλιέργειας. Αν η θερμοκρασία στο έδαφος είναι μέτρια, μπορεί οι ρίζες πρώτα να κοκκινίσουν. Οι άκρες των ριζών εμφανίζονται ελαφρώς χρωματισμένες μόνο στη διάρκεια της δραστικής επιμήκυνσης. 
Κατά τη διάρκεια των περιόδων ύπνωσης των ριζών, ακόμα και η άκρη της ρίζας μονώνεται. Η κήλη συχνά εποικίζεται από φαινομενικά αβλαβή μυκητησιακά μυκήλια και επιπροσθέτως, υπάρχει κανονικά μια ευνοϊκή μυκοριζική σχέση.  Από τις ρίζες των εσπεριδοειδών λείπουν ελαιώδεις αδένες και γενικά έχουν λίγα τριχοειδή ριζικά. Τα τριχοειδή ριζικά χάνονται καθώς μεγαλώνουν οι ινώδεις ρίζες μες στο έδαφος. Μεγάλο ποσοστό του ριζικού συστήματος μπορεί να βρίσκεται κοντά στην επιφάνεια του εδάφους, καθιστώντας το ευαίσθητο σε βαθιές καλλιέργειες.
Είναι φυσικό κάποιες ρίζες να νεκρώνονται και να αντικαθίστανται, ακόμα και στα υγιή δέντρα. 
Οι ρίζες των περισσότερων εσπεριδοειδών γρήγορα στερούνται το άμυλο και άλλες ουσιώδεις πηγές θρεπτικών συστατικών αν αναπτυχθεί αδυναμία στον κορμό του δέντρου. 
Κορμός:
Η μορφή του κορμού και της κορυφής του εσπεριδοειδούς προσδιορίζεται από ποικίλους παράγοντες, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται η έμφυτη συμπεριφορά του φυτωρίου, του ριζικού υλικού, του διαστήματος μεταξύ των δέντρων και της ηλικίας, των πρακτικών κλαδέματος, το βαθμό ανάπτυξης που προκύπτει από το πότισμα και τη θρέψη, και την προέλευση του μοσχεύματος.
 Φύλλα:
Η ανώτερη επιδερμίδα έχει σχετικά παχύ δέρμα και οι πόροι είναι είτε εντελώς ανύπαρκτοι, είτε συγκεντρωμένοι στο κύριο νεύρο. Το μεσοφύλλιο φράγμα (ανώτερα στρώματα κυττάρων) αποτελείται από σφιχτά κύτταρα σε δύο στρώματα με διάσπαρτους κρυσταλλώδεις ιδιοβλαστους ασβεστούχου οξαλικού οξέος. Το σπογγώδες μεσοφύλλιο (χαμηλότερα στρώματα κυττάρων) έχουν βάθος περίπου οκτώ κελιών και μεγάλα διαστήματα αέρα. Η κατώτερη επιδερμίδα περιέχει πολυάριθμους πόρους. Η επιδερμίδα υπερκαλύπτει τους πόρους και σχηματίζει έναν εξωτερικό πορώδη θάλαμο στον οποίο μπορεί στο τέλος να σχηματιστεί ένα ρητινώδες κάλυμμα. Οι ελαιοφόροι αδένες βρίσκονται κάτω από τα κύτταρα της επιδερμίδας και είναι περισσότεροι κοντά στην άνω επιφάνεια του φύλλου.
Καρποί:

Ο καρπός του εσπεριδοειδούς ονομάζεται εσπερίδιο και έχει ποικίλες μορφές και μεγέθη (από στρογγυλό έως ωοειδές),  άρωμα, γεύση και χυμό




Μια τομή στον καρπό μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε τα εξής διαφορετικά στρώματα:
Eπικάρπιο ή Flavedo: Τραχύ, γερό δέρμα με λαμπερό χρώμα (κίτρινο έως πορτοκαλί), που καλύπτει τον καρπό και τον προστατεύει από καταστροφές. Οι αδένες του περιέχουν αιθέρια έλαια που δίνουν στον καρπό το περίφημο άρωμα.
Μεσοκάρπιο ή  Albedo: Λευκό, παχύ και σπογγώδες στρώμα που μαζί με το επικάρπιο σχηματίζει το περικάρπιο ή φλούδα του καρπού.
Ενδοκάρπιο: Tο εσωτερικό μέρος, σαρκώδες μέρος που χωρίζεται σε φέτες ή σάκους χυμού (με ή χωρίς σπόρους, ανάλογα με την ποικιλία). Το μέρος αυτό είναι πλούσιο σε διαλυτά σάκχαρα, σημαντικές ποσότητες βιταμίνης C, πηκτίνη, ίνες, διάφορα οργανικά οξέα και άλας ποτασίου, που δίνουν στο φρούτο τη χαρακτηριστική όξινη γεύση.



Ανάπτυξη
Τα εσπεριδοειδή έχουν ανάγκη από πλούσιο και καλά αρδευόμενο έδαφος. Η ανάπτυξή τους χρειάζεται περιοδική λίπανση και πότισμα του εδάφους καθώς και κλάδεμα του δέντρου.
Οι καρποί τους είναι ευαίσθητοι στο κρύο (το φυτό ξεραίνεται στους 3-5° C υπό το 0 °C) γι' αυτό και οι παραγωγοί πρέπει να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στην προστασία των δέντρων από το κρύο. Οι λεμονιές και τα limes είναι τα πλέον ευαίσθητα στην παγωνιά εσπεριδοειδή. 
Τα εσπεριδοειδή εν γένει αρχίζουν να καρποφορούν 3-5 χρόνια από τότε που φυτεύονται και οι καρποί μπορούν να συλλεγούν 5-6 μήνες από την ανθοφορία, ανάλογα με την ποικιλία και το περιβάλλον.
Αρχικά τα εσπεριδοειδή αναπτύσσονταν ως φυντάνια, σήμερα όμως τα περισσότερα φυτώριά τους βλασταίνουν σε ριζώματα. Τα ριζώματα επηρεάζουν την παραγωγή και την ποιότητα του καρπού, καθώς και τη σκληρότητα των παραγώγων τους και επιλέγονται για την συμβατότητά τους με συγκεκριμένα φυτώρια απογόνων και, το σημαντικότερο, για την ανοχή τους σε ποικίλους εδαφολογικούς παράγοντες, έντομα και ασθένειες.

Στις περισσότερες περιοχές παραγωγής εσπεριδοειδών, νέοι βλαστοί εμφανίζονται κάθε περίοδο. Σε εύκρατες περιοχές, το κρύο του χειμώνα επιβάλλει τη χειμερία νάρκη, και σε πολλές τροπικές περιοχές, η εποχιακή ξηρασία περιορίζει την ανάπτυξη. Όταν επανέλθουν οι ευνοϊκές συνθήκες για ανάπτυξη, τα δέντρα αρχίζουν τη ραγδαία ανάπτυξη και ανθίζουν.
Ύστερα ακολουθεί ένα διάλειμμα αρκετών μηνών ενώ δένουν οι καρποί στα δέντρα, πριν εμφανιστούν τα βλαστάρια. Τα βλαστάρια μπορεί να προβάλουν είτε σε τακτά χρονικά διαστήματα, είτε ακανόνιστα σε όλη την υπόλοιπη διάρκεια της αναπτυξιακής περιόδου, συνήθως σε διαφορετικά χρονικά σημεία και αριθμό μεταξύ των δέντρων ή ακόμα και μεταξύ διαφορετικών κλάδων του ίδιου δέντρου. Σε ψυχρά, υποτροπικά κλίματα, διακρίνονται τρία επίπεδα ανθοφορίας. Στα θερμά υποτροπικά κλίματα 4-5 και στους τροπικούς εξαρτώνται από τις βροχοπτώσεις και η ανάπτυξη επέρχεται στο τέλος κάθε περιόδου ξηρασίας. Με έντονες βροχοπτώσεις, η ανθοφορία είναι μικρή αλλά συνεχής. Τα νεαρά δέντρα παράγουν νέους βλαστούς με περισσότερη συνέχεια απ' ό,τι τα γηραιότερα, γεγονός που τα καθιστά πιο ευάλωτα στις ασθένειες οι οποίες επιτίθενται σε νεαρά φύλλα ή τους ιστούς του μίσχου
Ο χρόνος ζωής του φύλλου ποικίλει πολύ, ανάλογα με το κλίμα, τη ζωντάνια του δέντρου και το πότε προκύπτει η ασθένεια. Σε κάποιες περιοχές τα φύλλα μπορεί να επιβιώσουν για πάνω από δύο χρόνια προτού αποκοπούν. Σε άλλες περιοχές και ειδικά εκεί όπου η ανάπτυξη του δέντρου είναι ταχεία, τα υγιή φύλλα ενδέχεται να αποκοπούν κατά το δεύτερο έτος, μερικές φορές μάλιστα ακόμα και κατά το πρώτο.  Η πτώση των φύλλων ίσως να μην είναι τόσο βλαπτική, με την προϋπόθεση ότι η ανάπτυξη έχει ολοκληρωθεί πριν πέσουν τα παλαιότερα φύλλα. Όμως η απώλεια των φύλλων στη διάρκεια του πρώτου έτους γενικά είναι βλαπτική για τη ζωτικότητα του δέντρου και το δυναμικό της παραγωγής, αφού η ανάπτυξη της επόμενης χρονιάς και την ανθοφορία εξαρτάται εν μέρει από τα διατροφικά αποθέματα που αναπαράγουν τα ώριμα φύλλα. Η διαρκής και εκτεταμένη πτώση των φύλλων οδηγεί σε μαρασμό των μικρών κλαδιών. Η πρόωρη φυλλόρροια αυξάνει και την ανάπτυξη εφεδρικών μπουμπουκιών, με αποτέλεσμα πολλά βλαστάρια με μικρά φύλλα. Η εκτεταμένη φυλλόρροια μέσα σε 12 μήνες μπορεί να οδηγήσει σε εναλλακτική ανθοφορία.
Σε περιοχές όπου η χειμερία νάρκη του δέντρου προκαλείται από τις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα, τα περισσότερα φυτώρια έχουν μόνο μία περίοδο ανθοφορίας κάθε χρόνο, που κορυφώνεται περίπου 1-2 μήνες μετά την έναρξη της ανοιξιάτικης βλάστησης. Οι λεμονιές και τα limes επιδεικνύουν λιγότερο εποχιακή και πιο εναλλασσόμενη ανθοφορία. Στις ζεστές, υγρές περιοχές ανθίζουν όλο το χρόνο. Σε τροπικά κλίματα χωρίς περιόδους ψύχους και χωρίς επακριβώς προσδιορισμένη περίοδο ξηρασίας, ακόμα και η πορτοκαλιά και το δέντρο του γκρέιπφρουτ μπορεί να ανθίζουν αρκετές φορές το χρόνο. Σε περιοχές με παρατεταμένες περιόδους ξηρασίας, η ανθοφορία συνήθως καθυστερεί μέχρι ν' αρχίσουν οι βροχές ή να ποτιστούν τα δέντρα. Στις περισσότερες τροπικές περιοχές υπάρχουν τουλάχιστον 2-3 οικονομικά σημαντικές περίοδοι ανθοφορίας κατ' έτος.
Μικρό μόνο ποσοστό των ανθέων δένουν καρπούς που παραμένουν μέχρι τη συγκομιδή. Υπάρχουν δύο κύριες περίοδοι πτώσης των καρπών, η πρώτη λίγο μετά την ανθοφορία και η δεύτερη 8-10 εβδομάδες αργότερα.
Αντίθετα με κάποιους καρπούς, αυτοί των εσπεριδοειδών δεν ωριμάζουν μετά την απομάκρυνσή τους από το δέντρο, γι' αυτό και είναι σημαντικό να συλλεγεί ο καρπός στο σωστό στάδιο ωρίμανσης. Η ωρίμανση υπολογίζεται ανάλογα με διάφορα χαρακτηριστικά όπως το χρώμα, περιεκτικότητα σε χυμό, επίπεδο διαλυτών στερεών (ζάχαρη) και περιεκτικότητα σε στερεά οξέα.  Γενικά οι καρποί των εσπεριδοειδών συλλέγονται με το χέρι.
Ο γενικός τρόπος συλλογής του καρπού είναι τραβώντας το από το κοτσάνι και χρησιμοποιώντας γάντια για να αποφευχθεί η καταστροφή του καρπού. Αφού συλλεγούν οι καρποί πρέπει να διαλεχτούν και να καταταχθούν, να πλυθούν και να συσκευαστούν για την παράδοση στην αγορά. Ο καρπός που δεν καλύπτει τις απαιτήσεις της αγοράς, στέλνεται στις χυμοποιϊες όπου εκείνοι οι καρποί που προορίζονται εξαρχής για χυμοποιϊα, υφίστανται διαφορετική επεξεργασία.

Παθολογία - Ιοί,  μυκόπλασμα



Τριστέτσα των   εσπεριδοειδών
Προκαλών οργανισμός: Citrus tristeza virus (CTV) 
Η CTV είναι μέλος της ομάδας closterovirus. 

Φάσμα προσβαλλομένων:
Όλα τα είδη των εσπεριδοειδών είναι ευάλωτα στην CTV. Συμπτώματα βλέπουμε συχνότερα στην sweat πορτοκαλιά, το γκρέιπφρουτ και το lime citrus.

Συχνότητα και σπουδαιότητα :
Η CTV είναι η πλέον ολέθρια οικονομικά, ιογενής ασθένεια των εσπεριδοειδών. Ο ιός κατά πάσα πιθανότητα προήλθε από την Ασία, απ' όπου προέρχονται και τα εσπεριδοειδή, και διαδόθηκε σε πολλές χώρες με τη μεταφορά μολυσμένου φυτικού υλικού.

Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας:
Το σημαντικότερο από οικονομική σκοπιά σύμπτωμα είναι ο ΤΑΧΥΣ ΜΑΡΑΣΜΟΣ ή η νέκρωση των δέντρων. Τα μόρια του ιού συσσωρεύονται στα κύτταρα των σύνθετων ιστών του ξενιστή και παρενοχλούν τα συστήματα μεταβίβασης, προκαλώντας φυτοπαθολογικά προβλήματα. Η κίνηση των υδρογονανθράκων από την κορυφή στη ρίζα διακόπτεται. Το δέντρο φθίνει ταχύτατα αφού εμφανιστούν τα συμπτώματα.
Ένα δεύτερο σύμπτωμα της ασθένειας είναι ο ΑΡΓΟΣ ΜΑΡΑΣΜΟΣ όπου τα δέντρα παραμένουν υγιή για αρκετά χρόνια. Συνοδεύεται από σημαντικές μειώσεις στην παραγωγή.
Τρίτο σύνηθες σύμπτωμα είναι η υπανάπτυξη, όπου ο ιός δεν καταστρέφει το δέντρο, αλλά το δέντρο παύει να αναπτύσσεται. Σε περιοχές όπου υπάρχουνToxoptera citricida, η CTV ενδέχεται να προκαλέσει βαθουλώματα στο μίσχο. Τα μόρια του ιού εγκαθίστανται σε ιστούς cambial. Τα συμπτώματα συμπεριλαμβάνουν την υπανάπτυξη των κλαδιών και την εμφάνιση μικρών και παραμορφωμένων καρπών. Η ποιότητα του καρπού μειώνεται αισθητά.
Μπορεί ωστόσο ο ιός να έχει και λανθάνουσα μορφή, που δε δίνει συμπτώματα.




Κύκλος ασθένειας:
Η CTV μεταφέρεται με έξι διαφορετικά είδη ψείρας που βρίσκονται σε φυτά εσπεριδοειδών και αναπαραγωγικό υλικό. Απ' αυτές, η καφέ ψείρα Toxoptera citricida, συνιστά τον αποτελεσματικότερο φορέα. 
Η πιθανότητα να μεταφερθεί ο ιός με την ψείρα αφού αυτή σιτιστεί πάνω σ' ένα προσβεβλημένο φυτό είναι 5, 50, και 70%, όταν το πείραμα γίνεται χρησιμοποιώντας μία, πέντε και δεκαπέντε ψείρες αντίστοιχα ανά φυτό υποδοχής.
 Σημαντικός φορέας είναι και η ψείρα του πεπονιού (Aphis gossypii), ιδιαίτερα στην Ισπανία, το Ισραήλ, την Καλιφόρνια και τη Φλόριντα, όπου δεν έχει ανιχνευτεί η T. citricida. Εν δυνάμει φορείς της CTV είναι επίσης οι Αphis citricola και Toxoptera aurantii σε κάποιες χώρες, αλλά δεν έχουν μεγάλες δυνατότητες. 
Μετακινείται με μη συνεχή τρόπο. Ο ιός μεταφέρεται μηχανικά και με μοσχεύματα αλλά όχι με το σπόρο.
Ο φορέας κολλά και μεταδίδει την CTV αφού σιτιστεί εντατικά για 5-60 λεπτά. Η 24ωρη σίτιση είναι ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος για τη μετάδοση του ιού. Οι μολυσμένες ψείρες χάνουν την ικανότητα μετάδοσης αφού σιτιστούν από υγιή φυτά για 24 ώρες ή παραπάνω. 
 Ιδανικές θερμοκρασίες για μόλυνση και πολλαπλασιασμό είναι οι 20 °C - 25 °C.
 Η CTV διαδίδεται με τη μετακίνηση μολυσμένου φυτικού υλικού και με ψείρες-φορείς. Η μετάδοση σε μακρινές αποστάσεις, οφείλεται κατά κανόνα σε μολυσμένο φυτικό υλικό.
Αντιμετώπιση: 
Η πιστοποίηση του υλικού εμβολιασμού και η χρήση ανθεκτικού ριζικού υλικού, είναι τα πρώτα αντίμετρα για την αντιμετώπιση της ασθένειας. 
Σε περιοχές όπου δεν έχει εμφανιστεί η CTV ή όπου υπάρχει η ασθένεια αλλά τα κρούσματα είναι ήπια, η ασθένεια θα μπορούσε να παρεμποδιστεί με τα ακόλουθα μέτρα:
-          Προγράμματα καραντίνας
-          Χρήση καθαρού υλικού και προγράμματα πιστοποίησης: παροχή μηχανισμού για παραγωγή και κατανομή υγιών φυτών εσπεριδοειδών με υψηλή φυτοκομική ποιότητα στους παραγωγούς για φύτευση.
 Σε περιοχές που έχουν θιγεί σοβαρά από κρούσματα της CTV, είναι πολύ δυσκολότερη η αποτελεσματική αντιμετώπιση της ασθένειας. Στις περιοχές αυτές, το θεμελιώδες υλικό για το πρόγραμμα πιστοποίησης πρέπει να προστατεύεται από τις ψείρες-φορείς. Πρέπει να χρησιμοποιούνται ριζικά με αντοχή στην CTV.
 Αρκετοί παράγοντες επηρεάζουν τη φυσική μετάδοση της CTV από την ψείρα. Οι ήπιες θερμοκρασίες την άνοιξη και το φθινόπωρο, ευνοούν την ανάπτυξη της ψείρας σε νέους ιστούς με μεγάλη περιεκτικότητα σε ιό. Οι παράγοντες που ενισχύουν τη νέα βλάστηση του φυτού, όπως το πότισμα, η λίπανση και η προστατευτική περίφραξη, αυξάνουν τις ευκαιρίες για μετάδοση.



Ψωρωση εσπεριδοειδων  ή φολιδωτος φλοιος
Προκαλών οργανισμός: Ιός ψώρωσης Εσπεριδοειδών (CPsV) 
Ο ιός που σχετίζεται με την ψώρωση είναι πολυσύνθετος ιός με προστατευτική πρωτεΐνη. Τα μόριά του είναι σπειροειδείς σχάρες που αποκαλούνται σπειροϊοί.

Φάσμα προσβαλλομένων:
Η ψώρωση εμφανίζεται σε δέντρα παλαιά, σε πολλές περιοχές παραγωγής εσπεριδοειδών σ'όλο τον κόσμο.

Συχνότητα και σπουδαιότητα :
Ιστορικά η ψώρωση θεωρείται σύμπλεγμα αρκετών μεταδιδομένων με μοσχεύματα ασθενειών, των οποίων τα συμπτώματα μοιάζουν. Η ψώρωση των εσπεριδοειδών περιγράφηκε το 1933 ως η πρώτη ιογενής πάθηση των εσπεριδοειδών. Η συχνότητα εμφάνισής της έχει μειωθεί σε πολλές περιοχές με τη χρήση μπολιάσματος με βλαστό. Όμως, παρά την προφύλαξη αυτή, η φυσική διασπορά μιας σοβαρής μορφής ψώρωσης παραμένει σοβαρό πρόβλημα στην Αργεντινή, και την Ινδία.

Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας:
Η ψώρωση των εσπεριδοειδών είναι ασθένεια γνωστή ως φολιδωτός φλοιός.
Οι μορφές της ψώρωσης που προκαλούν φολίδες στο φλοιό είναι καταστροφικές και προκαλούν στα δέντρα εξασθένηση και παρακμή, που συνοδεύονται από μειωμένη ποιότητα καρπού και δραματική μείωση παραγωγής. Οι σοβαρές μολύνσεις μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα να ξεραθούν τα κλαδιά και στο τέλος ολόκληρο το δέντρο.
Τα κλασσικά συμπτώματα της ψώρωσης είναι η απολέπιση και τεμαχισμός του φλοιού του κορμού. Στα πρώτα στάδια, σε μικρά τμήματα του φλοιού στον κορμό εμφανίζονται λεκέδες ή φουσκάλες που αργότερα μεγεθύνονται και σπάζουν. Συχνά εμφανίζεται εκροή κόλλας του δέντρου γύρω από κάθε τραύμα.
Τα συμπτώματα στα φύλλα κυμαίνονται από χλωρωτικές νιφάδες που κατανέμονται ακανόνιστα, μέχρι γενική κηλίδωση. Αυτά τα συμπτώματα εντοπίζονται καλύτερα σε νεαρά φύλλα που πλησιάζουν την πλήρη ανάπτυξη την άνοιξη ή το φθινόπωρο και συνήθως φθίνουν καθώς τα φύλλα ωριμάζουν, αλλά με την ψώρωση τα συμπτώματα στα φύλλα επιμένουν ακόμα και μετά την ωρίμανση, και μπορεί να επεκταθούν και στους καρπούς.
Κύκλος ασθένειας:
Ο ιός μεταδίδεται εύκολα με μοσχεύματα. Δε μεταδίδεται μέσω του σπόρου. Ο CPsV‑A συνήθως διαδίδεται ευρέως ανάμεσα σε μολυσμένα φυτά, ενώ ο CPsV‑Β κάποτε μεταδίδεται μόνο με τους ιστούς που φέρουν τα συμπτώματα.
Η εμφάνιση των συμπτωμάτων απαιτεί ψυχρό καιρό και ο συμπληρωματικός φωτισμός μπορεί να προωθήσει την εξέλιξη των συμπτωμάτων και το χειμώνα. Ο ιός μπορεί να επιβιώσει σε λανθάνουσα μορφή στα δέντρα για πολλά χρόνια.
Αντιμετώπιση:
Όπως και με τις άλλες ασθένειες που μεταδίδονται με μοσχεύματα, η χρήση καθαρών από την ασθένεια μοσχευμάτων είναι η κύρια μέθοδος πρόληψης.
Η αποστείρωση των εργαλείων κλαδέματος και εμβολιασμού, με διαλύματα που περιέχουν μίγμα φορμαλδεϋδης και υδροξειδίου του νατρίου ή υποχλωριδίου του νατρίου, θα περιορίσουν τη μετάδοση από μολυσμένα εργαλεία.
 Γενικά ένα δέντρο μολυσμένο από ψώρωση θα παραγάγει λιγότερο, γι' αυτό βέλτιστη προοπτική είναι η αντικατάστασή του.



Εξοκόρτης

Προκαλών οργανισμός: Citrus exocortis viroid (CEVd)
Ο ιοειδής CEVd περιέχει 370 µ375 νουκλεοτίδια και είναι ο μεγαλύτερος ιοειδής των εσπεριδοειδών. Ο CEVd είναι είδος στο γένος μετα-ιοειδή με κεντρική συντηρημένη περιοχή όπως το τυπικό μέλος Βιροειδής άξονας βολβού πατάτας.
Φάσμα προσβαλλομένων:Προσβάλλει πολλά είδη στα Rutaceae και λιγοστά στα Solanaceae και Compositae.
Συχνότητα και σπουδαιότητα : 
Η ασθένεια είναι ευρέως διαδεδομένη σε περιοχές όπου καλλιεργούνται εσπεριδοειδή σε όλο τον κόσμο. Ιδιαίτερα χτυπάει στη Ν.Αμερική (Βραζιλία και Αργεντινή), Αυστραλία και Μεσόγειο (Ισπανία). Η Exocortis είναι σπανίως θανατηφόρα, ενώ δεν επηρεάζεται και η ποιότητα του καρπού. Εκτεταμένες απώλειες στην παραγωγή προκύπτουν όταν το μολυσμένο μόσχευμα βλαστήσει σε ευαίσθητα ριζώματα. 
Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας:
Tο χαρακτηριστικό σύμπτωμα της exocortis είναι το ξεφλούδισμα των ύποπτων ριζωμάτων. Ο ιοειδής καταστρέφει το φλοιό ο οποίος ξεραίνεται, σπάζει και μπορεί να γίνει όλος λεπτές λωρίδες. Στα πρώτα στάδια της ασθένειας, εμφανίζονται κάποιες σταγόνες κόλλας κάτω από το χαλαρό φλοιό.




Τα μολυσμένα δέντρα ωστόσο σπάνια νεκρώνονται, μόνο που επιβραδύνεται η ανάπτυξή τους και η παραγωγικότητά τους υποχωρεί αργά αργά.
Τα συμπτώματα συμπεριλαμβάνουν νανισμό, παραμόρφωση των φύλλων και νέκρωση των νεύρων των φύλλων.


Κύκλος ασθένειας:
Το scaling του φλοιού συνήθως δεν εμφανίζεται μέχρι να φτάσουν τα δέντρα σε ηλικία τα 4 µ8 χρόνια. Ειδικά ο νανισμός όταν είναι μέτριος, μπορεί να μη φανεί εκτός αν γίνει σύγκριση με τα φυτά που δεν έχουν υποστεί επίθεση ιοειδών.
Το CEVd μεταδίδεται άμεσα με μοσχεύματα και η διασπορά του γίνεται κατ' αρχή με αναπαραγωγή του μολυσμένου ξύλου του βλαστού, η οποία δεν παρουσιάζει συμπτώματα.
Ο ιοειδής μεταφέρεται εύκολα μηχανικά ως μολυσματική ουσία στα εργαλεία κοπής και κλαδέματος.
Μετάδοση με σπόρους και φορείς δεν έχει παρατηρηθεί στα εσπεριδοειδή.
Αντιμετώπιση:
Η καλύτερη αντιμετώπιση είναι η απομάκρυνση των προσβεβλημένων δέντρων από τη φυτεία. Η διάδοση της CEVd αποφεύγεται με το διαχωρισμό μολυσμένων από τα υγιή φυτά, με την κατάλληλη εξυγίανση και με τον καθαρισμό των εργαλείων κοπής με αποστειρωτικό διάλυμα όπως π.χ. το υποχλωρίδιο του νατρίου.



Μυκόπλασμα
Προκαλών οργανισμός: Spiroplasma citri 
Το Spiroplasma citri ανήκει σε μια ομάδα προκαρυωτικών οργανισμών που δε διαθέτουν μυκόπλασμα. Το όνομα του γένους, Spiroplasma, αναφέρεται στην ελικοειδή μορφή των κυττάρων του οργανισμού.

Φάσμα προσβαλλομένων: 
Rutaceae
 και Rosaceae. Το Spiroplasma citri μπορεί να μολύνει και κάποια μη εσπεριδοειδή, συμπεριλαμβανομένων και άγριων ειδών γύρω από τις καλλιέργειες των εσπεριδοειδών, αλλά τα εσπεριδοειδή και τα υβρίδιά τους είναι οι μόνοι γνωστοί ξενιστές που επιβιώνουν της μόλυνσης από την ασθένεια stubborn για περισσότερο από λίγους μήνες υπό συνθήκες ζέστης.
Συχνότητα και σπουδαιότητα : 
Η Stubborn είναι σημαντική ασθένεια, κυρίως των νεαρών δέντρων σε αρκετές ζεστές και ξηρές περιοχές. Η ασθένεια σπάνια είναι φονική, τα δέντρα όμως που προσβάλλονται σε νεαρή ηλικία, παρουσιάζουν σοβαρή αναστολή στην ανάπτυξη.

Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας:
Η Stubborn δεν καταστρέφει τα δέντρα αλλά αναστέλλει την ανάπτυξή τους και εμποδίζει την παραγωγή καρπών. Τα φανερότερα συμπτώματα των προσβεβλημένων δέντρων είναι μικρή παραγωγή από αφύσικα μικροσκοπικούς καρπούς, ή απουσία καρπού, καθώς και περιορισμός του ύψους προς τα πάνω. Tα φύλλα είναι μικρά, αφύσικα παχιά και αναπτύσσονται προς τα πάνω, κοντά στους μίσχους τους. Τα δέντρα συνήθως εμφανίζουν βλαστούς και άνθη εκτός εποχής. 


Οι καρποί συνήθως είναι λίγοι και μικροί, συχνά ασύμμετροι, σε σχήμα βελανιδιού.
Μπορεί να εμφανιστούν και άλλα συμπτώματα στους καρπούς. Μπορεί π.χ. οι καρποί να μην αποκτήσουν το σωστό χρώμα ενόσω ωριμάζουν. Οι σπόροι απορρίπτονται. Η γεύση του καρπού είναι ανούσια ή πικρή. Αν προσβληθούν τα νεαρά δέντρα, ολόκληρο το δέντρο παραμένει κοντό και δεν παράγει. Αν προσβληθούν ώριμα δέντρα, μπορεί ένα κλαδί να δείξει συμπτώματα και η ασθένεια μπορεί να απλώνεται αργά σε όλο το δέντρο.


Κύκλος ασθένειας:
Η ασθένεια αυτή μεταδίδεται μέσω μολυσμένων μοσχευμάτων και αρκετών ειδών  leafhoppers. Η διάδοση με leafhoppers έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού το S. citri μπορεί να μολύνει αρκετά είδη εκτός των εσπεριδοειδών, καθώς και τα άγρια εσπεριδοειδή. Τα Scaphytopius nitridus και Circulifer tenellus είναι γνωστοί φορείς στις Ν.Α. ΗΠΑ. Το Circulife haematoceps είναι ο μεγαλύτερος φορέας στην περιοχή της Μεσογείου, αν και υπάρχει και το Circulife tenellus. 
Οι αρχικές μολύνσεις στα εσπεριδοειδή εμφανίζονται όταν οι φορείς του οργανισμού της stubborn μετακινούνται στα εσπεριδοειδή από άλλα φυτά. Η κίνηση του προκαρυωτικού χωρίς τείχη από το από το μεσαίο τμήμα τροφοδοσίας στο σιελογόνο αδένα, απαιτεί εγκάρσια διάβαση των κυτταρικών εμποδίων μέσω προσκόλλησης και ενδοκύτωσης.
Η διάδοση της stubborn από δέντρο σε δέντρο είναι σημαντική οικονομικά μόνο στα νεαρά φυτά και μόνο όταν η φυτεία περιέχει μεγάλο αριθμό μολυσμένων δέντρων.
Το S. citri δεν μεταφέρεται μηχανικά, ούτε έχει παρατηρηθεί μετάδοση δια των σπόρων.
Αντιμετώπιση: Σε περιοχές όπου η stubborn και/ή οι φορείς της δεν είναι ενδημικοί, η αντιμετώπιση επιτυγχάνεται με τη χρήση ελεύθερων από ασθένειες εμβολίων.
 Όπου η ασθένεια και ο φορέας είναι ενδημικοί και υπάρχουν μολυσμένα αποθέματα σε με εσπεριδοειδείς ξενιστές, η αντιμετώπιση είναι δυσκολότερη. Αποφύγετε τη μόλυνση των νεαρών φυτών και περιορίστε, όπου είναι δυνατό τις φυσικές μολύνσεις που παρουσιάζονται σ' αυτές τις φυτείες. Τα δέντρα του φυτωρίου πρέπει να πολλαπλασιάζονται από μοσχεύματα χωρίς  stubborn, και να αναπτύσσονται σε προστατευμένες από φορείς εγκαταστάσεις, ή σε περιοχές χωρίς Spiroplasma citri. Οι πηγές μοσχευμάτων μπορούν να απολυμανθούν από το S. citri , με μεταμόσχευση στις άκρες των βλαστών. Δεν θα πρέπει να φυτεύονται εσπεριδοειδή όταν υπάρχει μεγάλη πιθανότητα για φυσική μόλυνση.
Τα μολυσμένα νεαρά δέντρα σε κήπους θα πρέπει να απομακρυνθούν και να αντικατασταθούν από υγιείς μεταφυτεύσεις.
Η χημική αντιμετώπιση δεν είναι πρακτική και δε θεωρείται πρακτική και δεν χρησιμοποιείται όταν υπάρχει εμπορική εκμετάλλευση.

 

Παθολογία - Βακτήρια




Καρκίνος εσπεριδοειδών
Προκαλών οργανισμός: Xanthomonas campestris pv.citri.
Το Xanthomonas campestris είναι αερόβιο αρνητικό gram βακτήριο. Η 
μέγιστη θερμοκρασία  για την ανάπτυξή του είναι 35-38 C. Ιδανική θερμοκρασία είναι οι 28-30 °C.
Φάσμα προσβαλλομένων:  Η ασθένεια προσβάλλει όλα τα καλλιεργούμενα είδη του Rutaceae, κυρίως τα Citrus spp., Fortunella spp.,  και Poncirus spp.
Συχνότητα και σπουδαιότητα : Το citrus canker ανήκει στις πλέον καταστροφικές παθήσεις των εσπεριδοειδών. Η ασθένεια εμφανίζεται σ' όλο τον κόσμο, κατά κύριο λόγο σε περιοχές με αυξημένες βροχοπτώσεις και ταυτόχρονη άνοδο της θερμοκρασίας. Μπορεί ν' αποβεί σοβαρή κατά την βλάστηση και την καρποφορία.
Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας:
Το citrus canker υποβαθμίζει φύλλα και καρπούς, αλλά όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές για την μόλυνση, προκαλεί αποφύλλωση και πτώση βλαστών και καρπών.
Το citrus canker προκαλεί διαρκή επιδείνωση της υγείας του εσπεριδοειδούς και διαρκή ελάττωση της παραγωγής. Στην τελική φάση το δένδρο παύει τελείως να παράγει καρπούς.
Tα συμπτώματα στα φύλλα και τους καρπούς είναι υπερυψωμένα στίγματα περιβαλλόμενα από ελαιώδες περιθώριο και κίτρινο περίγραμμα

Τα τραυματισμένα τμήματα του φύλλου πέφτουν, δίνοντας στο φύλλο όψη τρύπια από πυροβολισμούς. Οι βλάβες αυτές γίνονται ορατές 7-10 ημέρες μετά τη μόλυνση στην κάτω επιφάνεια του φύλλου και σύντομα εμφανίζονται και στην επάνω.
Οι νεότερες μολύνσεις υψώνονται σαν <φλύκταινες> και στις δύο επιφάνειες του φύλλου, ιδιαίτερα όμως στην κάτω επιφάνεια. Αργότερα οι φλύκταινες γίνονται σαν κρατήρες με υψωμένο περιθώριο και βαθουλωμένο κέντρο.

Οι βλάβες στους καρπούς και τους μίσχους εκτείνονται μέχρι το 1 χιλιοστό σε βάθος, και είναι σχεδόν ίδιες μ' εκείνες των φύλλων (Εικ.3).Η εσωτερική ποιότητα του προσβεβλημένου καρπού που παραμένει στο δένδρο μέχρι να ωριμάσει, γενικά δεν επηρεάζεται, τα συγκεκριμένα φρούτα όμως έχουν μικρή εμπορευσιμότητα.
Οι βλάβες στους μίσχους παραμένουν ορατές γι' αρκετό χρονικό διάστημα. Έτσι, οι βλάβες στο μίσχο ενισχύουν τη μακρόχρονη επιβίωση των βακτηρίων.
Η εμφάνιση των βλαβών είναι εποχιακή - συμπίπτει με περιόδους βαριών βροχοπτώσεων, υψηλών θερμοκρασιών και εντεινόμενης ανάπτυξης. Οι παράγοντες αυτοί συνήθως συμπίπτουν με την αρχή του καλοκαιριού στις περιοχές παραγωγής εσπεριδοειδών όπου οι βροχοπτώσεις αυξάνονται ταυτόχρονα με την άνοδο της θερμοκρασίας. Η ασθένεια δεν εμφανίζεται σε περιοχές όπου οι βροχοπτώσεις μειώνονται καθώς ανεβαίνει η θερμοκρασία.
Τα σημάδια της ασθένειας θα πρέπει να είναι φανερά, ακόμα και σε παλαιότερες πληγές, καθώς μάζες βακτηρίων εισρέουν από τις άκρες των εκζεμάτων.
Χωρίς να παρατηρηθεί αυτό το φαινόμενο, δεν πραγματοποιείται διάγνωση για citrus canker.
Κύκλος ασθένειας:
Το canker είναι πολύ μεταδοτικό μέσω της βροχής, του ποτίσματος, του μολυσμένου υλικού και των μολυσμένων μοσχευμάτων.
Το βακτήριο εισέρχεται στο φυτό μέσ' από τους πόρους (στόματα) ή μες από τραύματα. Περισσότερο ευάλωτοι είναι οι νεότεροι ιστοί. Όταν υπάρχει ελεύθερη υγρασία στα τραύματα, τα βακτήρια διαρρέουν και μεταφέρονται και σε άλλα φυτά.
Το κλάδεμα προκαλεί σοβαρούς τραυματισμούς και συνιστά πιθανή είσοδο μολύνσεων. Το ίδιο ισχύει και για τις βλάβες που προκαλούνται από τις κάμπιες leaf miner (Phyllocnistis citrella).
Από τη στιγμή που θα επέλθει η μόλυνση και μέχρι την εμφάνιση των συμπτωμάτων μεσολαβούν 60 ή παραπάνω ημέρες (περίοδος επώασης).
Όλες σχεδόν οι μολύνσεις προσβάλλουν τα φύλλα και τους μίσχους τις πρώτες 6 εβδομάδες μετά την έναρξη της ανάπτυξης. Η πλέον κρίσιμη περίοδος για τη μόλυνση του καρπού είναι οι πρώτες 90 ημέρες μετά την πτώση των πετάλων.
Όποια μόλυνση προκύψει μετά απ' αυτό το χρόνο, οδηγεί στο να σχηματιστούν μικροσκοπικές και ασήμαντες φλύκταινες.
Ο πολλαπλασιασμός των βακτηρίων συνήθως πραγματοποιείται όταν οι βλάβες επεκτείνονται ακόμα, και ο αριθμός των βακτηρίων ανά προσβεβλημένο σημείο σχετίζεται με τη γενική ευαισθησία του ξενιστή.
Τα βακτήρια παραμένουν ζωντανά στο περιθώριο των τραυμάτων στα φύλλα και τους καρπούς μέχρι την πτώση τους. Τα βακτήρια επιβιώνουν και σε τραύματα στα ξυλώδη μέρη του δέντρου γι' αρκετά χρόνια.Τα βακτήρια που πέφτουν πάνω στην επιφάνεια του φυτού, εξουδετερώνονται όταν εκτεθούν σε ξηρές συνθήκες. Η εξουδετέρωση τους επιτυγχάνεται όταν εκτεθούν απευθείας στο ηλιακό φως. Τα  εκτεθειμένα βακτήρια επιβιώνουν μόνο για λίγες ημέρες στο χώμα και λίγους μήνες στα απορρίμματα των φυτών που ενσωματώνονται  στο έδαφος. Από την άλλη πλευρά, τα βακτήρια επιβιώνουν για χρόνια σε μολυσμένους ιστούς που διατηρούνται ξηρά και χωρίς χώματα.
Αντιμετώπιση:
Η πρώτη γραμμή άμυνας κατά του canker είναι ο αποκλεισμός. Υπάρχουν αυστηροί περιορισμοί στην εισαγωγή αναπαραγωγικού υλικού και καρπών από περιοχές όπου έχει εμφανιστεί η ασθένεια. Δεν υπάρχει χημική ουσία που θα  καταστρέψει το βακτήριο εντός του φυτικού ιστού. ΄Όταν εισχωρήσει η ασθένεια σε μια περιοχή, η πλέον αποδεκτή μορφή καταπολέμησης είναι η απομάκρυνση και καταστροφή των μολυσμένων και εκτεθειμένων δέντρων.
Όπου το canker συνιστά μείζον πρόβλημα, η αντιμετώπιση απαιτεί ολοκληρωμένα, κατάλληλα καλλιεργητικά μέτρα, όπως ανεμοφράκτες, αντιμετώπιση του leafminer και επαναλαμβανόμενους ψεκασμούς χαλκού.




Βακτηριακό κάψιμο   εσπεριδοειδών
Προκαλών οργανισμός:Pseydomonas syringae pv.syringae.
Το Βlack Ρit προκαλεί συμπτώματα στους καρπούς και το Βlast στα φύλλα και τα μικρά κλαδιά.

Φάσμα προσβαλλομένων:Πλέον ευάλωτα στο blast είναι τα γκρέιπ φρουτ,πορτοκαλιές και μανταρινιές, ενώ στο pit οι λεμονιές.
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Η ασθένεια περιορίζεται κυρίως στις περιοχές όπου παράγονται εσπεριδοειδή, και όπου ο χειμώνας και η άνοιξη χαρακτηρίζονται από υγρασία, κρύο και ανέμους, συνθήκες που ευνοούν τη μετάδοσή της.
Τα φύλλα και τα κλαδιά των δέντρων πορτοκαλιάς και γκρέιπ φρουτ καθώς και ο καρπός της λεμονιάς είναι τα πλέον ευαίσθητα απέναντι στην πάθηση. Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας:
Το black pit προκαλεί συμπτώματα στους καρπούς ενώ το blast στα φύλλα και τα μικρά κλαδιά.
Οι μολύνσεις συνήθως αρχίζουν ως μαύρα εκζέματα στο μίσχο του φύλλου και προχωρούν μέχρι τη μασχάλη



Μόλις περιζωθεί ο μίσχος, τα φύλλα μαραίνονται και πέφτουν. Ολόκληρα τα μικρά κλαδάκια ξεραίνονται.
Η καταστροφή είναι σημαντικότερη στη νότια πλευρά του δέντρου, που βρίσκεται εκτεθειμένη στους χειμερινούς ανέμους.
Τα εκζέματα του blackpit στον καρπό είναι λακουβάκια ή κουκίδες διαμέτρου 5-20 χιλ. Η βλάβη ξεκινά ως ανοιχτόχρωμη κηλίδα στο φλοιό, αργότερα κοκκινίζει και στο τέλος μαυρίζει

Κύκλος ασθένειας:
Το P. syringae pv.syringae είναι κανονικός ένοικος των φύλλων των εσπεριδοειδών και αφθονεί ακόμα περισσότερο στην επιφάνεια των φύλλων σε παρατεταμένες περιόδους υγρασίας που προκαλεί η βροχή ή η ομίχλη και η σχετικά χαμηλή θερμοκρασία. Η μόλυνση προκύπτει όταν τα βακτήρια εισέρχονται από τραύματα στους βλαστούς ή στους καρπούς με τη βοήθεια του ανέμου, της δυνατής βροχής, της διατροφής  εντόμων ή του χαλαζιού. Οι νεαροί, εύχυμοι βλαστοί και φύλλα είναι πιο ευπαθή. Η ασθένεια προχωρεί σε θερμοκρασίες άνω των 20° C και κάτω των 8
 ° C.
Αντιμετώπιση:
Συγκεκριμένες καλλιεργητικές πρακτικές μπορούν να ελαττώσουν τη συχνότητα εμφάνισης του blast.Η φύτευση ανεμοφρακτών και η χρήση πυκνών θάμνων με λιγοστά αγκάθια, εμποδίζει τις μεταφορές από τον άνεμο.
Το κλάδεμα των μαραμένων ή μολυσμένων κλαδιών την άνοιξη μετά την περίοδο των βροχοπτώσεων, περιορίζει τη μετάδοση της ασθένειας,Η προγραμματισμένη λίπανση και το κλάδεμα στη διάρκεια της άνοιξης ή στις αρχές του καλοκαιριού εμποδίζει την επέκταση του blast.
Τα προληπτικά μέτρα κατά του blast και μόνο είναι αντι-οικονομικά, αλλά οι ψεκασμοί κατά της καφέ σήψης ή της Septoria, μπορούν να παράσχουν κάποια προστασία κατά του blast. Σε περιοχές  όπου η ασθένεια είναι σοβαρή, εφαρμόζονται μυκητοκτόνα χαλκού το φθινόπωρο ή το χειμώνα πριν τις πρώτες βροχές.


 Παθολογία - μύκητες



Έλκος λαιμού   εσπεριδοειδών 
Προκαλών οργανισμός: Phytophtora spp.
Ο μύκητας αυτός προκαλεί τις σοβαρότερες μεταφερόμενες μέσω του εδάφους ασθένειες των εσπεριδοειδών. Σημαντικότερη απ' αυτές είναι η  Gumm osis.

Φάσμα προσβαλλομένων:Πολλά οπωροφόρα. Ο μύκητας Phytophthora είναι παρών σε όλους τους κήπους με οπωροφόρα δέντρα.
Συχνότητα και σπουδαιότητα :Έχει παγκόσμια διάδοση και προκαλεί ζημιές στην παραγωγή των εσπεριδοειδών σε αρδευόμενες ξηρές περιοχές  αλλά και σε περιοχές με πολλές βροχοπτώσεις.
Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας:
Ένα από τα πρώτα συμπτώματα του Phytophthora gummosis είναι η διάχυση του οπού από μικρά ρήγματα στον προσβεβλημένο φλοιό. Δίνοντας στο δέντρο εμφάνιση αιμορραγίας. Η gummosis μπορεί να παρασυρθεί από μια δυνατή βροχή




Ο φλοιός παραμένει σταθερός, ξεραίνεται και στο τέλος σπάει και αποβάλλεται. Οι βλάβες απλώνονται γύρω από την περιφέρεια του κορμού, περιζώνοντας αργά το δέντρο .
Αρκετά προσβεβλημένα δέντρα έχουν φύλλα αχνοπράσινα με κίτρινα νεύρα, τυπικό σύμπτωμα της ασθένειας. Ακολουθεί ταχύτατη εξασθένιση του δέντρου μέσα σ' ένα χρόνο αν οι συνθήκες ευνοούν την εξέλιξη της ασθένειας.
Η μόλυνση στα φυντάνια προκαλεί σάπισμα. Τα φύλλα και οι βλαστοί κοντά στο έδαφος, ενδέχεται να καταστραφούν από το Phytophthora, όμως στα φυτώρια, μόνο τα τρυφερά νεαρά βλαστάρια επηρεάζονται. Μέσα από  τις πληγές που προκαλεί το Phytophthora  εισέρχονται δευτερεύουσες  μολύνσεις, οι οποίες καταβάλλουν και αποχρωματίζουν το ξύλο, βαθύτερα από την ίδια την Gummosis.

Κύκλος ασθένειας:
ο Phytophthora μολύνει το περίβλημα της ρίζας και προκαλεί παρακμή των ινωδών ριζών. Το περίβλημα μαλακώνει, αποχρωματίζεται και μοιάζει μουσκεμένο. Ο βλαστός μολύνεται κοντά στο επίπεδο του εδάφους, προκαλώντας βλάβες που εκτείνονται μέχρι τη ρίζα ή μέχρι τον κορμό. Οι βλάβες απλώνονται σε όλο το κορμό περιζώνοντας το δέντρο και καταστρέφοντας το cambium. Οι πληθυσμοί των μυκήτων συντηρούνται στο έδαφος με την επαναλαμβανόμενη μόλυνση των ινωδών ριζών. Κάτω από ευνοϊκές συνθήκες υψηλής υγρασίας και θερμοκρασίας, ο μύκητας παράγει σποράγγεια που απελευθερώνουν ευκίνητους ζωοσπόρους, οι οποίοι έλκονται στη ζώνη της επιμήκυνσης των νέων ριζών από θρεπτικά συστατικά, τα οποία φυσικά εκκρίνονται απ' αυτή τη ριζική ζώνη. Μόλις έλθουν σε επαφή με τη ρίζα οι ζωόσποροι αποκτούν κρούστα, βλασταίνουν και μετά μολύνουν την περιοχή της ζώνης επιμήκυνσης. Αφού εισέλθει ο μύκητας στο  άκρο της ρίζας, η μόλυνση μπορεί να προχωρήσει στο περίβλημα της ρίζας, με αποτέλεσμα να σαπίσει ολόκληρη η ρίζα. Ο κύκλος επαναλαμβάνεται όσο οι συνθήκες είναι ευνοϊκές και οι ιστοί ευαισθητοποιούνται.

Το Phytophthora επιβιώνει στα υπολείμματα των ριζών όταν οι συνθήκες είναι αντίξοες. Το σάπιο περίβλημα της ρίζας αποβάλλεται και ο μύκητας παράγει χλαμυδοσπόρους που μπορούν να παραμείνουν για μακρά χρονική περίοδο εντός του εδάφους. Όταν επανακάμψουν οι ευνοϊκές συνθήκες, οι χλαμυδόσποροι αναπτύσσονται είτε έμμεσα για να προστατεύσουν τα σποράγγεια και τους ζωοσπόρους, είτε άμεσα για να παραγάγουν μυκήλιο. Επιπλέον, όλα τα είδη επιβιώνουν ως μυκήλιο ή σποράγγεια με παχιά τείχη και ως χλαμυδόσποροι, σε μολυσμένες, ζωντανές ρίζες.
Αντιμετώπιση:
Όλα τα φυντάνια στα φυτώρια είναι ευάλωτα, όταν υπάρξουν οι κατάλληλες περιβαλλοντικές συνθήκες.Η αντιμετώπιση της Phytophthora Gummosis εστιάζεται στην πρόληψη της δημιουργίας ευνοϊκών για τη μόλυνση και την ανάπτυξη της ασθένειας, συνθηκών.
Ανθεκτικό ριζικό υλικό συνιστάται για την επαναφύτευση σε κήπους οπωροφόρων με προϊστορία στη συγκεκριμένη ασθένεια.Η καλή άρδευση είναι απαραίτητη γιατί η έλλειψή της  και το υπερβολικό πότισμα συνδυάζονται για να προωθήσουν τους παθογόνους οργανισμούς μέσα στο χώμα, αυξάνοντας τον κίνδυνο μόλυνσης του φλοιού.

Η επιφάνεια του εδάφους κάτω από το δέντρο πρέπει να είναι ελεύθερη από ζιζάνια.
Πρέπει ν' αποφεύγονται οι τραυματισμοί στο φλοιό του κορμού, γιατί συνιστούν σημεία εισόδου παθογόνων μικροοργανισμών.Μεταφύτευση δέντρων από το φυτώριο, με την ένωση του μπουμπουκιού αρκετά πάνω από το έδαφος ώστε ν' αποφευχθεί η επαφή του ευάλωτου φλοιού του φυντανιού με το μολυσμένο χώμα.
Εκτός της βελτίωσης των συνθηκών ανάπτυξης, η μετάδοση της ασθένειας μπορεί να αναχαιτιστεί με την απομάκρυνση του μολυσμένου φλοιού και μιας ζώνης προφύλαξης των υγιών ιστών, σαν περιθώριο γύρω από τη μόλυνση.
Αφήνουμε την εκτεθειμένη περιοχή να στεγνώσει καλά. Μπορούμε ακόμα να  ξύσουμε ελαφρά τον μολυσμένο φλοιό για να βρούμε την περίμετρο της προσβεβλημένης περιοχής κι ύστερα να χρησιμοποιήσουμε ένα φακό προπανίου για να κάψουμε τη μόλυνση και ένα περιθώριο 2,5 εκ. γύρω της. Επανελέγχουμε συχνά για λίγους μήνες, και επαναλαμβάνουμε αν είναι απαραίτητο.
 Ο προ-φυτικός ή μετα-φυτικός χημικός έλεγχος θα είναι απαραίτητος αν αποβούν ανεπαρκείς οι πρακτικές αντιμετώπισης μέσω της καλλιέργειας. Τα συστηματικά μυκητοκτόνα  (Fosestil -AL) αντιμετωπίζουν τη Phytophthora gummosis ενώ και οι ψεκασμοί χαλκού μπορούν να χρησιμοποιηθούν για προστασία κατά της μόλυνσης.
:




Αρμιλλάρια Μέλεα  
Προκαλών οργανισμός:Armillaria mellea
Η σήψη ρίζας Αrmillaria, είναι γνωστή και ως μύκητας ρίζας δρυός, μπορεί κατά περίπτωση να καταστρέψει εσπεριδοειδή. Η Armillaria mellea προσβάλλει πολλά αγγειόσπερμα και γυμνόσπερμα. Οι ξενιστές περιλαμβάνουν οπωροφόρα δέντρα (εσπεριδοειδή, ροδακινιές, αμυγδαλιές, αβοκάντο, κακαόδεντρα, καφεόδεντρα, ακτινίδια κ.λ.π.), αναρριχητικά, θάμνους και δασικά δέντρα ενώ στις μολύνσεις πολυετών φυτών έχουν αναφερθεί η φράουλα, η πατάτα και το καρότο.

Συχνότητα και σπουδαιότητα :Η ασθένεια είναι διεθνώς διαδεδομένη και εντοπίζεται σε εύκρατες και τροπικές περιοχές.
Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας:
Τα πρώτα συμπτώματα της σήψης ρίζας της Αrmillaria είναι η ελλιπής ανάπτυξη ή μαρασμός των βλαστών, τα μικρά, κίτρινα φύλλα και η πρώιμη φυλλόρροια.
Η διάγνωση στις προσβεβλημένες περιοχές γίνεται στο φλοιό, το περίβλημα της ρίζας, και στις ρίζες. Λευκές βεντάλιες μυκηλίων σχηματίζονται μεταξύ φλοιού και ξύλου. Αρχικά τα προσβεβλημένα δέντρα είναι σκόρπια, αλλά λόγω της διάδοσης του μύκητα απ' το αρχικό σημείο της μόλυνσης, εμφανίζονται κυκλικές περιοχές μολυσμένων δέντρων.



Επειδή οι συγκεκριμένοι μύκητες εγκαθίστανται κατά κανόνα στις ρίζες, η ανίχνευσή τους είναι δυσχερής εκτός αν εμφανιστούν χαρακτηριστικοί μύκητες σαν μανιτάρια γύρω από τη βάση του δέντρου ή τα συμπτώματα καταστούν φανερά στη στεφάνη ή στο κάτω μέρος του μίσχου .


Κύκλος ασθένειας:
Η Αrmillaria mellea δεν είναι μόνιμα εγκατεστημένη εντός του εδάφους και πρέπει να επιβιώνει ως μυκήλια ή ριζόμορφα σε μεγάλες ρίζες και μίσχους.
Πάνω σ' αυτές τις ρίζες ή τους μύκητες, ο μύκητας παραμένει ζωντανός για χρόνια, σαν παράσιτα σε ζωντανούς ιστούς που παίζουν ρόλο ξενιστή ή σαν σαπρόφυτα σε νεκρό υλικό από ξύλο.
Ο μύκητας διασπείρεται με την επαφή με τη ρίζα ή μέσω ριζόμορφων, μαύρων χορδών από μυκητησιακά μυκήλια, οι οποίες μπορούν να αναπτυχθούν σε κάποιες αποστάσεις εντός του εδάφους και να έρχονται σ΄επαφή και  να διαπερνούν τις ρίζες του εσπεριδοειδούς. Η ασθένεια εισβάλλει στις ρίζες και τη στεφάνη, περιτυλίγοντας τελικά την περιοχή της στεφάνης και καταστρέφοντας όλο το ριζικό σύστημα. Από το σημείο της μόλυνσης ο μύκητας εισβάλλει στις πλάγιες ρίζες και την περιοχή της στεφάνης, απ' όπου διαχέεται ως λευκά μυκήλια (σε πλάκες) στην περιοχή μεταξύ φλοιού και ξύλου. Αυτό διαφοροποιεί την Αrmillaria από άλλους μύκητες που προκαλούν σήψη στο ξύλο. Το χειμώνα η Αrmillaria συχνά σχηματίζει τσαμπιά μυκήτων στη βάση των μολυσμένων δέντρων, λίγες μέρες ύστερα από μια βροχόπτωση. Ο μύκητας χρειάζεται υγρασία στο έδαφος, γι' αυτό και σπάνια συνιστά πρόβλημα στις έρημες περιοχές.
Αντιμετώπιση:
Η αντιμετώπιση της ασθένειας συνίσταται κυρίως στην πρόληψή της.
Αφού γίνει φανερή η μόλυνση, είναι πολύ δύσκολο να σωθεί το δέντρο. Αποφύγετε την καλλιέργεια σε μέρος που πιθανολογείται να έχει μολυνθεί από Αrmillaria.
Εάν υπάρχουν μολυσμένα δέντρα στον κήπο σας, απομακρύνετέ τα τελείως, και τις ρίζες τους μαζί, και αφήστε τα να ξεραθούν εντελώς πριν τα απομακρύνετε. Επίσης απομακρύνετε τα γειτονικά,φαινομενικά υγιή δέντρα. Αφού εμφανιστούν συμπτώματα σ' ένα δέντρο, το πιθανότερο είναι πως η ασθένεια έχει φτάσει μέχρι τις ρίζες των γύρω δέντρων. Για να ετοιμαστούν τα μολυσμένα  μέρη για επαναφύτευση, απομακρύνετε και καταστρέψτε όλες τις ρίζες που έχουν διάμετρο 1,2-2,5 εκ., και αποστειρώστε την περιοχή.



Σήψη Ρίζας
Προκαλών οργανισμός:Phytophthora citrophthora and Phytophthora parasitica
Φάσμα προσβαλλομένωνΠολλά οπωροφόρα
Οι μύκητες Ρhytophthora βρίσκονται σε όλους σχεδόν τους κήπους οπωροφόρων

Συχνότητα και σπουδαιότητα :Οι μύκητες εντοπίζονται σ' όλο τον κόσμο.
Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας:
Η σήψη ρίζας από phytophthora προκαλεί αργή παρακμή του δέντρου.Η phytophthora citrophthora είναι χειμερινή σήψη ρίζας που προκαλεί παράλληλα καφέ σήψη καρπού και gummosis. Η phytophthora citrophthora δραστηριοποιείται στις ψυχρές περιόδους, όταν οι ρίζες των εσπεριδοειδών είναι αδρανείς και η αντίστασή τους στη μόλυνση περιορισμένη. Η phytophthora parasitica δραστηριοποιείται σε θερμές περιόδους, όταν αναπτύσσονται οι ρίζες.
Τα φύλλα γίνονται αχνοπράσινα ή κίτρινα και ενδέχεται να πέσουν, ανάλογα με τη βαρύτητα της μόλυνσης. Η ασθένεια καταστρέφει τις ρίζες που αντλούν από το έδαφος τα θρεπτικά συστατικά. Αν η καταστροφή των ριζών προχωρήσει ταχύτερα απ' ότι η αναγέννησή τους, το δέντρο στερείται νερού και θρέψης, με αποτέλεσμα να υπαναπτύσσεται, να εξαντλούνται τα ενεργειακά του αποθέματα και να μειώνεται η παραγωγή.Τα συμπτώματα της ασθένειας ξεχωρίζουν δύσκολα από το νηματοειδή, το άλας, ή τις ζημιές από πλημμύρα. Είναι απαραίτητη η εργαστηριακή ανάλυση.

Κύκλος ασθένειας:
Επιβιώνουν μες από αντίξοες καιρικές συνθήκες σαν ανθεκτικά σπόρια μέσα στο έδαφος. Όταν υπάρχει υγρασία παράγεται μεγάλος αριθμός κινητών ζωοσπόρων, οι οποίοι μπορούν να κολυμπήσουν σε μικρή απόσταση. Οι ζωόσποροι είναι φορείς της ασθένειας μέσω του νερού του ποτίσματος ή της βροχής στις ρίζες.Η σήψη επέρχεται στον κορμό όταν οι ζωόσποροι ή άλλα είδη πολλαπλασιαστικού υλικού πέφτουν πάνω στην ένωση του μπουμπουκιού. Η μόλυνση εισέρχεται μες από τραύματα ή φυσικές ρωγμές του φλοιού. Το εκτεθειμένο cambium (Σ.τ.Μ.: φυτικός ιστός, κυλινδρικό στρώμα κυττάρων αυξανόμενου μεγέθους στις ρίζες και τα κοτσάνια, το οποίο παράγει το νέο ιστό που ευθύνεται για τη μεγέθυνση, ιδιαίτερα των ιστών που δημιουργούν τον οπό, το ξύλημα και τους σύνθετους ιστούς), καθώς και το cambium που ευρίσκεται κάτω από το φλοιό είναι ευάλωτα στη μόλυνση για χρονικό διάστημα μέχρι 14 ημέρες. Η ζημιά που προκαλείται στον κορμό ωστόσο δεν παράγει παράγοντες που θα προκαλέσουν περαιτέρω μολύνσεις, κι έτσι η πάθηση δεν έχει επιδημιολογική βαρύτητα.

Αντιμετώπιση:
Χρήση ανθεκτικού ριζικού υλικού, σωστό πότισμα (καλό στράγγισμα, αποφυγή υπερυδάτωσης), μυκητοκτόνα και αποστείρωση.

Η αποστείρωση ίσως αποδειχτεί απαραίτητη όταν φυτεύουμε ή επαναφυτεύουμε σε έδαφος μολυσμένο από Ρhytophthora ή όταν πρέπει να χρησιμοποιηθούν ευάλωτα ριζικά (Fosetil-Al, Metalaxil), εφόσον δεν επικρατούν άλλες αντίξοες συνθήκες.


Αλτερνάρια
Προκαλών οργανισμός: Alternaria alternata
Φάσμα προσβαλλομένων:
  Η Alternaria alternate είναι συγκυριακή ασθένεια, σε πάνω από 380 είδη. Ειδικά στα εσπεριδοειδή, προσβάλλει τη μανταρινιά.

Συχνότητα και σπουδαιότητα :
Πρωτοεμφανίστηκε στη Φλόριντα πριν από 30 χρόνια. Σήμερα εντοπίζεται και στην Νότια Αφρική, Τουρκία, Ισραήλ, Ισπανία και Κολομβία. Μπορεί να πλήξει και γκρέιπ φρουτ, αλλά συνήθως δεν δημιουργεί προβλήματα διάθεσης του καρπού στο εμπόριο.

Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας:
Στα νεαρά φύλλα, οι βλάβες πρωτοεμφανίζονται ως μικρές καφέ ή μαύρες κηλίδες, που σύντομα περιζώνονται από μια κίτρινη στεφάνη. Η στεφάνη παράγεται από μυκητησιακή τοξίνη, η οποία ευθύνεται εν πολλοίς και για τη νέκρωση. Οι κηλίδες στα νεαρά φύλλα εμφανίζονται μόλις 36-48 ώρες μετά τη μόλυνση.
Η τοξίνη ενίοτε μετατοπίζεται στο αδενικό σύστημα, προκαλώντας χλώρωση και νέκρωση που εκτείνονται στα νεύρα. Οι κηλίδες μεγεθύνονται όσο ωριμάζουν τα φύλλα και αν η ασθένεια είναι σοβαρή, μπορεί τα φύλλα να πέσουν και οι βλαστοί να νεκρωθούν.
Θύματα επίθεσης πέφτουν και οι νεαροί βλαστοί, που συνήθως υφίστανται εκζέματα διαμέτρου 1-10 χιλ. Τα ελάχιστα δείγματα καρπών, μολύνονται λίγο μετά την πτώση των πετάλων, κι έτσι ακόμα και η  ελάχιστη προσβολή, προκαλεί άμεση αποβολή τους.
Σε πιο ώριμα φρούτα τα συμπτώματα ποικίλουν από μαύρους κόκκους έως εκτεταμένα εκζέματα στο φλοιό. Οι καρποί είναι ευπαθείς για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 3 μηνών μετά την πτώση των πετάλων. Ακόμα και μετά απ' αυτό το χρονικό διάστημα, κάποια φρούτα ενδέχεται να πέσουν λόγω προγενέστερων μολύνσεων



Κύκλος ασθένειας:
Τα σπόρια του μύκητα έχουν παχιά τοιχώματα, πολυκυτταρικά, χρωματισμένα και έτσι αντέχουν στις αντιξοότητες.Τα σπόρια παράγονται αρχικά σε παλιά εκζέματα επί ώριμων φύλλων που παρέμειναν στο δέντρο, καθώς και πάνω σ'εκείνα που έχουν πέσει στο έδαφος, δεν παράγονται όμως επί του καρπού. Τα σπόρια μεταφέρονται με τον άνεμο. Τα ευνοούν οι βροχές και οι ξαφνικές αλλαγές στην υγρασία.Η χρονική περίοδος που απαιτείται για την μόλυνση είναι 8-10 ώρες όταν η θερμοκρασία είναι ευνοϊκή (20-29
 °C). Σε θερμοκρασία κάτω των 17°C για να επέλθει η μόλυνση απαιτούνται εκτεταμένες περίοδοι υγρασίας των φύλλων (άνω των 24 ωρών). Τις περισσότερες φορές  η μόλυνση ακολουθεί τη βροχή ή την πάχνη.
Αντιμετώπιση:
Πολλές πρακτικές αντιμετωπίζουν τη σοβαρότητα της ασθένειας.Όταν πρωτοφυτεύετε ευπαθείς ποικιλίες, να  χρησιμοποιείτε φυντάνια καθαρά από ασθένειες.Τα δέντρα που αναπτύσσονται σε θερμοκήπια, χωρίς πότισμα από πάνω, συνήθως δεν πάσχουν από  Alternaria. Αν παραμένει στεγνό το φύλλωμα, η ασθένεια δεν το προσβάλλει ποτέ!
Επιλογή κατάλληλων σημείων για φύτευση:
Επιλέξτε τόπο με καλή κυκλοφορία του αέρα και άνεμο. Αποφύγετε τα μέρη όπου εμφανίζεται ομίχλη.Αυξήστε την απόσταση μεταξύ των δέντρων και το κλάδεμα των χαμηλότερων κλαδιών.Αποφύγετε την εκτεταμένη βλάστηση, ελέγχοντας την υπερ-λίπανση και το υπερβολικό πότισμα.Παρά τα καλά καλλιεργητικά μέτρα, κύρια μέσα αντιμετώπισης της καφέ κηλίδας Αlternaria είναι τα μυκητοκτόνα.Ευρύτερα χρησιμοποιούμενα είναι τα Maneb, mancozeb και τα μυκητοκτόνα χαλκού.





Αλτερνάρια   (Σήψη λαιμού)
Προκαλών οργανισμός: Αlternaria citri.
Φάσμα προσβαλλομένων:Εσπεριδοειδή, κυρίως ομφαλοφόρες πορτοκαλιές και λεμονιές.
Συχνότητα και σπουδαιότητα :
Στις φυτείες, μπορεί ν' αποδειχτεί ιδιαίτερα σοβαρή για τις ομφαλοφόρες πορτοκαλιές γιατί οι ατέλειες στον ομφαλό διευκολύνουν τη μόλυνση. Η ασθένεια συνιστά πρόβλημα και για τη βιομηχανία, γιατί και μικρή έστω μόλυνση, προκαλεί πικρή γεύση και κάποιους σάπιους ιστούς, που καταστρέφουν το χυμό.

Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας:
Η ασθένεια εμφανίζεται αρχικά ως σήψη στην άκρη του μίσχου σε καρπούς που παραμένουν για μεγάλο διάστημα αποθηκευμένοι, αλλά μερικές φορές και στους καρπούς που είναι πάνω στο δέντρο, όπου και προκαλεί πρόωρη πτώση του.


Οι καρποί που μολύνονται από Αlternaria citri αλλάζουν χρώμα πρόωρα, και ενδέχεται να εμφανίσουν μια καφέ ημίμαυρη κηλίδα κοντά στην άκρη του κοτσανιού (Εικ.1). Σε κάποιους καρπούς ωστόσο, δεν εμφανίζονται εξωτερικά σημάδια μόλυνσης, και πρέπει να κοπούν για ν' αποκαλυφθεί η σήψη στο κέντρο


Κύκλος ασθένειας:
Η Αlternaria citri, αναπτύσσεται σαπροφυτικά στους νεκρωμένους ιστούς των εσπεριδοειδών και παράγει αερόβια κονίδια. Αρχικά εγκαθιστά μια ακίνητη μόλυνση στο άκρο του καρπού. Ο μύκητας δεν αναπτύσσεται στον καρπό, εάν δεν προηγηθεί γήρανση του άκρου.
Οι πιθανότητες προσβολής από Alternaria αυξάνονται όταν ο καρπός έχει αδυνατίσει από άλλες αντιξοότητες, ή είναι υπερώριμος ή στη διάρκεια της αποθήκευσης.
Αντιμετώπιση:
Τα υγιή, καλής ποιότητας φρούτα είναι ανθεκτικότερα στην Αlternaria απ' ότι τα ταλαιπωρημένα, ειδικά τα πορτοκάλια με ατέλειες στον ομφαλό. Έμφαση πρέπει να δοθεί στην πρόληψη.



Σεπτόρια
Προκαλών οργανισμός: Septoria. Citri
Φάσμα προσβαλλομένων:Ευπαθή είναι όλα τα φυτώρια εσπεριδοειδών, ειδικά λεμονιές και γκρέιπ φρουτ.
Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας: :
Τα συμπτώματα στον καρπό εμφανίζονται σαν μικρά, ανοιχτομπρούτζινα έως καφεκόκκινα βαθουλώματα ή λακουβάκια, διαμέτρου 1-2 χιλ., που δεν εκτείνονται βαθύτερα από το επικάρπιο. Πάνω σ' αυτά τα βαθουλώματα ενδέχεται να παραχθούν μικρά, μαύρα πυκνίδια. Στη διάρκεια της αποθήκευσης, μπορεί οι θιγμένες περιοχές να διευρυνθούν και να συνενωθούν σε μεγαλύτερους λεκέδες που φτάνουν σε διάμετρο αρκετά εκατοστά

Οι μολύνσεις ενσκήπτουν όταν ο καρπός είναι πράσινος και τα συμπτώματα γίνονται πιο ευδιάκριτα  όταν το φρούτο αλλάξει χρώμα και γίνει από πράσινο κίτρινο ή πορτοκαλί. Συχνά συνοδεύονται και από λεκέδες σαν δάκρυα .


Κύκλος ασθένειας:
Η Septoria citri έχει σαπροφυτικές ιδιότητες, και συχνά σχηματίζονται άφθονα πυκνίδια στα νεκρωμένα κλαδάκια ή φύλλα του εσπεριδοειδούς. Οι μολύνσεις στα υγιή φύλλα και καρπούς αρχίζουν όταν τα σπόρια της Septoria διαχέονται σ' όλο το δέντρο με την πάχνη ή το βρόχινο νερό.

Τα κονίδια προκαλούν λανθάνουσες μολύνσεις που δε δίνουν συμπτώματα για χρονικό διάστημα μέχρι και 6 μηνών μετά την αρχική μόλυνση.
Αντιμετώπιση:
Εφαρμογή μυκητοκτόνου χαλκού στο τέλος του φθινοπώρου ή την αρχή του χειμώνα, αμέσως μετά την πρώτη βροχή. Στα  έτη με μεγάλο αριθμό βροχοπτώσεων, ενδέχεται να χρειαστεί επαναψεκασμός.





Μελάνωση
Προκαλών οργανισμός:Diaporthe citri = Phomorsis citri.
Φάσμα προσβαλλομένων: 
Όλα τα είδη εσπεριδοειδών είναι υποκείμενα στην melanose, αλλά σοβαρότερα επηρεάζονται γκρέιπ φρουτ και λεμονιά.

Συχνότητα και σπουδαιότητα :
Υπάρχει σ' όλες τις χώρες όπου καλλιεργούνται εσπεριδοειδή, αλλά βαρύτητα έχει μόνο εκεί όπου η παραγωγή φρούτων για εμπορία γίνεται σε συνθήκες υγρασίας.

Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας:
Τα πρώτα συμπτώματα στα φύλλα είναι μικρά, στρογγυλά, σκούρα λακουβάκια με κίτρινο περίγραμμα. Αργότερα τα  στίγματα μεγεθύνονται, κιτρινίζουν και μπορεί  να πέσουν πρόωρα. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και στα μικρά κλαδάκια



Η ασθένεια μπορεί να καταστεί σοβαρή μετά από βροχερές περιόδους την άνοιξη, ειδικά όταν αυτές οι περίοδοι ακολουθούν ύστερ' από  το κρύο που είχε σαν αποτέλεσμα άφθονα ξερά κλαράκια. Αυτός ο μύκητας χτυπά και τους καρπούς. Τα στίγματα στον καρπό είναι στην αρχή μικρά, ανοιχτοκάστανα και βαθουλωτά. Αργότερα υψώνονται και σκουραίνουν. Όταν βρεθούν κοντά αρκετά στίγματα, η επιφάνεια αποκτά τραχύτητα στην επαφή, εξ ου και το προσωνύμιο <γυαλόχαρτο> που έχει δοθεί στην ασθένεια.
α στίγματα κάποτε συνιστούν σχέδια που προέρχονται από τη μόλυνση την οποία προκαλούν τα σπόρια των μυκήτων όταν διαχέονται στην επιφάνεια του καρπού από τη βροχή.


Κύκλος ασθένειας:
Ουσιαστικά η Diaporthe citri είναι μύκητας σαπρόφυτο που ολοκληρώνει τον κύκλο της ζωής του σε νεκρά κλαράκια. Ο Diaporthe citri παράγει ασκοσπόρους (φυλετικά) και πυκνιδιοσπόρους (παρθενογενετικά). Αυτός ο δεύτερος τύπος παράγει το περισσότερο μολυσματικό υλικό για την Phomorsis.
Οι ασκόσποροι σχηματίζονται εντός μίας δομής κυστιδίων είτε στο εξασθενημένο ξύλο που βρίσκεται στο έδαφος ή σε νεκρά κλαδιά τα οποία παραμένουν στο δέντρο ως τα χλαμόκλαδα. Η κύρια συμβολή τους στην ανάπτυξη της ασθένειας σχετίζεται με τη διάδοση του μύκητα σε μακρινές αποστάσεις, αφού οι ασκόσποροι μεταφέρονται με τον άνεμο.
Οι φλύκταινες της Melanose δεν παράγουν σπόρια και ο μύκητας μπορεί ν' απομονωθεί από τις φλύκταινες μόνο για λίγες ημέρες μετά την πρώτη τους εμφάνιση.
Ο καρπός παραμένει ευπαθής στις επιθέσεις για λίγο χρόνο μετά την πτώση των πετάλων.
Η σοβαρότητα της ασθένειας προσδιορίζεται κυρίως από την ποσότητα μολυσματικού υλικού που υπάρχει στα ξερά φύλλα, την ηλικία του καρπού και την διάρκεια των περιόδων υγρασίας οι οποίες ακολουθούν τις βροχοπτώσεις.
Η Μelanose χρειάζεται μακρά περίοδο συνεχούς υγρασίας για την αναπαραγωγή των σπόρων της και τη διείσδυση σε ξενιστές. Οι συνθήκες είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές  για τη μόλυνση όταν οι βροχοπτώσεις έρχονται αργά στην ημέρα και ο καρπός μένει όλη τη νύχτα μουσκεμένος-ειδικά αν η νύχτα είναι ζεστή.
Αντιμετώπιση:
Το κλάδεμα για τον έλεγχο της Μelanose δεν είναι εφικτό σε παλαιότερα δέντρα αλλά έχει αξία σε δέντρα που έχουν φυτευτεί πρόσφατα και έχουν υποστεί ταλαιπωρία από παγωνιά.
Τα μυκητοκτόνα χαλκού είναι οι στυλοβάτες στην αντιμετώπιση της ασθένειας στους καρπούς στις περισσότερες χώρες, είναι όμως αποτελεσματικά μόνο αν εφαρμοστούν στην επιφάνεια του καρπού. Ο χρόνος της εφαρμογής για τη melanose  εξαρτάται από τις τοπικές κλιματολογικές συνθήκες. Τα διαλείμματα μεταξύ  εφαρμογών μπορούν να επεκταθούν στη διάρκεια των κανονικά ξηρών περιόδων.
Περισσότερες εφαρμογές μυκητοκτόνων χαλκού σε μικρή ποσότητα δίνουν καλύτερα αποτελέσματα απ' ότι λιγότερες εφαρμογές σε μεγαλύτερη ποσότητα.
Η εφαρμογή μυκητοκτόνου θα πρέπει να συνεχιστεί μέχρι ο καρπός να φτάσει τα 2/3 του τελικού του μεγέθους





Ανθράκωση εσπεριδοειδών
Προκαλών οργανισμός: Colleotrichum acutatum
Φάσμα προσβαλλομένων:Εσπεριδοειδή
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
  
H PFD εντοπίζεται σε όλες τις υγρές, υποτροπικές περιοχές καλλιέργειας εσπεριδοειδών της Αμερικανικής ηπείρου. Προκαλεί σοβαρές απώλειες  στην παραγωγή, ειδικά όταν υπάρχει μεγάλος αριθμός βροχοπτώσεων.
Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας:

Τ α πρώτα συμπτώματα της PFD είναι οι ροδοκόκκινες νεκρωτικές κηλίδες σε ανοιχτά πέταλα. Οι κηλίδες συχνά συγχωνεύονται, προκαλώντας καταστροφή σε όλη την ανθοφορία. Τα προσβεβλημένα πέταλα σκληραίνουν και ξεραίνονται, ενώ παραμένουν στη θέση τους για αρκετές ημέρες μετά την πτώση των υγιών ανθέων.



Μετά την πτώση των πετάλων, ο νεαρός καρπός αποχρωματίζεται ελαφρώς προς το κίτρινο και συνήθως πέφτει, αφήνοντας τον κάλυκα και το δίσκο του άνθους άθικτο.
Αυτές οι δομές συνήθως ονομάζονται buttons και διατηρούν το πράσινο χρώμα τους για πάνω από ένα χρόνο. Τυχαίνει ο νέος καρπός να παραμείνει συνδεδεμένος με το button, αλλά να μην αναπτύσσεται. Τα φύλλα γύρω από τα buttons είναι συνήθως μικρά, με μεγεθυσμένα νεύρα

Κύκλος ασθένειας:
Στην περίοδο της ανθοφορίας, η βροχή μεταφέρει τα κονίδια. Αφού ολοκληρωθεί η ανθοφορία,  ο μύκητας επιβιώνει ως appressoria στα buttons, φύλλα και κλαδάκια. ΄Όταν ανοίξουν τα πρώτα άνθη της επόμενης  ανθοφορίας, τα appressoria ερεθίζονται για γονιμοποίηση από τις εκκρίσεις στα πέταλα.
Αντίθετα με τα άλλα Colletotrichum spp. τα οποία διεισδύουν στους μολυσμένους ιστούς, το Colleotrichum acutatum σχηματίζει appressoria που βλασταίνουν και σχηματίζουν hyphae με λίγα κονίδια. Τα κονίδια εν συνεχεία διασπείρονται με τη βροχή σε νέα άνθη, ολοκληρώνοντας τον κύκλο.
Ο μύκητας μεταφέρεται επίσης από μέλισσες και άλλα έντομα σε γειτονικά άνθη.
Τα appressoria ζουν περίπου ένα χρόνο.
Σημαντικός παράγοντας για τη μεταφορά των κονιδίων είναι η βροχή. Σπάνια εμφανίζεται επιδημία χωρίς βροχοπτώσεις. Για να επέλθει μόλυνση απαιτείται μια ελάχιστη περίοδος υγρασίας-που στις περισσότερες περιοχές, υπάρχει. Η θερμοκρασία, αντίθετα, δεν είναι αποφασιστικός για τη σοβαρότητα της PFD παράγοντας. Η χαμηλή θερμοκρασία επιβραδύνει τη μόλυνση αλλά επιβραδύνει και την άνθιση, αυξάνοντας την πιθανότητα να υπάρξει βροχόπτωση κατά τη διάρκεια της ανθοφορίας.
Αντιμετώπιση:
Τα μέτρα καλλιέργειας, που θα βοηθήσουν να μειωθεί η σοβαρότητα της PFD, περιλαμβάνουν:
-          αντικατάσταση ποτιστικών σε ύψος με άλλα, που ποτίζουν χαμηλά.
-          απομάκρυνση μολυσμένων δέντρων, πριν την άνθιση.
-          μεγάλες αποστάσεις μεταξύ δέντρων και κλάδεμα για να επιτραπεί η καλή κυκλοφορία του αέρα.
Συχνά απαιτείται και η χρήση μυκητοκτόνου στη διάρκεια της ανθοφορίας. Κάποιες δυνατότητες παρέχουν τα Μaneb και Captan, ενώ τα  περιέχοντα χαλκό είναι αναποτελεσματικά.

Μυκητησιακες ασθενειες μετα τη συγκομιδη



Πρασινη και γαλαζια   μουχλα
Προκαλών οργανισμός: Penicillium digitatum (πράσινη μούχλα) και Penicillium italicum (γαλάζια μούχλα)
Αυτοί οι δυο τύποι μούχλας συμπεριφέρονται παρόμοια.

Φάσμα προσβαλλομένων:Όλοι οι τύποι εσπεριδοειδών είναι ευάλωτοι.
Συχνότητα και σπουδαιότητα :
Η πράσινη και η γαλάζια μούχλα εμφανίζονται σε όλες τις περιοχές παραγωγής εσπεριδοειδών, σ' όλο τον κόσμο. Συνηθέστερη και σημαντικότερη είναι η πράσινη μούχλα, ενώ η γαλάζια είναι λιγότερο συχνή.

Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας: 
Τα αρχικά συμπτώματα της πράσινης μούχλας είναι παρεμφερή μ' εκείνα της γαλάζιας. Ο προσβεβλημένος ιστός εμφανίζεται σαν απαλό, νερουλό, ελαφρώς αποχρωματισμένο στίγμα. Το στίγμα μεγεθύνεται και η σήψη σύντομα προκαλεί κυστίδια χυμού. Λευκό μυκήλιο εμφανίζεται στην επιφάνεια του φλοιού.


Αφού φτάσει σε διάμετρο περίπου τα  2.5 εκ, παράγονται λαδί ή γαλάζια σπόρια, αφήνοντας ένα στενό λευκό περιθώριο μυκηλίου. Τα γαλάζια σπόρια που καλύπτουν τον καρπό, μπορεί με το χρόνο να γίνουν λαδί-καφέ.


Αν η σχετική υγρασία είναι χαμηλή, όλο το φρούτο συρρικνώνεται και ζαρώνει τελείως. Αν η σχετική υγρασία είναι υψηλή, υπεισέρχονται και άλλα βακτήρια και το φρούτο μετατρέπεται σε μαλακή, αποσυντιθέμενη μάζα.


Κύκλος ασθένειας:
Η γαλάζια και πράσινη μούχλα είναι συναφείς σε κύκλο, διαδικασία μόλυνσης και επιδημιολογία.  ToPenicillium digitatum (πράσινη μούχλα) επιβιώνει από εποχή σε εποχή κυρίως ως κονίδια. Η μόλυνση αρχίζει με αερομεταφερόμενα σπόρια που εισέρχονται στο φλοιό μέσω τραυμάτων. Ακόμα και τα τραύματα στον ελαιώδη αδένα μπορούν να διευκολύνουν  κάποια μόλυνση. Επιπλέον, εισβάλει στον καρπό μέσω πληγών που προκαλούνται φυσιολογικά, όπως από το κρύο, την oleocellosis, και τις βλάβες στον κορμό.Συνήθως ο μύκητας δεν μεταφέρεται από ένα μολυσμένο καρπό στον διπλανό, υγιή καρπό μέσα στις συσκευασίες. Ο κύκλος μόλυνσης και  σχηματισμού σπορίων μπορεί να επαναληφθεί πολλές φορές στη διάρκεια της περιόδου σε έναν αποθηκευτικό χώρο και η μολυσματική ουσία αυξάνει την πίεση στη διάρκεια της περιόδου συλλογής αν δεν ληφθούν προληπτικά μέτρα. Η πράσινη μούχλα εξελίσσεται ταχύτερα σε θερμοκρασίες κοντά στους 24ºC και πολύ αργότερα άνω των 30ºC και κάτω των 10ºC. Η σήψη αναστέλλεται πλήρως στον 1ºC.

 Το Penicillium Italicum (Γαλάζια μούχλα), αντίθετα με το Penicillium digitatum (πράσινη μούχλα), διαχέεται σε συσκευασίες και έχει ως αποτέλεσμα αρκετές βλάβες στους καρπούς. Όπως και η πράσινη, αναπτύσσεται ταχύτερα γύρω στους 24ºC -όμως η γαλάζια μούχλα αναπτύσσεται καλύτερα από την πράσινη κάτω από τους l0"C και ίσως υπερτερεί έναντι της πράσινης σε καρπούς που αποθηκεύονται σε τέτοιες θερμοκρασίες. Μπορεί επίσης να υπερτερεί στους καρπούς που έχουν δεχτεί θεραπεία με μυκητοκτόνα, γιατί  αντίσταση σ' αυτά τα υλικά συχνά παρουσιάζει η   P italicum παρά η  P. digitatum.
Αντιμετώπιση:
Η αντιμετώπιση της πράσινης μούχλας είναι ίδια μ' εκείνη της γαλάζιας. Η προσεκτική συλλογή και αντίστοιχος χειρισμός των καρπών, ελαχιστοποιεί τις βλάβες στο φλοιό τους και τον κίνδυνο μολύνσεων. 
Θα πρέπει να εφαρμοστούν μέτρα εξυγίανσης για να προληφθεί η παραγωγή σπόρων στον προσβεβλημένο καρπό και η συσσώρευση σπόρων στα εργαλεία και το χώρο της συσκευασίας. Η άμεση ψύξη μετά τη συσκευασία, καθυστερεί αρκετά την εμφάνιση της μούχλας, ειδικά αν συνδυαστεί με αποτελεσματικό μυκητοκτόνο.
Τα μυκητοκτόνα που χρησιμοποιούνται μετά τη συγκομιδή συμπεριλαμβάνουν τα thiophanate methyl,imazalil, prochloraz, και guazatine.





Γκριζα μουχλα
Προκαλών οργανισμός: Botrytis cinerea
Φάσμα προσβαλλομένων: 
Ο Botrytis cinerea είναι μύκητας με μεγάλη διασπορά, που προσβάλλει πολλά διαφορετικά είδη, μεταξύ των οποίων φυλλώδη καλλωπιστικά, λαχανικά, φρούτα και καλλιέργειες θερμοκηπίου.

Συχνότητα και σπουδαιότητα :
Ο μύκητας συνιστά πρόβλημα κυρίως για τη λεμονιά, σε περιοχές με ψυχρό καιρό, ομίχλη και ψιλόβροχο στη διάρκεια της ανθοφορίας.

Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας:
Η σήψη που σχετίζεται με τη γκρίζα μούχλα στον καρπό της λεμονιάς εμφανίζεται ως καφέ αλλοίωση παρόμοια μ' εκείνη των Trichoderma rot και της καφέ σήψης. Είναι όμως σε πιο ανοιχτό καφέ απ' ό,τι η Trichoderma rot. Η μυρωδιά του καρπού που έχει προσβληθεί από Botrytis δεν είναι τόσο διακριτή όσο εκείνη του καρπού με καφέ σήψη ή σήψη Trichoderma. Όταν υπάρχει πολλή υγρασία, στην επιφάνεια του καρπού εμφανίζονται μάζες από σπόρια σε χρώμα γκριζο-καφέ έως λαδί.
Η ασθένεια μεταδίδεται άμεσα δια της επαφής με τους διπλανούς καρπούς.


Κύκλος ασθένειας:
Η μόλυνση που παράγεται σε οργανικά κατάλοιπα φυτών όταν ο καιρός είναι ψυχρός, με ομίχλη, διαχέεται με τον άνεμο ή τη βροχή και μολύνει τα άνθη. Αφού εποικίσει τα τμήματα των ανθέων, η Botrytis cinereaμπορεί να σχηματίσει αδρανείς μολύνσεις στην ένωση του καρπού με το μίσχο του, και η ασθένεια να εμφανιστεί μετά τη συγκομιδή. 
Ο καρπός μπορεί να μολυνθεί και όταν έλθει σ' επαφή με την επιφάνειά του υπόλειμμα προσβεβλημένου άνθους.

Αντιμετώπιση:
Είναι δύσκολο ν' αντιμετωπίσουμε τη γκρίζα μούχλα στις λεμονιές με μυκητοκτόνα, γιατί η περίοδος ανθοφορίας είναι πολύ εκτεταμένη. αφού το χώμα συνιστά κύρια δεξαμενή της Botrytis cinerea, οι καρποί που βρίσκονται κοντά στο έδαφος, δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται στη συγκομιδή. Οι τραυματισμοί στους καρπούς στη διάρκεια της συλλογής τους, θα πρέπει να ελαχιστοποιείται.

Η υγρασία στους αποθηκευτικούς θαλάμους ενισχύει την ανάπτυξη της Botrytis cinerea στα τραυματισμένα φρούτα και προωθεί τη διάχυση δια της επαφής. Όσον αφορά τα λεμόνια, δεν είναι εφικτή μέθοδος προστασίας η αποθήκευσή τους σε χαμηλή θερμοκρασία, γιατί οι θερμοκρασίες κάτω των 10ºC προκαλούν βλάβες λόγω παγώματος. Οι θεραπείες στους χώρους συσκευασίας, ενάντια στη μούχλα που προκαλείται από πενικίλιο, θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές και κατά της γκρίζας μούχλας. 





Καφε σηψη
Προκαλών οργανισμός: Phytophthora spp. 
Το συνηθέστερο και πλέον διαδεδομένο αίτιο της καφέ σήψης είναι η Phytophthora palmivora σε υγρές περιοχές και η Phytophthora syringae στα Μεσογειακά κλίματα.  

Φάσμα προσβαλλομένων:
Η ασθένεια προσβάλλει καρπούς όλων των ειδών, έχει όμως ιδιαίτερη σοβαρότητα στα λεμόνια.

Συχνότητα και σπουδαιότητα :
Η καφέ σήψη εμφανίζεται στις περιοχές καλλιέργειας εσπεριδοειδών όπου οι βροχοπτώσεις συμπίπτουν με τα τελευταία στάδια της ανάπτυξης του καρπού.

Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας:
Tο ίδιο γένος της Phytophthora που προκαλεί σήψη στη ρίζα και μπορεί να μολύνει τον καρπό, προκαλεί την καφέ σήψη όταν βρει κρύο και υγρασία. Τα συμπτώματα της καφέ σήψης εμφανίζονται κυρίως σε ώριμα ή σχεδόν ώριμα φρούτα.  
Tο πρόβλημα εντοπίζεται κατ' αρχήν ως ελαφρός καφέ αποχρωματισμός στο φλοιό. Αρχικά μοιάζει με μουσκεμένη κηλίδα, ύστερα όμως ο καρπός μαλακώνει και σκουραίνει ολόκληρος.

Αργότερα στην επιφάνεια του καρπού εμφανίζεται ένα στρώμα λευκό, βελούδινο. Ο μολυσμένος καρπός έχει μια χαρακτηριστική, οξεία δυσοσμία, η οποία και διακρίνει αυτή την ασθένεια από άλλα είδη σήψης.
Η μόλυνση προχωρεί στον καρπό αλλά όχι πέρα από το  μεσοκάρπιο. Το μολυσμένο φρούτο στο τέλος πέφτει.

Κύκλος ασθένειας:
Η καφέ σήψη αναπτύσσεται κυρίως στον καρπό που μεγαλώνει κοντά στο έδαφος όταν τα σπόρια τηςPhytophthora πέφτουν στο δέντρο στη διάρκεια καταιγίδων. Η παρατεταμένη υγρασία ευνοεί τη μόλυνση. Ο καρπός που μολύνεται λίγο πριν τη συγκομιδή, μπορεί να μην δείξει συμπτώματα μέχρι να μείνει για λίγες μέρες στον αποθηκευτικό χώρο. Αν τέτοιοι καρποί συσκευασθούν, μπορεί να μολύνουν και τους υπόλοιπους.
Αντιμετώπιση:
Οι καλλιεργητικές πρακτικές που ελαχιστοποιούν τη σοβαρότητα της νόσου σε μακρές περιόδους υγρασίας είναι:
Σωστό πότισμα
Κούρεμα για να εμποδιστεί η βλάστηση στο έδαφος και να μην ψηλώσει πολύ.
Κλάδεμα για να απομακρυνθούν τα κλαδιά που κρέμονται χαμηλά.
Διατήρηση επαρκούς άρδευσης εδάφους.  
Η καλύτερη αντιμετώπιση για την καφέ σήψη είναι η αποστείρωση στη διάρκεια της μεταφοράς και αποθήκευσης. Σημαντική είναι και η απολύμανση των κυτίων. Μέσα πρόληψης συνιστούν τα απολυμαντικά διαλύματα και η ψύξη. Η αποθήκευση των καρπών στους 5ºC περίπου, επιβραδύνει την εξέλιξη της καφέ σήψης.



Γαλάζια σήψη
Προκαλών οργανισμός:Galactomyces citri-aurantii
Φάσμα προσβαλλομένων: Εσπεριδοειδή, ειδικά μανταρινιές, υβρίδια μανταρινιάς, πορτοκαλιές temple και όψιμο γκρέιπφρουτ.
Συχνότητα και σπουδαιότητα : 
Έχει καταγραφεί στις περισσότερες περιοχές όπου καλλιεργούνται εσπεριδοειδή. Η ασθένεια είναι σοβαρότερη στη διάρκεια και μετά από παρατεταμένες περιόδους υγρασίας. Εμφανίζεται σ' όλα τα είδη, αλλά είναι ιδιαίτερα προβληματική σε καρπούς αποθηκευμένους για μακρό χρονικό διάστημα. Ο προκαλών οργανισμός συχνά συσχετίζεται με το Penicillium digitatum ή το Penicillium italicum σε μικτές μολύνσεις.

Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας:
Η Sour rot είναι ασθένεια που εμφανίζεται μετά τη συγκομιδή, αναπτύσσεται στα τραύματα που υπάρχουν σε ώριμους και σχεδόν ώριμους καρπούς των εσπεριδοειδών.  Tα αρχικά συμπτώματα της sour rot είναι παρόμοια μ' εκείνα της πράσινης και γαλάζιας μούχλας. Οι βλάβες εμφανίζονται πρώτα σαν στίγματα ελαφρώς υψωμένα, με χρώμα ανοιχτό έως σκούρο κίτρινο. Ο φλοιός τους ξεκολλά από την επιδερμίδα του καρπού ευκολότερα απ' ό,τι συμβαίνει με την πράσινη ή τη γαλάζια μούχλα.

Τα πολύ δραστήρια εξωκυτταρικά ένζυμα που παράγονται από το μύκητα της sour rot υποβαθμίζουν το φλοιό, τα διαχωριστικά τοιχώματα και τις κύστες που περιέχουν τους χυμούς, προκαλώντας την αποσύνθεση του καρπού και τη μετατροπή του σε υδαρή μάζα.



Αφού εκτεθεί σε σχετικά υψηλή υγρασία, το έκζεμα ενδέχεται να καλυφθεί από ένα ελαφρό και ίσως ζαρωμένο στρώμα λευκού ή κρεμ μυκηλίου. 
Η χαρακτηριστικά όξινη οσμή προσελκύει τα έντομα, τα οποία μεταφέρουν το μύκητα και σ' άλλους τραυματισμένους καρπούς.

Κύκλος ασθένειας:
Ο γαλακτομύκητας citri-aurantii βρίσκεται συνήθως στο χώμα και μεταφέρεται με τον άνεμο ή το νερό στην επιφάνεια των καρπών. Ο μύκητας εισβάλει στο φλοιό μες από τραύματα που έχουν προκληθεί είτε από έντομα, είτε από μηχανικά μέσα. Ένα κάπως βαθύ τραύμα στο φλοιό ευνοεί τη μόλυνση.
Για να προκαλέσει βλάβη στον καρπό ο μύκητας χρειάζεται υψηλή αναλογία νερού στο φλοιό και υψηλή σχετική υγρασία. Η ασθένεια εξελίσσεται ραγδαία όταν υπάρχει θερμότητα. Το χώμα της φυτείας και ο προσβεβλημένος καρπός μολύνουν τους χώρους πλυσίματος, και τους άλλους καρπούς κατά τη συσκευασία. Όταν το μολυσμένο φρούτο συσκευάζεται μαζί με άλλα, υγιή, η ασθένεια μπορεί να μεταδοθεί και στα άλλα φρούτα. Η χαρακτηριστικά όξινη οσμή προσελκύει τα έντομα, τα οποία μεταφέρουν το μύκητα και σ' άλλους τραυματισμένους καρπούς.
Αντιμετώπιση:Η Sour rot μπορεί να περιοριστεί με τους εξής τρόπους:
Προσεκτική συλλογή των καρπών για να ελαχιστοποιηθούν οι τραυματισμοί.
Παρεμπόδιση της επαφής μεταξύ καρπού και εδάφους.
Απολύμανση του υλικού, των χώρων και των κλωβών μεταφοράς των καρπών.
Άμεση αποθήκευση των συσκευασμένων καρπών σε θερμοκρασία από 10°C και κάτω.
 Κάποια αποτελέσματα φέρνει η guazatine μετά τη συλλογή των καρπών. 




Τριχόδερμα
Προκαλών οργανισμός: Trichoderma viride
Φάσμα προσβαλλομένων:
Εσπεριδοειδή, ελαιούχοι σπόροι, καρπός σόγιας, βαμβάκι, καπνός, κάρδαμο, τσάι, καφεόδενδρο, τομάτα, καουτσούκ, ζαχαροκάλαμο, αμπέλι, ηλίανθος, δημητριακά, λαχανικά κ.α.

Συχνότητα και σπουδαιότητα :
Η Trichoderma rot προκαλεί σημαντικές ζημιές στα λεμόνια που αποθηκεύονται στους 12 °C για αρκετούς μήνες και στα πορτοκάλια στους 10ºC ή με μόνο εξαερισμό αυτόν του περιβάλλοντος.

Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας:
Ο προσβεβλημένος καρπός παίρνει χρώμα καφέ και ο μολυσμένος φλοιός παραμένει ελαστικός. Ο σάπιος καρπός έχει χαρακτηριστική μυρωδιά σαν καρύδα, η οποία διακρίνει την Trichoderma rot από άλλες μορφές σήψης. Υπό συνθήκες υγρασίας, συμπαγείς μάζες λευκού hyphae εμφανίζονται στην επιφάνεια του καρπού.


Αργότερα, ο καρπός καλύπτεται από λευκό, τραχύ μυκήλιο και κιτρινοπράσινα σπόρια. Η παραγωγή σποριών ενισχύεται από το φως. Τα αερόβια hyphae του μύκητα μπορούν να αναπτυχθούν από έναν προσβεβλημένο καρπό στην επιφάνεια ενός άλλου γειτνιάζοντος. Η ασθένεια δεν είναι σε θέση να εισχωρήσει άμεσα σε έναν υγιή καρπό, αλλά ο χυμός του  μολυσμένου καρπού μπορεί να καταστρέψει την επιδερμίδα του γειτονικού του, επιτρέποντας την εισβολή του μύκητα στο σημείο της βλάβης. 
Οι καλυμμένοι με μυκήλιο και σπόρια του μύκητα καρποί, πρέπει να εντοπίζονται στη συσκευασία.


Κύκλος ασθένειας:
Τα σπόρια του Trichoderma viride μπορεί να διασπείρονται με τα μόρια του χώματος, ή ο μύκητας μπορεί να μολύνει τον καρπό σε επαφή με το μολυσμένο ξύλο των αποθηκευτικών κυτίων. Για να επέλθει η μόλυνση απαιτείται μια σχετικά βαθιά πληγή. Η συχνότητα των μολύνσεων αυξάνεται με την παρουσία ελαίου από το φλοιό. Η μόλυνση μπορεί να ξεκινήσει οπουδήποτε στην επιφάνεια του καρπού, αλλά η φθορά συνήθως αρχίζει από το κοτσάνι του καρπού.

Αντιμετώπιση: Οι θερμές πλύσεις (40 °C) με βόρακα, ανθρακικό νάτριο και o-phenylphenate νάτριο, ακολουθούμενες από θεραπεία με θειοβενταζόλη, παρέχουν αποτελεσματική αντιμετώπιση της συγκεκριμένης πάθησης. 
Επίσης βοηθά και η ταχεία ψύξη του καρπού, γιατί η ασθένεια δεν εξαπλώνεται από καρπό σε καρπό στους 10 °C. Ο ήδη μολυσμένος καρπός που όμως αποθηκεύεται στους 4° C,  δεν  ασθενεί. 
Η χρήση πολυαιθυλενίου αντί για ξύλινο κυτίο αποθήκευσης για λεμόνια, εμποδίζει τη μόλυνση που προέρχεται από την επαφή με το μολυσμένο ξύλο.




Φισαλόσπορα

Προκαλών οργανισμός: Diplodia natalensis (syns. Lasiodiplodia theobromae, και Botryodiplodia theobromae)
Φάσμα προσβαλλομένων: Εσπεριδοειδή
Συχνότητα και σπουδαιότητα :
Η σήψη Diplodia stem-end είναι σημαντική ασθένεια που εμφανίζεται μετά τη συγκομιδή σε περιοχές με ζέστη και υγρασία. Η ανάπτυξη της ασθένειας ενισχύεται ιδιαίτερα από το συνθετικό αποχρωματιστικό που χρησιμοποιείται για να βελτιώσει το χρώμα του καρπού σ' εκείνες τις περιοχές όπου η απόκτηση φυσικού χρώματος καθυστερεί λόγω των επίμονα υψηλών θερμοκρασιών.
Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας:
Η σήψη Diplodia stem end σπάνια εντοπίζεται σε καρπούς που βρίσκονται πάνω στο δέντρο, ακόμα και στους ώριμους.  Μετά τη συγκομιδή, τα συμπτώματα χρειάζονται περί τις 2 εβδομάδες για να εμφανιστούν, εφόσον η θερμοκρασία υπερβαίνει τους 21 °C. Ο μύκητας ενεργοποιείται στο άκρο του κοτσανιού του καρπού, και διεισδύει ταχύτατα απ' εκεί στο φλοιό και στον καρπό μέχρι τον πυρήνα. Στην επιφάνεια του καρπού δε μένει δείγμα μυκητησιακής ανάπτυξης.

Ενίοτε η βλάβη αναπτύσσεται σε τραύματα που βρίσκονται στον καρπό από τη μεριά του κοτσανιού. Ο μύκητας προχωρεί ταχύτατα μέσα από το σπογγώδη κεντρικό άξονα του καρπού, φτάνοντας συνήθως γρηγορότερα έτσι στο κοτσάνι, παρά από τη διαδρομή μέσω του φλοιού. 


Σε αντίθεση με τη σήψη Ρhomopsis stem end, η διαδικασία της προσβολής προχωρεί ακανόνιστα μέσω του φλοιού, παράγοντας προεξοχές από καφέ ιστό σε σχήμα μακρόστενο. Τυπικά, η βλάβη εμφανίζεται τόσο στην άκρη του μίσχου όσο και στο κοτσάνι του καρπού πριν καταστρέψει ολόκληρο τον καρπό.  Ο προσβεβλημένος ιστός στην αρχή είναι σφιχτός, ενώ αργότερα γίνεται μαλακός και υδαρής. Στην επιφάνεια εμφανίζεται μυκήλιο μόνο σε προχωρημένα στάδια της μόλυνσης, και σε πολύ υγρό περιβάλλον. Η βλάβη συνήθως δεν εξαπλώνεται από μολυσμένους σε υγιείς καρπούς στη συσκευασία.
Κύκλος ασθένειας:
Η Diplodia natalensis είναι ένα σαπρόφυτο που ολοκληρώνει τον κύκλο της ζωής του σε νεκρωμένα κλαράκια. Ο μύκητας κανονικά δεν εγκαθίσταται μέχρι τη συγκομιδή, οπότε κόβεται ο καρπός και δημιουργείται φυσικό άνοιγμα για τη διείσδυσή του.
Συνήθως ο μύκητας αυτός δεν παράγει σπόρια πάνω στους μολυσμένους καρπούς. Τα κονίδια παράγονται σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό από τους ασκοσπόρους. Τα κονίδια διασπείρονται μόνο σε κοντινές αποστάσεις με τη βροχή, ενώ οι ασκόσποροι μεταφέρονται με τον αέρα και φέρουν την ευθύνη για τις μολύνσεις σε νεοφυτεμένα δενδρύλλια.
 Η εμφάνιση της ασθένειας είναι συχνότερη σε καρπούς που μαζεύονται στις αρχές της περιόδου, όταν η υψηλή θερμοκρασία ευνοεί τους μύκητες και ο καρπός ίσως πρέπει να αποβάλει το πράσινο χρώμα με τη βοήθεια του ειδικού αποχρωματιστικού. Η χρήση αιθυλενίου διευκολύνει τη διείσδυση του μύκητα. Για την ανάπτυξή του ευνοϊκή θεωρείται η θερμοκρασία γύρω στους 30 °C και η σχετικά υψηλή υγρασία 92‑96% που χρησιμοποιείται στη διαδικασία αποχρωματισμού.
Αντιμετώπιση:Τα σωστά μέτρα στα πλαίσια της καλλιέργειας μπορούν να ενισχύσουν την αντιμετώπιση της σήψης Diplodia stem-end, καθιστώντας τα δέντρα υγιή, με ελάχιστο νεκρωμένο ξύλο. Η συλλογή των καρπών με τράβηγμα και όχι με κόψιμο, μειώνει τη συχνότητα της ασθένειας.
 Η άμεση ψύξη μετά τη συσκευασία καθυστερεί την ανάπτυξη της σήψης, η οποία αναστέλλεται πλήρως στους 10 °C.
Καλή αντιμετώπιση παρέχει και η χρήση μυκητοκτόνου imazalil μετά τη συγκομιδή. Η χρήση θα πρέπει να γίνει πριν τον χρωματισμό των καρπών, δηλ. ο ψεκασμός να γίνεται στις παλέτες όπου βρίσκονται οι καρποί πριν συσκευαστούν.




Φόμωψη

Προκαλών οργανισμός: Phomopsis citri = Diaporthe citri
Φάσμα προσβαλλομένων:Όλοι οι τύποι των εσπεριδοειδών είναι ευάλωτοι σ' αυτή την πάθηση.
Συχνότητα και σπουδαιότητα : 
Η Phomopsis stem- end rot είναι σοβαρή πάθηση. Εντοπίζεται ευχερέστερα στις υγρές υποτροπικές και τροπικές περιοχές απ' ό,τι στις ξηρότερες ή ψυχρότερες.
Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας:
Η Phomopsis stem-end rot εμφανίζεται μετά τη συγκομιδή, κατά τη διάρκεια της μεταφοράς ή της αποθήκευσης. Ο μύκητας προχωρεί από την άκρη του κοτσανιού του καρπού μέσα στο φλοιό και στον κεντρικό άξονα και στο τέλος εισβάλει στο χυμό. 


τα αρχικά στάδια η βλάβη δε μπορεί να διακριθεί απ' εκείνη της Diplodia stem-end rot. Στην Phomopsis stem-end rot όμως, ο προσβεβλημένος ιστός ζαρώνει και σχηματίζεται μια ξεκάθαρη γραμμή οροθεσίας ανάμεσα στον προσβεβλημένο και τον υγιή φλοιό.

Κύκλος ασθένειας:
Η Phomopsis citri (Diaporthe citri) ολοκληρώνει τον κύκλο της ζωής της ως σαπρόφυτο στα νεκρά κλαράκια και απ' αυτό το υπόστρωμα προέρχεται η μολυσματική ουσία.
Ο μύκητας παράγει ασκοσπόρους (φυλετικά), που προκαλούν Melonose και πυκνιδιοσπόρους (παρθενογενετικά), που ονομάζονται Phomopsis citir, οι οποίοι και προκαλούν την Phomοpsis stem end rot.
Οι πυκνιδιόσποροι παράγονται σε αφθονία σε νεκρά κλαδιά, μέσα στα πυκνίδια. Διασπείρονται σε κοντινές αποστάσεις δηλ. εντός του ίδιου δέντρου ή από δέντρο σε δέντρο, μέσω της βροχής.
Τα σπόρια ωθούνται παρακάτω από τη βροχή ή το πότισμα από επάνω, και μετακινούνται έτσι προς τα χαμηλότερα φύλλα ή τους καρπούς.
Μετά τη συγκομιδή, ο μύκητας εισέρχεται στον καρπό μες από τα φυσικά ανοίγματα.
Αντιμετώπιση:
Η αντιμετώπιση της Phomopsis stem-end rot είναι παρόμοια μ' εκείνη της Diplodia stem-end rot.


Ανθράκωση
Προκαλών οργανισμός: Colletotrichum gloeosporioides
Φάσμα προσβαλλομένων:Εσπεριδοειδή.
Συχνότητα και σπουδαιότητα : Πρόκειται για ασθένεια που εμφανίζεται μετά την πρώιμη συγκομιδή σε μανταρίνια, ομφαλοφόρα πορτοκάλια και γκρέιπφρουτ, όπου απαιτείται χρωματισμός με αιθυλένιο. 
Η Anthracnose εμφανίζεται συνήθως μόνο σε καρπούς που έχουν τραυματιστεί από άλλους παράγοντες όπως το κάψιμο απ' τον ήλιο, οι χημικοί ψεκασμοί ή τα έντομα και σε καρπούς που είτε είναι υπερώριμοι είτε παρέμειναν μεγάλο χρονικό διάστημα σε αποθήκη. Μπορεί ακόμα να αναπτυχθεί σε πράσινα, πρώιμα φρούτα που εκτίθενται σε αιθυλένιο για ν' αποκτήσει ο φλοιός τους το επιθυμητό κίτρινο ή πορτοκαλί χρώμα.

Συμπτώματα και παραλλαγές της ασθένειας:
Τα συμπτώματα της Αnthracnose έχουν σχέση με τον τραυματισμένο φλοιό και είναι καφέ ή μαύρες κηλίδες διαμέτρου 1,5 εκ. τουλάχιστον. Σε συνθήκες υγρασίας, τα σπόρια στα τραύματα εμφανίζονται ροζέ ή σωμόν. Σε ξηρότερα κλίματα είναι καφέ ή μαύρα. 
Τα συμπτώματα όταν η ασθένεια έχει προκληθεί από αιθυλένιο, καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της επιφάνειας. 
Οι βλάβες είναι στην αρχή ασημόγκριζες και η σάρκα παραμένει σταθερή και ελαστική όπως και ο γύρω υγιής φλοιός. Όταν η βλάβη εξελίσσεται, ο φλοιός γίνεται καφέ προς γκριζόμαυρος και στο τέλος εμφανίζεται ελαφρή σήψη.Μια άλλη σαφέστατη ένδειξη ότι πρόκειται για anthracnose συνιστά μια πληγή χρώματος ροζ/κόκκινου στο φλοιό του γκρέιπφρουτ, η οποία ονομάζεται <τελμάτωση>.
Η ασθένεια δεν περνά από μολυσμένους σε υγιείς καρπούς στη συσκευασία.
Κύκλος ασθένειας: Ο μύκητας αναπτύσσεται σε νεκρωμένο ξύλο και παράγει σπόρια που μεταφέρονται με το νερό στην επιφάνεια του ανώριμου καρπού κατά τη διάρκεια της αναπτυξιακής περιόδου. Αυτά τα σπόρια βλασταίνουν για να σχηματίσουν μικροσκοπικά στοιχεία που ονομάζονται appressoria, τα οποία παραμένουν στην επιφάνεια του καρπού μέχρι να ερεθιστούν για να βλαστήσουν κι αυτά, με τη βοήθεια του αιθυλενίου.
 Τα appressoria σχηματίζουν διακυτταρικά hypliae σε βάθος όχι πάνω από τριών κυττάρων μέσα στο φλοιό. Η ζημιά είναι πάντα μεγαλύτερη όταν ο φλοιός είναι ήδη αδύναμος εξαιτίας άλλων παραγόντων.
Αντιμετώπιση:
Η αντιμετώπιση της anthracnose συντελείται με καλλιεργητικά μέτρα όπως:
-          Η μείωση του νεκρωμένου ξύλου που είναι διαθέσιμο για την ανάπτυξη του μολυσματικού υλικού
-          Οι καρποί πρέπει να συλλέγονται προσεκτικά για να αποφευχθούν οι τραυματισμοί και να μη μένουν αποθηκευμένοι για μεγάλο χρονικό διάστημα
-          Η πλύση των καρπών μετά τη συλλογή τους απομακρύνει τουλάχιστον μερικά από τα αδρανή appressoria που βρίσκονται στην επιφάνεια του φλοιού. Δεν συνιστάται όμως να γίνει πριν τον αποχρωματισμό, γιατί τότε αυξάνει την περίοδο έκθεσης στο αιθυλένιο.
Η χρήση benomyl πριν τη συγκομιδή ή thiabendazole (ή και των δύο) μετά τη συγκομιδή και η αποθήκευση των καρπών σε θερμοκρασίες κάτων των 10ºC, βοηθούν να αντιμετωπιστεί η anthracnose.


Εχθροί




Μύγα Μεσογειακού   καρπού
Όνομα εντόμου: Μύγα Μεσογειακού καρπού (Ceratitis capitata)
Φάσμα προσβαλλομένων: 
Αυτό το έντομο επιτίθεται σε πάνω από 260 διαφορετικούς καρπούς, άνθη, λαχανικά και καρύδια. Προτιμά τους καρπούς που είναι ώριμοι, χυμώδεις, με λεπτό φλοιό. Τα πλέον ευάλωτα φυτά είναι: αβοκάντο, μπανάνα, bittermelon, carambola (star fruit), καφεόδεντρο, guava, μάνγκο, παπάγια, πιπεριά και διόσπυρο. Θίγει και πολλά είδη κολοκυνθοειδών.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
 Μύγα Μεσογειακού καρπού Ceratitis capitata είναι από τα πιο καταστροφικά ζωύφια των καρπών σ' όλο τον κόσμο. Λόγω της ευρύτατης διασποράs της, της ικανότητάς της να αντέχει σε χαμηλές θερμοκρασίες περισσότερο από άλλες μύγες των καρπών, και των πολλών της ξενιστών, κατατάσσεται πρώτη στα οικονομικά επιβλαβή έντομα.
Tο είδος προέρχεται από τη Μεσογειακή περιοχή της Ευρώπης και Β.Αφρικής. Κυκλοφορεί στο Δυτικό Ημισφαίριο, Αργεντινή, Βερμούδες, Βραζιλία, Κοστα Ρίκα, Χαβάη και Ουρουγουάη. Βρίσκεται και στη Δυτική Αυστραλία, σε πολλές χώρες Ευρώπης και Αφρικής και σε κάποιες Ασιατικές χώρες της Μεσογείου, όπως το Ισραήλ, η Ιορδανία, ο Λίβανος και η Τουρκία.
 Συμπτώματα :
Η καταστροφή που προκαλεί στα εσπεριδοειδή προέρχεται από την εναπόθεση αυγών στους καρπούς και τους μαλακούς ιστούς των βλαστικών μερών συγκεκριμένων φυτών, τη διατροφή της κάμπιας και την αποσύνθεση των φυτικών ιστών με την εισβολή δευτερευόντων μικροοργανισμών. 


Η διατροφή της κάμπιας από τους καρπούς είναι καταστροφική. Τα ώριμα φρούτα που προσβάλλονται, μπορεί να μοιάζουν μουσκεμένα. Τα ανώριμα φρούτα συστρέφονται και συνήθως πέφτουν.
Οι σήραγγες που σκάβουν οι κάμπιες συνιστούν σημεία εισόδου βακτηρίων και μυκήτων που προκαλούν σήψη στον καρπό.


Περιγραφή του εντόμου:
(Diptera; Tephritidae)
Tο ενήλικο έχει μήκος 4-5 εκ., δηλ. περίπου τα  2/3 του μεγέθους της οικιακής μύγας.Tο γενικό χρώμα του σώματος είναι κιτρινωπό με λίγο καφέ, ειδικά στο υπογάστριο, στα πόδια και κάποια σημάδια στα φτερά. Το ωοειδές υπογάστριο φέρει λεπτό μαύρο τρίχωμα και δύο στενές εγκάρσιες λωρίδες στο κάτω μισό.
Το θηλυκό ξεχωρίζει από τη θήκη εναπόθεσης αυγών στο πάνω μέρος της κοιλιάς. Όταν αυτό τεντωθεί πλήρως, φτάνει 6 φορές το κανονικό του πλάτος.
Tα φτερά είναι πλατιά, διάφανα και γυαλιστερά, με μαύρα, καφέ και καστανοκίτρινα στίγματα. Στο μέσον κάθε φτερού υπάρχει μια καφεκίτρινη, πλατιά λωρίδα. Η κεφαλή του αρσενικού έχει δύο μακριές μαύρες τρίχες με άκρες σε σχήμα διαμαντιού, που υψώνονται ανάμεσα στα μάτια, κοντά τις κεραίες. Τα μάτια είναι πορφυροκόκκινα.
Η κάμπια έχει μέγεθος 9x2 χιλ., είναι επιμήκης, κρεμ χρώματος, κυλινδρική, και στενή, με στενό πρόσθιο μέρος και κάπως προεξέχον, με αρπάγες στο στόμα και επίπεδη ουρά. Η κάμπια αυτή διακρίνεται από άλλα έντομα των καρπών λόγω του πρόσθιου τμήματός της, ή του θώρακα, που φέρουν 7-11 λεπτούς σωλήνες για την αναπνοή, και συνηθέστερα 9-10.
Τα αυγά είναι πολύ λεπτά, λεία και κατάλευκα


Το κουκούλι είναι κυλινδρικό, σκούρο καφεκόκκινο. 


Κύκλος ζωής: 
Ο χρόνος που απαιτείται για να ολοκληρώσει το Medfly τον κύκλο του υπό τροπικές συνθήκες είναι 21-30 μέρες. Τα θηλυκά Medflies εναποθέτουν τα αυγά τους κάτω από τη φλούδα του καρπού που μόλις αρχίζει να ωριμάζει, συχνά όπου βρουν σπάσιμο. Ενδέχεται να χρησιμοποιήσουν αρκετά θηλυκά τον ίδιο χώρο εναπόθεσης με 75 ή περισσότερα αυγά σε ένα σημείο. Κάθε θηλυκό εναποθέτει 2-10 αυγά.
Τα αυγά εκκολάπτονται σε 1,5-3 ημέρες σε ζεστό καιρό. Τα θηλυκά κατά κανόνα πεθαίνουν μόλις σταματήσουν την εναπόθεση των αυγών τους. Όταν εκκολαφθούν τα αυγά, οι κάμπιες αρχίζουν σχεδόν αμέσως να τρέφονται. Σχηματίζουν σήραγγες, και τρώνε συνήθως πολλές μαζί από το ίδιο σημείο μέχρι να αναπτυχθούν πλήρως. Οι κάμπιες μετέρχονται τρία στάδια. Στο πρώτο στάδιο το σώμα της κάμπιας είναι διάφανο. Στο δεύτερο στάδιο είναι μερικά διάφανο και στο τρίτο είναι πλήρως ανεπτυγμένη, με σώμα λευκό ή στο χρώμα της χωνεμένης τροφής, εντελώς αδιαφανές. Το ακριβές μέγεθος της κάμπιας εξαρτάται από τη διατροφή της.
Tο στάδιο της κάμπιας μπορεί να διαρκέσει μόλις 6-10 ημέρες αλλά και να φτάσει τις 14-26 ημέρες, ανάλογα με τη θερμοκρασία και τον ξενιστή.Όταν οι κάμπιες έχουν αναπτυχθεί πλήρως, ο καρπός έχει πέσει στο έδαφος όπου και αρχίζουν να υφαίνουν το κουκούλι τους. Οι κάμπιες εγκαταλείπουν τον καρπό σε μεγάλες ομάδες με την εμφάνιση του ήλιου, και φτιάχνουν το κουκούλι τους στο χώμα, στα 2-4εκ. κάτω από τηµ;ν επιφάνεια ή όπου μπορούν. Η ελάχιστη διάρκεια του σταδίου αυτού είναι 6-13 ημέρες.
Οι ενήλικες βγαίνουν από τα κουκούλια ομαδικά συνήθως το πρωί όταν ο καιρός είναι θερμός, και ελάχιστα όταν είναι ψυχρός. Πετούν σε μικρές αποστάσεις αλλά ο άνεμος τις μεταφέρει σε απόσταση μέχρι 1χλ µ.
Η συνουσία μπορεί να συμβεί οποτεδήποτε μέσα στην ημέρα. Τα νεοεμφανιζόμενα ενήλικα έντομα δεν είναι σεξουαλικά ώριμα. Τα αρσενικά συνήθως δείχνουν σεξουαλική δραστηριότητα 4 ημέρες μετά την εμφάνισή τους και η συνουσία έχει καταγραφεί 5 μέρες μετά την εμφάνιση. Τα περισσότερα θηλυκά είναι σε θέση να ζευγαρώσουν 6-8 ημέρες μετά την έξοδό τους από το κουκούλι. Αμφότερα τα φύλλα είναι ενεργά σεξουαλικά καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας.  Τα ενήλικα έντομα επί το πλείστον πεθαίνουν σε 2-4 ημέρες μετά την εμφάνισή τους αν δε βρουν τροφή. Συνήθως το 50% των εντόμων πεθαίνουν στη διάρκεια των πρώτων δύο μηνών μετά την εμφάνιση. Κάποια ενήλικα μπορεί να επιβιώσουν ένα χρόνο ή και παραπάνω αν βρουν ευνοϊκές συνθήκες όσον αφορά την τροφή, το νερό και τη θερμοκρασία. Όταν ο ξενιστής καρπός είναι διαρκώς διαθέσιμος και οι καιρικές συνθήκες ευνοϊκές, θα υπάρξουν πολλές και συνεχόμενες διαδοχικές γενεές. Η έλλειψη καρπού για 3-4 μήνες, μειώνει στο ελάχιστο τον πληθυσμό.
Αντιμετώπιση:
Η αντιμετώπιση πρέπει να συνδυάζει διαφορετικές μεθόδους προκειμένου να επιτευχθεί αποτέλεσμα:
Αντιμετώπιση στην καλλιέργεια:
Η κύρια μέθοδος αντιμετώπισης που χρησιμοποιείται στην καλλιέργεια είναι η καταστροφή όλων των μη εμπορεύσιμων και μολυσμένων καρπών. Οι μολυσμένοι καρποί πρέπει να θάβονται κάπου 90 εκ. κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, και να ασβεστώνονται για να σκοτωθούν οι κάμπιες. Η εβδομαδιαία συγκομιδή των καρπών συμβάλλει στη μείωση των πηγών διατροφής του εντόμου.
 Χημική αντιμετώπιση
Οι χημικοί ψεκασμοί δεν είναι απολύτως αποτελεσματικοί στην προστασία του καρπού από τα medflies. Η εναπόθεση αυγών δε χρειάζεται παρά λίγα λεπτά και τα κατάλοιπα των χημικών δε σκοτώνουν ενήλικες σε τόσο μικρό χρόνο. Τα πρωτεϊνούχα προσελκυστικά υγρά που εμπεριέχονται στα εντομοκτόνα με Malation 50%, Triclorfon 50% και Fention 50%, είναι η συνιστώμενη μέθοδος αντιμετώπισης των ενήλικων μυγών κοντά στις καλλιέργειες. Τα δολώματα ενθαρρύνουν τις ενήλικες (ειδικά τις θηλυκές) να τρέφονται με τα κατάλοιπα του εντομοκτόνου και μπορούν να σκοτώσουν αρκετές. Για να καταστούν αποτελεσματικοί οι ψεκασμοί με δολώματα-εντομοκτόνα, πρέπει αυτά να χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με μέτρα εξυγίανσης. 

Βιολογική Αντιμετώπιση: Η σφήκα barconid (Opius sp) είναι ένα παράσιτο που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της Μεσογειακής μύγας. Αυτά τα παράσιτα εναποθέτουν τα αυγά τους που παραμένουν μέχρι το στάδιο του κουκουλιού. Η βιολογική αντιμετώπιση δεν υπήρξε αποτελεσματική μέθοδος, λόγω της δυσχέρειας σίτισης της Opius sp υπό τεχνητές συνθήκες. Λόγω της οικονομικής σπουδαιότητας της Μεσογειακής μύγας, οι νόμοι της καραντίνας που στοχεύουν στην παρεμπόδιση εισόδου και εγκατάστασης των εντόμων σε περιοχές όπου δεν έχουν εγκατασταθεί ήδη, εφαρμόζονται με ιδιαίτερη αυστηρότητα.



Μικροφυλλία    εσπεριδοειδών
Όνομα εντόμου: Phyllocnistis citrella
Tο citrus leafminer (CLM) ανήκει στην οικογένεια Gracillariidae (υπο-οικογένεια Phyllocnistinae).
Φάσμα προσβαλλομένων: 
Το 
Phyllocnistis citrella είναι σύνηθες στα εσπεριδοειδή και τα συγγενή Rutaceae, καθώς και σε κάποια συγγενή καλλωπιστικά.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Θεωρείται σημαντικό έντομο σ' όλο τον κόσμο. Τα τελευταία 25 χρόνια έχει αυξηθεί η παρουσία του στα εσπεριδοειδή και στις πέντε ηπείρους.
 Συμπτώματα :
Η κάμπια θρέφεται και ζει καταστρέφοντας τα εσπεριδοειδή και άλλα συγγενή φυτά, με αποτέλεσμα:  Φύλλα με σπειροειδή λαγούμια, συνήθως στις κάτω επιφάνειες.
Έλικες στην επιδερμίδα του φύλλου, που εμφανίζονται σαν ασημένια μεμβράνη πάνω από τα λαγούμια.
Άλλα συμπτώματα είναι το κουκούλι κοντά στις άκρες του φύλλου, του οποίου η άκρη είναι τυλιγμένη, και το εκτεθειμένο μέρος του κουκουλιού έχει διακριτό πορτοκαλί χρώμα. Τα χυμώδη μέρη των πράσινων βλασταριών γίνονται κι αυτά αντικείμενο επίθεσης. Η δραστηριότητα του miner μειώνει τη ζωτικότητα του δέντρου και την παραγωγικότητά του. Το CLM βοηθά στη μετάδοση του citrus canker λόγω της βλάβης που προκαλεί το  mine στα φύλλα.

Περιγραφή του εντόμου:
α ενήλικα CLM είναι μικροσκοπικά λεπιδόπτερα (άνοιγμα φτερών 4 χιλ.) με λευκές και ασημένιες ιριδίζουσες κλίμακες στα μπροστινά φτερά, με αρκετά μαύρα σημάδια και μία μαύρη κηλίδα σε κάθε άκρη φτερού.Tα πίσω φτερά είναι όπως και το σώμα λευκά, με μακριά κρόσσια που εκτείνονται από τις άκρες των πίσω φτερών. Σε θέση ανάπαυσης με τα φτερά τυλιγμένα, το λεπιδόπτερο είναι πολύ μικρότερο σε εμφάνιση (περίπου 2 χιλ.). 
Η κεφαλή είναι πολύ λεία και λευκή, ενώ η προβοσκίδα δεν έχει κόκκους στη βάση. 
Γενικά τα ενήλικα δεν είναι εύκολα ορατά λόγω του μικρού τους μεγέθους. 
Τα αυγά είναι λευκά και σφαιρικά, εναποτίθενται ένα ένα συνήθως στην κάτω πλευρά του φύλλου.


Το CLM ανιχνεύεται ευχερέστερα λόγω της σπειροειδούς του κάμπιας, συνήθως στην κάτω πλευρά του φύλλου. Η κάμπια είναι πολύ μικρή (έως 3 χιλ.), διάφανη, κιτρινοπράσινη και εγκατεστημένη μέσα στο leaf mine. Οι ενήλικες δεν εντοπίζονται εύκολα λόγω του μικρού τους μεγέθους και δραστηριοποιούνται όλη τη μέρα και νωρίς το βράδυ.


Κύκλος ζωής: 
Οι ενήλικες εμφανίζονται την αυγή και δραστηριοποιούνται το πρωί. Ύστερα πάλι, το σούρουπο ή τη νύχτα. Τα θηλυκά εναποθέτουν αυγά το απόγευμα και το βράδυ.  Τα αυγά του CLM εναποτίθενται ένα ένα στο κάτω μέρος των φύλλων. Η επώαση διαρκεί από 2-10 μέρες, οπότε εκκολάπτονται και οι κάμπιες εισέρχονται αμέσως στο φύλλο όπου αρχίζουν να σιτίζονται. Οι κάμπιες δημιουργούν σπειροειδή λαγούμια στα νεαρά φύλλα (ενίοτε και στους νεαρούς βλαστούς), με αποτέλεσμα την περιστροφή και σοβαρή ζημιά στο φύλλο.τα leaf mines εντοπίζονται συνήθως στην κάτω επιφάνεια των φύλλων, εκτός από την περίπτωση βαρέως παρασιτισμού, οπότε χρησιμοποιεί και τις δύο επιφάνειες του φύλλου. Συνήθως υπάρχει μόνο ένα έντομο ανά φύλλο, στη βαριά περίπτωση όμως εντοπίζονται ακόμα και δύο ή τρία ανά φύλλο.
Οι κάμπιες προστατεύονται μέσα στο φύλλο στη διάρκεια της σίτισής τους. Οι κάμπιες έχουν τέσσερα στάδια ανάπτυξης. Στο τέλος του τρίτου σταδίου, η κάμπια εισέρχεται στο κουκούλι για 22 ημέρες. Το ενήλικο έντομο εμφανίζεται ύστερα και αρχίζει σύντομα να εναποθέτει αυγά για διάστημα περίπου 2 ημερών. Τα ενήλικα έντομα ζουν λίγες μόνο μέρες. 
Υπάρχουν πάνω από 10 γενιές κατ' έτος. Οι γενιές είναι σχεδόν συνεχείς. Ο χρόνος ανάπτυξης ποικίλει από 13 έως 52 ημέρες, ανάλογα με τον καιρό και τη θερμοκρασία.
Αντιμετώπιση:
Η αντιμετώπιση πρέπει να είναι ολοκληρωμένη, καλλιεργητική, χημική και βιολογική ταυτόχρονα.
Η χημική αντιμετώπιση δυσχεραίνεται από το γεγονός ότι τα έντομα ζουν μέσα κι ανάμεσα στα φύλλα. Η χρήση μεταλλικών ελαίων το καλοκαίρι, βελτιώνει την αποτελεσματικότητα των χημικών προϊόντων.
Η βιολογική αντιμετώπιση και η χρήση ελαίων είναι μέθοδοι κατάλληλες για τη μείωση του πληθυσμού των CLM. Τα γνωστά παράσιτα του CLM συμπεριλαμβάνουν 39 γένη, εκ των οποίων πιο πολυάριθμα είναι αυτά των οικογενειών Eulophidae και Encyrtidae.



Αλευρώδης των   εσπεριδοειδών
Όνομα εντόμου: Aleurothrixus floccosus
Φάσμα προσβαλλομένων: 
Ευρύ φάσμα ξενιστών, αλλά στην περιοχή της Μεσογείου τρέφεται αποκλειστικά από τα εσπεριδοειδή.

Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Ένα από τα σημαντικότερα έντομα που επιτίθενται στα εσπεριδοειδή της Μεσογειακής λεκάνης.

 Συμπτώματα :
Η πυκνή αποικία των ανώριμων είναι το ελαχιστότερο δείγμα παρασιτισμού από whitefly.Τα ενήλικα και οι νύμφες Whiteflies απομυζούν τον οπό του σύνθετου ιστού, προκαλώντας μαρασμό των φύλλων και πτώση όταν ο πληθυσμός τους είναι μεγάλος. Τα κοτσάνια και τα φύλλα των βαριά προσβεβλημένων φυτών καλύπτονται με ένα βρόμικο μαύρο στρώμα που προκαλεί ο μύκητας της καπνιστής μούχλας. Αυτή η αηδής μούχλα αναπτύσσεται στο μελίτωμα που παράγουν οι whiteflies, ψείρες ή όποιο άλλο έντομο απ' αυτά που παράγουν μελίτωμα. Η καπνιστή μούχλα δεν βλάπτει το φυτό, πέραν του ότι περιορίζει τη φωτοσύνθεση εμποδίζοντας το ηλιακό φως. Οι βαρείς παρασιτισμοί μαυρίζουν ολόκληρα δέντρα ενώ παράλληλα προσελκύουν τα μυρμήγκια, τα οποία έχουν σχέση με τη βιολογική αντιμετώπιση των whiteflies και άλλων εντόμων.
Περιγραφή του εντόμου:
(Homoptera, Aleyrodidae)
Το whitefly είναι έντομο που αντλεί το όνομά του από το λευκό κέρινο κάλυμμα του σώματος και των φτερών του. Ενώ τα ενήλικα whiteflies έχουν παρόμοια με άλλα έντομα εμφάνιση, τα ανώριμα είναι πιο διακριτά.
Tο ενήλικο έχει μήκος 1,5 χιλ., μοιάζει με μικροσκοπικό λεπιδόπτερο. Το κίτρινο σώμα του είναι σαν σκονισμένο με λευκή κέρινη σκόνη και στενά φτερά που αποκαλύπτουν το υπογάστριο.





Τα αυγά είναι ωοειδή. Οι νύμφες έχουν επίπεδο, σχεδόν διάφανο σώμα προστατευμένο από μια μάζα κερί, με σχήμα ελαφρώς ωοειδές.



Κύκλος ζωής: Το θηλυκό εναποθέτει τα αυγά σε κύκλο ή ημικύκλιο. Ύστερα από 9 μέρες, ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες, τα αυγά εκκολάπτονται. Το whitefly έχει 4 στάδια νύμφης. Όλα τα ανώριμα έντομα καλύπτονται από σγουρά, κέρινα νήματα. Το στάδιο της κάμπιας διαρκεί 4-5 εβδομάδες. Κάθε χρόνο 4-5 γενιές whitefly διαδέχονται η μια την άλλη χωρίς  διακοπή. Μια ελαφρή επιβράδυνση στην αναπαραγωγή παρατηρείται τους ψυχρότερους μήνες. Επειδή δεν έχει εχθρούς, το έντομο αυτό αυξάνεται πληθυσμιακά ανεμπόδιστα, και το μόνο του όριο είναι η διαθεσιμότητα της τροφής.
Αντιμετώπιση:
Βιολογική αντιμετώπιση:
Αρκετοί φυσικοί εχθροί επιτίθενται όταν το έντομο είναι σε ανώριμα στάδια και παρέχουν μερική ή ολοκληρωμένη βιολογική καταπολέμηση όταν δεν ενοχλούνται από μυρμήγκια, σκόνη ή εντομοκτόνα. Τα υμενόπτερα Cales noacki ζουν παρασιτικά σε βάρος του whitefly, τρέφονται μέσα της και τη σκοτώνουν. ΤοCales noacki είναι ευαίσθητο σε υψηλές θερμοκρασίες και αυτό μπορεί να προκαλέσει χάσμα στην ισορροπία μεταξύ εντόμου και παράσιτου.
Χημική αντιμετώπιση:
Η χημική αντιμετώπιση των whiteflies δεν είναι πολύ αποτελεσματική. Οι περιορισμοί που επιτυγχάνονται είναι προσωρινοί, και ακολουθούνται από ανασυγκρότηση του πληθυσμού.




Ψείρες Εσπεριδοειδών
Όνομα εντόμου: Aphis spiraecola, A. gossypii, A. citricola, Toxoptera aurantii, Myzus persicae
Φάσμα προσβαλλομένων: 
Η ψείρα με τα αρκετά είδη εμφανίζεται σ' όλο τον κόσμο, αλλά περισσότερο εντοπίζεται όπου τα δέντρα είναι φυτεμένα σε πυκνές σειρές και το κλίμα εύκρατο.

Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Οι ψείρες γενικά δε συνιστούν πρόβλημα στα εσπεριδοειδή, εκτός από τα νεαρά δέντρα. Η άμεση ζημιά που προκαλούν οι ψείρες με την αναρρόφηση, έχουν ελάχιστη σημασία. Η σπουδαιότητά τους έγκειται στη μεταφορά των ιών.

Συμπτώματα :

Οι ψείρες τρέφονται με τα μπουμπούκια και την κάτω πλευρά των φύλλων. Σε νεαρά δέντρα και νέους βλαστούς σε παλαιά δέντρα, δεν είναι ασυνήθιστο οι ψείρες να προκαλέσουν περιτύλιξη των φύλλων και έκκριση μελιτώματος.



Περιγραφή του εντόμου:
Οι ψείρες έχουν μήκος 1-4 χιλ., με σώμα επίμηκες.Tο σώμα τους είναι μαλακό, το χρώμα ανοιχτοπράσινο ή κιτρινοπράσινο, και όταν έχει ζέστη έως ανοιχτό ροζ.Κάμπιες και ενήλικες μοιάζουν. Μικρό μέρος των ενηλίκων διαθέτει φτερά.Σημαντικά σημεία αναγνώρισης είναι οι σωλήνες στο υπογάστριο, στην πίσω πλευρά του εντόμου. Αυτοί οι δύο μακριοί, σκούροι σωλήνες χαρακτηρίζουν μόνο τις ψείρες.

Κύκλος ζωής: 
Tα έντομα διαχειμάζουν ως αυγά στους κύριους ξενιστές. Στη διάρκεια της άνοιξης οι πρώτες γενιές δημιουργούν μικρές ή μεγάλες αποικίες. Η υψηλή πυκνότητα του πληθυσμού καταδεικνύει ότι πρόκειται για ψείρες με φτερά. Υπάρχουν τύποι επιθετικοί, που πετούν στους αγρούς ψάχνοντας για χρήσιμα φυτά, με μαλακό μίσχο.
Στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας οι ψείρες μεταβιβάζουν τον ιό. Στα συγκεκριμένα φυτά οι ψείρες αναπαράγονται πολλές φορές στη διάρκεια του καλοκαιριού. Στην αρχή του φθινοπώρου εμφανίζονται γυναικοειδείς και αργότερα οι ανδροειδείς.
Οι γυναικοειδείς πετούν κι επιστρέφουν στον κύριο ξενιστή, ενώ τα αρσενικά που έχουν φτερά, τις ακολουθούν. Είναι η μόνη μορφή φυλετικού πολλαπλασιασμού -όλες οι άλλες μορφές πολλαπλασιασμού είναι μέσω παρθενογένεσης. Ποτέ οι ψείρες δεν εναποθέτουν το καλοκαίρι τα αυγά τους, είναι ζωοτόκες, και μόνο η συνεύρεση πριν το χειμώνα παράγει αυγά.

Αντιμετώπιση:
Κάποιες ασθένειες μυκητησιακές, παρασιτικές και καταστροφικές, συνήθως διατηρούν τον πληθυσμό της ψείρας σε επίπεδο που δεν της επιτρέπει να προκαλέσει καταστροφές. Ένας μέτριος πληθυσμός μπορεί να θεωρηθεί ευνοϊκός σε ώριμα δέντρα, επειδή οι ψείρες και το μελίτωμα συνιστούν καλή τροφή για πολλούς φυσικούς εχθρούς άλλων εντόμων στις αρχές της περιόδου.
 Σπάνια ωφελεί ο χημικός ψεκασμός. Πράγματι, οι ψείρες έχουν αναπτύξει αντίσταση σε κάποια χημικά συστατικά. Το ενεργό συστατικό που θα χρησιμοποιήσουμε, πρέπει να σέβεται πάνω απ' όλα τους φυσικούς της εχθρούς.




Νηματοειδης των  εσπεριδοειδων
Όνομα εντόμου: Tylenchulus semipenetran
Φάσμα προσβαλλομένων: 
Εσπεριδοειδή, ελιά, πασχαλιά, και διόσπυρος.

Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Αυτός ο νηματοειδής εντοπίστηκε για πρώτη φορά σε σχέση με τις ρίζες των εσπεριδοειδών στις αρχές του 20 °C αιώνα και από τότε ανιχνεύθηκε στις περισσότερες περιοχές παραγωγής τους σε όλο τον κόσμο.

Συμπτώματα :
Ο νηματοειδής των εσπεριδοειδών προσβάλλει ρίζες φωλιάζοντας στη ρίζα ενώ το πίσω μέρος του παραμένει πάνω από το έδαφος. 
Ο νηματοειδής δεν καταστρέφει το δέντρο αλλά ελαττώνει τη ζωντάνια του και δημιουργεί προβλήματα στην επαναφύτευση.



Τα εξωτερικά (εξωεδαφικά) συμπτώματα της βλάβης από νηματοειδή είναι η απώλεια της ζωτικότητας, ο μαρασμός των μικρών κλαδιών, η μείωση της ανάπτυξης και ο περιορισμός του μεγέθους του καρπού αλλά και της παραγωγής. Τα προσβεβλημένα δέντρα δεν ανταποκρίνονται στη λίπανση και υποκύπτουν στη φυσική πίεση του νερού γρηγορότερα απ' ό,τι τα υγιή δέντρα. 
Τα συμπτώματα της μόλυνσης στο υπέδαφος συμπεριλαμβάνουν την ανεπαρκή ανάπτυξη των ριζών και το χώμα πέριξ των ριζών τους δίνει εμφάνιση λερωμένη.Μπορεί η μόλυνση του νηματοειδούς να μην προκαλέσει συμπτώματα πάνω από το έδαφος.Η βλάβη που προκαλείται από το νηματοειδή εξαρτάται από:
την ηλικία και τη ζωτικότητα του δέντρου,
την πυκνότητα του πληθυσμού του νηματοειδούς,
και την ευαισθησία του ριζώματος.
Τα ώριμα δέντρα ανέχονται σεβαστό αριθμό νηματοειδών πριν δείξουν έλλειψη ζωντάνιας και συμπτώματα κατάπτωσης.
 Περιγραφή του εντόμου:
Ο νηματοειδής είναι μικροσκοπικό, αδιαίρετο σκουλήκι που ζει στο χώμα και τους φυτικούς ιστούς και τρέφεται με τις ρίζες του φυτού. Τα θηλυκά του Tylenchulussemipenetrans είναι μη αποδημητικά, ασκοειδή, με μήκος 0.35‑0.40 χιλ., και γενικά βρίσκονται σε μικρές ομάδες στην επιφάνεια των ινωδών ριζών των εσπεριδοειδών, και τοποθετούν τα αυγά τους μαζικά,κάτω από υπολείμματα φυτών.
Τα ενήλικα αρσενικά (μήκους 0,34-4 χιλ) αναπτύσσονται σε 12 ημέρες από την εκκόλαψη και δεν τρέφονται.

Κύκλος ζωής: 
Τα θηλυκά παράγουν 75 µ 100 αυγά (μέσο μέγεθος 33 x 67 pm), που χρειάζονται   12 µ24 ημέρες για να εκκολαφθούν. Η ανάπτυξη ως το δεύτερο στάδιο συμβαίνει μέσα στο αυγό. Η εκκόλαψη χρειάζεται ελεύθερη υγρασία στο έδαφος. Τα θηλυκά είναι παράσιτα των οποίων η ανάπτυξη εξαρτάται από την επιτυχή εγκατάσταση και συντήρηση επάνω στα σημεία διατροφής. 
Ο νηματοειδής προσαρμόζεται στους περισσότερους τύπους εδάφους, αλλά η ραγδαία ανάπτυξη των μεγάλων πληθυσμός φαίνεται πως ενθαρρύνεται από τα λεπτά ή οργανικά εδάφη. Το αλμυρό έδαφος τονώνει τον πληθυσμό και το δέντρο στο οποίο θα επιτεθούν οι συγκεκριμένοι νηματοειδείς, παράγει πικρό καρπό.
Οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί παρατηρούνται συνήθως σε κλίματα Μεσογειακά ή ερημικά και στη διάρκεια των περιόδων ξηρασίας σε τροπικά ή ημιτροπικά κλίματα. Ο πληθυσμός μειώνεται αισθητά αν το δέντρο πάσχει από ξηρασία. Έχει παρατηρηθεί πως οι ευνοϊκές συνθήκες για το νηματοειδή δημιουργούνται από το υδραυλικό αναβατόριο (το μηχανισμό με τον οποίο το νερό που βρίσκεται βαθιά στο χώμα προωθείται μέσω του ξυλήματος της ρίζας σε ρίζες που βρίσκονται σε ξηρά εδάφη). Αφού ο νηματοειδής των εσπεριδοειδών απαιτεί ζωντανό ξενιστή για την αναπαραγωγή του και έχει αρκετά εξειδικευμένους ξενιστές, ο πληθυσμός τους στις παλαιές φυτείες μειώνεται σε μια περίοδο 1-2 ετών. Αν όμως παραμένουν στην περιοχή ζωντανές ρίζες εσπεριδοειδών ή εναλλακτικοί ξενιστές, ο νηματοειδής μπορεί να επιβιώσει απεριόριστα.
Αντιμετώπιση:
Τα μέτρα αποστείρωσης είναι ουσιώδη για την αποφυγή των μολύνσεων από νηματοειδείς. 
Να χρησιμοποιείτε πιστοποιημένο φυτικό υλικό ελεύθερο από νηματοειδείς.
Η εναλλαγή μονοετών καλλιεργειών για 1-3 χρόνια πριν ξαναφυτέψουμε εσπεριδοειδή, βοηθά στη μείωση του πληθυσμού των νηματοειδών.
Χρησιμοποιείστε ανθεκτικό ριζικό υλικό είτε υπάρχουν νηματοειδείς είτε όχι. 
Αν η περιοχή είχε μολυνθεί από νηματοειδείς στο παρελθόν, μπορεί να είναι απαραίτητη η αποστείρωση πριν το φύτεμα για να μειωθεί ο πληθυσμός των νηματοειδών.
Η χρήση μετά το φύτεμα νηματοκτόνων όπως τα aldicarb, cadusafos, και oxamyl, όπου επιτρέπεται η χρήση τους, έχει αποδειχτεί αποτελεσματική στη μείωση του πληθυσμού των νηματοειδών, την αύξηση της παραγωγής και του μεγέθους του καρπού. Η επαναλαμβανόμενη χρήση τους όμως, μπορεί δυνητικά να μολύνει τα νερά -κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. 
Ο νηματοειδής των εσπεριδοειδών εναποθέτει τα αυγά του στην επιφάνεια των ριζών, κι εκεί τα αυγά εκτίθενται σε διώκτες του εντόμου και παράσιτα, τα οποία όμως δεν υπάρχει τρόπος να εισαγάγουμε εκουσίως για να παρασχεθεί αποτελεσματική αντιμετώπιση.




Θρίπας των   εσπεριδοειδών
Όνομα εντόμου: Scirtothrips citri 
Thysanoptera, Triphidae
Φάσμα προσβαλλομένων: όλα τα καλλιεργημένα φυτά και τα ζιζάνια.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Βρίσκεται σ' όλο τον κόσμο. Τα thrips δημιουργούν αποικίες από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι και 2.000 μ. πάνω από το επίπεδο της θάλασσας. Απομυζούν τα περιεχόμενα του φυτού.

 Συμπτώματα :
Tα thrips έχουν πολύ ιδιόμορφη διατροφική συμπεριφορά. Αρχίζουν να τρέφονται διατρυπώντας και ξύνοντας την επιφάνεια του φύλλου με τις προβοσκίδες τους, για να απελευθερώσουν τα υγρά από διάφορα τμήματα του φυτού. Σ' αυτή τη διαδικασία τα thrips απελευθερώνουν συστατικά που τα βοηθούν να προχωνέψουν το φυτικό ιστό. Αργότερα, απομυζούν όλα τα υγρά του φυτού. Τα Thrips προτιμούν να θρέφονται με νεαρούς φυτικούς ιστούς στα πρωτοεμφανιζόμενα φύλλα. Όταν το φύλλο μεγαλώνει, μεγεθύνεται και η ζημιά που τους έχει προκαλέσει το thrip αφήνοντας στην επιφάνειά του κενά διαστήματα.

Η εμφάνιση της βλάβης είναι σαν ασημένια μπαλώματα ή λωρίδες στα φύλλα που λάμπουν στον ήλιο. Όταν η ζημιά είναι σοβαρή, τα μπαλώματα αυτά καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας του φύλλου, εμποδίζοντας τη φωτοσύνθεση. Το φυτό χάνει περισσότερο νερό απ' ό,τι σε κανονικές συνθήκες μέσω των τραυματισμένων ιστών του και οι ασθένειες εισέρχονται εύκολα στο ταλαιπωρημένο φυτό. 

Περιγραφή του εντόμου:
Tα Τhrips είναι μικρά, επιμήκη έντομα, της Τάξης των Θυσσανοπτέρων. Λόγω του ελάχιστου μεγέθους τους εύκολα παραβλέπονται. Τα ενήλικα έντομα είναι αχνοκίτρινα έως σκούρα καφέ και έχουν πλήρως ανεπτυγμένα φτερά. Τα φτερά είναι πολύ διαφορετικά απ' εκείνα των άλλων εντόμων. Έχουν μία μακρόστενη φλέβα με την οποία ενώνονται κάθετα αρκετά τριχίδια. Το φτερό μοιάζει σαν φράντζα. Όταν αναπαύονται, τα φτερά των εντόμων τυλίγονται στο πίσω μέρος του σώματός τους.

Τα ενήλικα έντομα είναι πιο ευκίνητα από τα ανώριμα γιατί μπορούν να πετούν. Προσελκύονται από το κίτρινο και λευκό χρώμα.
Οι χρυσαλλίδες είναι πολύ μικρές, ανοιχτοκίτρινες έως καφέ. Είναι το ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ ανώριμου και ενήλικου. Έχουν κοντές κεραίες και μικρά, μη λειτουργικά φτερά. Tα αυγά είναι μικροσκοπικά, σχεδόν αόρατα. Το χρώμα τους είναι άσπρο ή κίτρινο.

Κύκλος ζωής: 
Τα Thrips ολοκληρώνουν τον κύκλο της ζωής τους σε 14 έως 30 ημέρες. Όταν η θερμοκρασία υπερβαίνει του 30 °C, ο κύκλος ζωής συντομεύει, μέχρι τις 10-11 ημέρες. Τα ενήλικα μπορεί να ζήσουν μέχρι 20 μέρες. Ο κύκλος ζωής του είδους  thrips αποτελείται από ένα στάδιο αυγού, δύο στάδια κάμπιας, ένα προ-χρυσαλλιδικό στάδιο χωρίς σίτιση, ένα στάδιο κουκουλιού χωρίς σίτιση, και τους σιτιζόμενους ενήλικες. 
Τα Thrips δε χρειάζονται ζευγάρωμα για αναπαραγωγή. Τα θηλυκά που δε ζευγαρώνουν, θα παραγάγουν μόνο θηλυκούς απογόνους. Κάθε θηλυκό μπορεί να παραγάγει μέχρι 80 αυγά. Σε κάποια μέρη του κόσμου όλος ο πληθυσμός των thrips αποτελείται από θηλυκά. Το θέμα της αναπαραγωγής είναι πολύ σημαντικό γιατί από ένα και μόνο έντομο μπορεί να παραχθεί ολόκληρος πληθυσμός σε μικρό χρονικό διάστημα.
Τα αυγά εισάγονται ένα ένα από τα θηλυκά στο φυτικό ιστό. Μόνο η μία άκρη του αυγού θα είναι κοντά στην επιφάνεια του ιστού, για να μπορέσει το ανώριμο έντομο να εμφανιστεί. Τα ενήλικα προτιμούν να εναποθέσουν τα αυγά τους σε φύλλα, κοτυληδόνες ή ιστούς ανθέων.
Αντιμετώπιση:
Αρκετοί φυσικού εχθροί ενισχύουν την προσπάθεια αντιμετώπισης των thrips. Δυστυχώς όμως, κανείς τους δεν είναι δυνατό να μειώσει τον πληθυσμό μόνος του σε βαθμό που να μην επηρεάζεται η αποδοτικότητα των φυτών. Επίσης η εντατική χρήση εντομοκτόνων περιορίζει τη δραστηριότητα των φυσικών εχθρών.
Χημική αντιμετώπιση: 
Λόγω των σοβαρών προβλημάτων ανθεκτικότητας στα εντομοκτόνα, είναι πολύ σημαντικό να τα χρησιμοποιούμε όσο λιγότερο γίνεται.
Tο μυστικό της χημικής αντιμετώπισης των thrips είναι η τοποθέτηση του εντομοκτόνου. Είναι απαραίτητο να φτάσει το προϊόν μέσα στο φυτό, στη βάση των φύλλων όπου εντοπίζεται η πλειονότητα των thrips. Αυτό συμβαίνει με τη χρήση νερού με μεγάλο όγκο και υψηλή πίεση.





Κόκκινο ακάρι   των εσπεριδοειδών
Όνομα εντόμου: Panonychus citri
Φάσμα προσβαλλομένων: Εσπεριδοειδή.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Tο κόκκινο ακάρι βρίσκεται οπουδήποτε καλλιεργούνται εσπεριδοειδή. Είναι μεγάλο πρόβλημα όπου υπάρχει ζέστη και ξηρασία.

Συμπτώματα :
Στα φύλλα το ακάρι προκαλεί σειρά στιγμάτων ορατή στην επάνω επιφάνεια. Ο προσβεβλημένος ιστός κιτρινίζει ή ασπρίζει ή παίρνει εμφάνιση μπρούτζινη. Αν η μόλυνση είναι σοβαρή, τα στίγματα γίνονται νεκρωτικές περιοχές (κοινώς κατάπτωση μεσοφυλλίου). Στο τέλος τα φύλλα πέφτουν και τα κλαράκια ξεραίνονται.Παρόμοια συμπτώματα εμφανίζονται και στους πράσινους καρπούς, αλλά εξαφανίζονται όταν ο καρπός αλλάξει χρώμα. Αν μεγάλος πληθυσμός αρχίσει να τρέφεται από ένα σχεδόν ώριμο καρπό, οι κηλίδες που μοιάζουν ασημένιες, ίσως επιμείνουν. Αν ο καιρός είναι ζεστός, τα έντομα μπορεί να κάνουν το φρούτο να μοιάζει ηλιοκαμένο.
Περιγραφή του εντόμου:

Τα ενήλικα θηλυκά είναι ωοειδή και σφαιρικά. Το αρσενικό είναι μικρότερο με λεπτότερο υπογάστριο.



Παράγει πολύ λίγο μετάξι.



Κύκλος ζωής:

Κάθε θηλυκό εναποθέτει 20 έως 50 αυγά ανά  2 έως 3 την ημέρα, και στις δύο μεριές των φύλλων. Ο κύκλος ζωής από αυγό έως αυγό μπορεί να είναι σύντομος, ακόμα και μόλις 12 ημέρες όταν κάνει ζέστη.  Δυο δημογραφικές αιχμές παρατηρούνται: η μια την άνοιξη ή στο τέλος του καλοκαιριού και η άλλη το φθινόπωρο ή στις αρχές του χειμώνα. Αυτό μπορεί να οφείλεται τόσο στο κλίμα , όσο και στην κατάσταση του φυλλώματος. Το έντομο θρέφεται με καρπούς, φύλλωμα και μερικές φορές με νεαρά κλαδιά. Βρίσκεται και στις δύο επιφάνειες του φύλλου αλλά εμφανίζεται κυρίως στην επάνω. Προτιμά τα νεαρά αλλά σκληρά φύλλα που βρίσκονται στην περιφέρεια του δέντρου. Γρήγορα μολύνει άλλα δέντρα αιωρούμενο από μια μεταξωτή κλωστή η οποία μεταφέρεται από τον άνεμο. Το ακάρι παράγει πολλές γενιές μέσα σ' ένα χρόνο.
Αντιμετώπιση:
Το κόκκινο ακάρι συνιστά μεγαλύτερο πρόβλημα όταν υπάρχει ζέστη και ξηρασία. 
Τα εσπεριδοειδή ανέχονται μεγαλύτερους πληθυσμούς απ' ό,τι πιστεύαμε μέχρι πρόσφατα, και η κατά κανόνα δεν απαιτείται θεραπεία σε υγιείς κήπους κάτω από βιολογικό πρόγραμμα.
Τα έντομα είναι περισσότερα την άνοιξη και το φθινόπωρο, ειδικά σε κήπους όπου καταστρέφονται οι φυσικοί τους εχθροί λόγω της χρήσης εντομοκτόνων ευρέος φάσματος.
Τα αρπακτικά αραχνίδια, τα αρπακτικά έντομα και ιοί, έχουν αποφασιστική συμβολή στην αντιμετώπιση του εντόμου. Σημαντικότερος φυσικός εχθρός του είναι το αρπακτικό αραχνίδιο  Euseius stipulatus. Αυτά τα ευνοϊκά αραχνίδια μπορούν να εγκατασταθούν πριν τα κόκκινα ακάρεα στα εσπεριδοειδή, και είναι πολυάριθμα γιατί θρέφονται και από τη γύρη, και από τις κάμπιες και το νέκταρ και το μελίτωμα. Επιτίθενται κυρίως όταν το ακάρι είναι σε στάδιο προ της ωρίμανσης.

Άλλοι διώκτες του είναι τα dustywind, Conwentzia barretti, Ambliseius californicusκαι Phytoseiulus persimilis.
Επιπροσθέτως, μια ασθένεια που προκαλείται από έναν ιό ειδικά στο κόκκινο ακάρι των εσπεριδοειδών, είναι πολύ διαδεδομένη στις περιοχές όπου καλλιεργούνται εσπεριδοειδή. Η ασθένεια καθίσταται επιδημική κάτω από ζεστό και ξηρό καιρό, όταν τα ακάρεα βρίσκονται ψηλά, και μειώνει πολύ τον πληθυσμό τους. Τα συμπτώματα των ακαρέων που έχουν προσβληθεί από τον ιό συμπεριλαμβάνουν άκαμπτη κίνηση, περιτύλιξη των ποδιών κάτω από το σώμα, και στο τέλος αποσύνθεση του σώματος. 
Εκτός από τους διώκτες και τον ιό, η υψηλή θερμοκρασία και η χαμηλή υγρασία επίσης εξουδετερώνουν το ακάρι. Τα ακάρεα αυξάνουν την αναπαραγωγή τους σε δέντρα που έχουν πολύ νερό. Το σωστό πότισμα μειώνει τις πιθανότητες ταχείας αναπαραγωγής.
Χημική αντιμετώπιση:
Τα αραχνοκτόνα που αντιμετωπίζουν το κόκκινο αραχνίδιο των εσπεριδοειδών συμπεριλαμβάνουν τα dicofol, propargite, fenbutatin oxide, pyridaben και έλαιο. Κάποια απ' αυτά θα πρέπει να προτιμηθούν έναντι άλλων. Τα Dicofol και pyridaben θα πρέπει να καταταγούν στο μέσον των επιλογών μας, γιατί δρουν κυρίως κατά αραχνιδίων και έχουν ελάχιστη επίδραση στα ευνοϊκά έντομα. Αμφότερα όμως είναι τοξικά απέναντι στα αρπακτικά όπως το Euseius tularensis.
Το Propargite είναι προτιμότερο από το dicofol γιατί σε μικρές ποσότητες  είναι σχετικά μη τοξικό για τα ευνοϊκά έντομα.
Οι ψεκασμοί με πετρελαιοειδή είναι σχετικά αποτελεσματικοί για αρκετούς μήνες. Το έλαιο χρησιμοποιείται συχνά ως αραχνοκτόνο, επειδή είναι φθηνό και συνδυάζεται εύκολα με την καταπολέμηση άλλων εντόμων. Το Fenbutatin oxide έχει τη μικρότερη επίδραση σε όλους τους φυσικούς εχθρούς του αραχνιδίου. ΤοEuseius tularensis διαφέρει στην ανοχή απέναντι στα διάφορα αραχνοκτόνα και εντομοκτόνα αφού κάποιοι πληθυσμοί του αντέχουν σε πολλές ουσίες στις οποίες έχουν εκτεθεί στο παρελθόν. 



Εριόφις
Όνομα εντόμου: Aceria sheldoni
Φάσμα προσβαλλομένων: Περιορίζεται στα εσπεριδοειδή.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Καταγράφεται σαν παρουσία σε πολλές χώρες. Ποτέ δεν προκάλεσε μεγάλες οικονομικές απώλειες, αλλά η παρουσία του στην παραγωγή αναγνωρίζεται από τη σοβαρή παραμόρφωση που προκαλεί σε άνθη και καρπούς, ιδιαίτερα στα λεμόνια.

 Συμπτώματα :
Το Aceria sheldoni ζει μέσα ή κοντά στα μπουμπούκια των εσπεριδοειδών και κυρίως της λεμονιάς. Η ζημιά που προκαλείται από το έντομο ποικίλει και επηρεάζει στο μέρος του δέντρου μεταξύ άνθους και φύλλων μπουμπουκιού. Χαρακτηρίζεται από αναστολή της ανάπτυξης ή εκφυλισμό και παραμόρφωση φύλλων. Στην περίπτωση που η προσβολή είναι βαριά, τα μπουμπούκια ανοίγουν ατελώς. Τα προσβεβλημένα μπουμπούκια φουσκώνουν και η εμφάνισή τους γίνεται αφύσικη. Οι ύπεροι ανοίγουν και γίνονται υπερτροφικοί.



Τα νεαρά φρούτα εμφανίζονται ήδη παραμορφωμένα, και ως εκ τούτου  απαξιώνονται οικονομικά. Οι πολύ σοβαρά προσβεβλημένοι καρποί μπορεί να αποκοπούν πρόωρα.




Εντυπωσιακότερα είναι τα συμπτώματα στη λεμονιά.
Οι κοιλότητες στους παραμορφωμένους καρπούς συχνά ευνοούν τον παρασιτισμό από το Κοκκοειδές (Planococcus citri) και από το αραχνίδιο δύο κηλίδων (Tetranychus urticae).


Περιγραφή του εντόμου:
(Arachnida, Acarina, Eriphydae)
Είναι έντομο μικροσκοπικό, αφού το ενήλικο μόλις φτάνει σε μήκος τα 0,15 χιλ. 
Το ενήλικο είναι κιτρινωπό ή ροζέ, σαν σκουλήκι, λεπτοκαμωμένο (0.16 χιλ. μήκος x 0.05 πλάτος). Η επιδερμίδα φέρει ραβδώσεις στο οπίσθιο μέρος. Τα αυγά είναι ημισφαιρικά, με διάμετρο 0.05 χιλ.

Κύκλος ζωής: 
Κατοικεί σε λουλούδια, μπουμπούκια και φύλλα όπου εναποθέτει τα αυγά του. Το θηλυκό εναποθέτει κάπου 50 αυγά που εκκολάπτονται ύστερα από 2-5 ημέρες. Ύστερα από την εκκόλαψη, η αναπτυσσόμενη κάμπια και οι νύμφες τρέφονται μέσα στα μπουμπούκια και η ζημιά που προκαλούν οδηγεί σε παραμόρφωση των φύλλων, ανθέων και συχνά σε πλήρως παραμορφωμένο καρπό. 
Τα στάδια ανάπτυξης είναι τέσσερα. Κάθε γενιά ζει περίπου 10 ημέρες το καλοκαίρι και 3 εβδομάδες το χειμώνα. Η ανάπτυξη είναι συνεχής και παρατηρείται υπερκάλυψη γενεών.

Αντιμετώπιση:
Στο παρελθόν το αραχνίδιο αντιμετωπιζόταν με χρήση του chlorobenzilate, ενός εξειδικευμένου αραχνοκτόνου, ή ελαιώδους ψεκασμού 1% το φθινόπωρο, με εφαρμογή την άνοιξη αν υπήρχε βαρύς παρασιτισμός. 
Εδώ και πολλά χρόνια όμως το Chlorobenzilate δεν κυκλοφορεί, ενώ τα έλαια χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα στα πλαίσια των προγραμμάτων αντιμετώπισης εντόμων  εκτός του αραχνιδίου των εσπεριδοειδών. Στις μέρες μας υπάρχει μια τάση να χρησιμοποιείται λιγότερο έλαιο απ' ό,τι στο παρελθόν, ειδικά στα τέλη της αναπτυξιακής περιόδου.



Κίτρινος τετράνυχος
Όνομα εντόμου: Tetranychus urticae
Φάσμα προσβαλλομένων: 
Το αραχνίδιο είναι εξαιρετικά πολυφάγο και επιτίθεται σε άνω των 200 διαφορετικών ειδών: άγρια φυτά, καλλωπιστικά, λαχανικά, οπωροφόρα. Ιδιαίτερα καταστροφικό αποδεικνύεται στο αμπέλι, φασόλι, λυκίσκο, βαμβάκι, τριφύλλι, ηλίανθο και οπωροφόρα δέντρα.

Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Η δυνητική ζημιά ποικίλει από χρόνο σε χρόνο και σχετίζεται με την ποσότητα του ύδατος και τη ζέστη.

 Συμπτώματα :

Για να σιτιστεί το αραχνίδιο επιτίθεται στα φύλλα και απορροφά τον οπό. Ο ελαφρός παρασιτισμός έχει ως αποτέλεσμα κίτρινες ή καφέ κηλίδες ανάμεσα στα νεύρα του φύλλου. 



Σωροί ξερών, καφέ φύλλων και άφθονες μεμβράνες καταδεικνύουν βαρύ παρασιτισμό, που αν ενισχυθεί με την πίεση του νερού, οδηγεί στην αποβολή φύλλων και καρπών.
Περιγραφή του εντόμου:
(Arachnida; Acari; Tetranychidae)
Tα ενήλικα έχουν δύο χαρακτηριστικές μαύρες κηλίδες στην πλάτη, και 4 ζεύγη ποδιών. Το θηλυκό έχει μήκος 0,5 χιλ. Το αρσενικό είναι μικρότερο και λεπτό (μήκος 0,3 χιλ.). Τα αυγά είναι σφαιρικά, με διάμετρο μικρότερη του 0,1 χιλ., λείο, λευκό και διαφανές μετά την εναπόθεση, ενώ πριν την εκκόλαψη γίνεται αδιαφανές. 
Η κάμπια έχει μειωμένο μέγεθος και 3 ζεύγη ποδιών.


Κύκλος ζωής: 
Η ιδανική του εξέλιξη απαιτεί θερμοκρασία μεταξύ 23 και 30 °C και σχετική υγρασία κάτω του 50%.
Όλα τα στάδια του αραχνιδί ου διαχειμάζουν σε προστατευμένα τμήματα του δέντρου όπως ο ομφαλός της ομφαλοφόρου πορτοκαλιάς, και το σημείο όπου το κοτσάνι ακουμπά στον καρπό. 
Αν ο καιρός είναι ήπιος, τα αραχνίδια συνεχίζουν να διατρέφονται και να αναπαράγονται ακόμα και στη διάρκεια του χειμώνα. Η δραστηριότητα αυξάνεται στα τέλη της άνοιξης και κορυφώνεται το καλοκαίρι. 
Το αραχνίδιο πρωτοεμφανίζεται στο κάτω μέρος των φύλλων και όταν δημιουργηθεί μεγάλος πληθυσμός, και στο πάνω μέρος, ακόμα και στον καρπό.


Καλύπτουν τα φύλλα και τους καρπούς με χαρακτηριστική μεμβράνη.
Τα ανώριμα αραχνίδια αλλάζουν περίβλημα τρεις φορές πριν ενηλικιωθούν. Κάτω από ιδανικές συνθήκες, μια γενιά ολοκληρώνεται σε 7 ημέρες. Το T. urticae μπορεί να παραγάγει 6-7 θερινές γενιές.

Αντιμετώπιση:
Υπάρχουν αρκετοί διώκτες για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του αραχνιδίου αυτού. Μεταξύ αυτών:
Scolothrips sexmaculatus
Amblyseius californicus
Phytoseiulus persímilis.
Suymus mediterraneus
Stethorus spp.;

Orius


Cyrtopeltis tenuis
Scelothrip,
Aelothrips και Frankliniella.
Euseius tularensis 


Χημική αντιμετώπιση:
Στην περίπτωση της χημικής αντιμετώπισης, χρησιμοποιούμε τα πλέον επίλεκτα αραχνοκτόνα για να συντηρήσουμε τον πληθυσμό των φυσικών εχθρών του αραχνιδίου. Τα αραχνοκτόνα που συνιστώνται για την αντιμετώπισή του συμπεριλαμβάνουν τα dicofol propargite, fenbutatin oxide, και έλαια. 
Τα dicofol και pyridaben είναι ενδιάμεσης προτίμησης γιατί δρουν κυρίως κατά του αραχνιδίου και έχουν ελάχιστη επίδραση στα ευνοϊκά έντομα που βοηθούν την καταπολέμησή του. Είναι όμως τοξικά. Το Propargite είναι προτιμότερο από το dicofol γιατί σε μικρές ποσότητες είναι σχετικά μη τοξικό για τα ευνοϊκά έντομα.
 Οι ψεκασμοί με πετρελαιοειδή είναι σχετικά μη τοξικοί για τους φυσικούς εχθρούς, αλλά εξουδετερώνουν και το Eusieus tularensis. Το Fenbutatin oxide έχει τη μικρότερη επίδραση σε όλους τους φυσικούς εχθρούς του αραχνιδίου.



Βαμβακωδες  κοκκοειδες
Όνομα εντόμου: Icerya purchasi
Φάσμα προσβαλλομένων: 
Πολυφάγο έντομο, με προτίμηση στα εσπεριδοειδή, Pittosporum, broom (Genista), ακακίες, ψευδακακίες (Robinia) κ.λπ. Επιτίθεται επίσης και στα φυλλώδη φυτά.

Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Προέρχεται από την Αυστραλία αλλά έχει διαδοθεί σε όλες τις τροπικές και υποτροπικές περιοχές και τα θερμοκήπια στις ψυχρότερες χώρες, οπουδήποτε υπάρχουν εσπεριδοειδή.

Συμπτώματα :
Tο Κοκκοειδές μπορεί να βλάψει σοβαρά τα δέντρα αλλά και τα φυτώρια. Απομυζά τον οπό, προκαλεί βλάβες στο φλοιό του κορμού, παραμορφώνει και προκαλεί έκκριση μελιτώματος. Όλ' αυτά συνιστούν την άμεση ζημιά που προκαλεί αναστολή της ζωτικότητας του δέντρου, πτώση καρπών και φυλλόρροια.  Οι περισσότερες ζημιές προέρχονται από τη διατροφή του Κοκκοειδούς στα πρώιμα, ανώριμά του στάδια, από τα φύλλα, όπου τα έντομα εγκαθίστανται σε σειρές κατά μήκος των κύριων και δευτερευόντων νεύρων και των μικρών κλαδιών. 

Οι μεγαλύτερες νύμφες συνεχίζουν να τρέφονται αλλά μεταναστεύουν στα μεγαλύτερα κλαδιά και εν τέλει, ως ενήλικες, εγκαθίστανται στα πλέον μεγάλα κλαδιά και στον κορμό. Το συγκεκριμένο Κοκκοειδές σπάνια εντοπίζεται σε καρπούς.
Επειδή δεν έχει εχθρούς, το έντομο αναπτύσσεται στα εσπεριδοειδή και τους δίνει την εμφάνιση δέντρων καλυμμένων με χιόνι.

Περιγραφή του εντόμου:
Tα ώριμα θηλυκά (ερμαφρόδιτα) έχουν σώμα λαμπερό κίτρινο, πορτοκαλί, κόκκινο ή καφέ, καλυμμένο μερικώς ή ολικώς με κιτρινωπό ή λευκό κερί .



Τα αρσενικά είναι ελάχιστα. Διαθέτουν φτερά και σκουροκόκκινο σώμα καθώς και σκούρες κεραίες. Το πλέον διακριτικό γνώρισμά τους είναι ο ογκώδης, ραβδωτός θύλακας αυγών, που συχνά είναι 2-2,5 φορές μεγαλύτερος από το σώμα.

Οι νύμφες είναι λαμπερές κόκκινες με μαύρες κεραίες και λεπτά καφέ πόδια. Οι κεραίες έχουν έξι τμήματα. Λίγο μετά την εκκόλαψη, οι νύμφες καλύπτονται με λευκό περίβλημα από κερί. Στο πίσω μέρος τους έχουν λεπτούς, μακριούς, εύθραυστους κηρώδεις σωλήνες που μεταφέρουν το εκκρινόμενο μελίτωμα.
Κύκλος ζωής: 
(Ομόπτερα: fam. Margarodidae)
 Είδος ερμαφρόδιτο, το θηλυκό δύναται να αυτογονιμοποιηθεί. Τα γονιμοποιημένα αυγά παράγουν θηλυκά. Τα μη γονιμοποιημένα αυγά παράγουν αρσενικά. Κάθε θηλυκό εναποθέτει 600-800 αυγά. Ανάλογα με τη θερμοκρασία, τα αυγά εκκολάπτονται σε λίγες ημέρες έως και δύο μήνες. Οι νεοεκκολαφθείσες νύμφες είναι το πρώτο στάδιο ανάπτυξης και μπορούν να μεταφερθούν με τον άνεμο ή να σκαρφαλώσουν σε πλαϊνά φυτά ή περαστικά έντομα. Ο κύκλος ζωής τους διαρκεί τουλάχιστον 3 μήνες.


Αντιμετώπιση:
Η Rodolia cardinalis είναι άριστος άρπαγας που δύναται να αντιμετωπίσει το συγκεκριμένο έντομο. Οι σφοδρές επιθέσεις του εντόμου οφείλονται σε ενδεχόμενη  κατάχρηση χημικών, που φονεύουν τα Rodolia.

Η χημική αντιμετώπιση είναι αποτελεσματική στο στάδιο νύμφης. Κάποιες από δραστικές ουσίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν, είναι:  Dicofol+tetradifón, θερινά έλαια, Dimetoate, Pirimicarb, Etiofencarb, Dicofol+carbofenotion, Chlorpyrifos.

Ψευδόκοκκος   εσπεριδοειδών
Όνομα εντόμου: Planococcus citri
Φάσμα προσβαλλομένων: 
εσπεριδοειδή, βαμβάκι και πολλά αναρριχητικά. Προσβάλλονται και άλλες καλλιέργειες όπως η μπανανιά, carambola (starfruit), κακάο, ανθοφόρος πιπερόριζα, macadamia, μάνγκο.

Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Το έντομο ζει σε όλα τα τροπικά μέρη και ενίοτε και στα υποτροπικά.

Συμπτώματα : 
Τα Μealybugs απορροφούν τον οπό του φυτού, μειώνοντας έτσι τη ζωτικότητα του δέντρου και εκκρίνουν μελίτωμα. Αν αρχίσει ένα σμήνος  mealybugs να τρέφεται από το κοτσάνι ενός καρπού, ο καρπός θα πέσει.
Η ζημιά είναι μεγ αλύτερη την άνοιξη και το φθινόπωρο.


Περιγραφή του εντόμου:
Τα Μealybugs είναι απαλά, ωοειδή, επίπεδα, με υποδιαιρέσεις και καλυμμένα με λευκό κερί που δημιουργεί σχάρες στο σώμα. Το mealybug των εσπεριδοειδών έχει σώμα ροζ, ορατό μες από το κερί που το καλύπτει.
Τα θηλυκά mealybugs εναποθέτουν αρκετές εκατοντάδες αυγά στα φύλλα, καρπούς και κλαράκια. Οι νεοεκκολαφθείσες νύμφες είναι ανοιχτοκίτρινες, χωρίς κέρινο κάλυμμα, σύντομα όμως αρχίζουν να εκκρίνουν κερί.

Κύκλος ζωής:

Ο πληθυσμός του mealybug των εσπεριδοειδών γενικά αποτελείται από ίσο αριθμό αρσενικών και θηλυκών. 
Τα αρσενικά ζουν για 2-4 ημέρες μετά την εμφάνιση της νύμφης. Τα θηλυκά  αρχίζουν να εναποθέτουν αυγά 15-26 ημέρες μετά την ενηλικίωσή τους. 
Η διάρκεια της ζωής από αυγό ως ενήλικο που εναποθέτει αυγά, κυμαίνεται από 20 έως 44 ημέρες. Το θηλυκό εναποθέτει 200-400 αυγά, με μέσο όρο τα 300, σε όλη του τη ζωή. Τα αυγά εναποτίθενται κατά ομάδες, καλυμμένα από κέρινα νήματα του ωοσάκου. Η εκκόλαψη ακολουθεί σε 2-10 ημέρες. Τα αρσενικά mealybugs έχουν 4 στάδια νύμφης. Κάθε στάδιο διακρίνεται από το επόμενο λόγω της απόρριψης του κελύφους. Τα θηλυκά mealybugs έχουν μόνο τρία στάδια νύμφης.
Αντιμετώπιση:
Τα Mealybugs αντιμετωπίζονται κυρίως με τη συντήρηση των φυσικών τους εχθρών και τη μείωση των μυρμηγκιών. Σπάνια απαιτείται περαιτέρω θεραπεία. 
Υπάρχουν πολλές παρασιτικές σφήκες που επιτίθενται στο mealybug των εσπεριδοειδών και αρκετά σκαθάρια που το κυνηγούν. 
Το σκαθάρι-καταστροφέας του mealybug (Cryptolaemus montrouzieri), είναι αδηφάγο ως προς το mealybug, τόσο σε στάδιο κάμπιας όσο και ενηλίκου. Επειδή το Cryptolaemus δεν επιζεί εύκολα το χειμώνα, μπορεί να αγοραστεί από εμπορικά καταστήματα στις αρχές της άνοιξης και να απελευθερωθεί στους κήπους όπου τον προηγούμενο χρόνο υπήρξε πρόβλημα με τα mealybugs.

H σφήκα Leptomastix dactylopii είναι ένα παρασιτοειδές που εναποθέτει αυγά μέσα στο σώμα του ξενιστή και είναι σε θέση να βρει ξενιστή ακόμα και σε πολύ μακρινή απόσταση. Το παρασιτοειδές εναποθέτει κατά μέσο όρο 80-100 αυγά και σε θερμοκρασία 26 °C ύστερα από 15 ημέρες θα εμφανιστεί ένα νέο παρασιτοειδές. Η πιθανή παρέμβαση λόγω της δραστηριότητας των μυρμηγκιών θα μπορούσε να δημιουργήσει πρόβλημα, αφού η διείσδυσή τους στις αποικίες των mealybugs είναι πολύ δραστική, γι' αυτό και η αντιμετώπιση των μυρμηγκιών είναι πολύ σημαντική στα πλαίσια ενός ολοκληρωμένου προγράμματος προστασίας των εσπεριδοειδών.



Μαυρο κοκκοειδες  ψωρα
Όνομα εντόμου: Saissetia oleae
Φάσμα προσβαλλομένων: 
Το έντομο είναι πολυφάγο και επιτίθεται στα εσπεριδοειδή, στην ελιά, τη συκιά (Ficus carica ), ole
ander (Nerium oleander), τον κισσό (Hedera), και τη βερικοκιά  Pittosporum sp.
 Συμπτώματα : 
Η διαδικασία σίτισης του εντόμου αποτελείται από διατρύπηση των ιστών του ξενιστή και απομύζηση του οπού. Η S. oleae εμφανίζεται στα κλαδάκια και τα φύλλα, συνήθως στην κάτω πλευρά.
Η καταστροφή έρχεται ως αποτέλεσμα της απορρόφησης θρεπτικών συστατικών και νερού που εμπεριέχονται στον οπό. Η καπνιστή μούχλα (Μαύροι μύκητες αναπτύσσονται στο μελίτωμα που εναποθέτουν τα ομόπτερα στα φυτά) είναι υπεύθυνοι για την ελάττωση της φωτοσύνθεσης (έμμεση καταστροφή) και αναγνωρίζεται ως μόλυνση, που συχνά καθιστά τους καρπούς μη εμπορεύσιμους. Όταν όμως οι ξενιστές πάσχουν από έλλειψη νερού, η ένταση της επίθεσης από την  S. oleaea μειώνεται.


Περιγραφή του εντόμου:
Τα ενήλικα θηλυκά είναι καφέ σε νεαρή ηλικία και καθώς ωριμάζουν, μαυρίζουν. Το μήκος τους κυμαίνεται από 2 έως 5 χιλ. ενώ το σχήμα τους είναι ημισφαιρικό με ορατά ανασηκωμένη ραχοκοκαλιά που θυμίζει το γράμμα Η.


Τα αυγά της μαύρης ψώρας έχουν μήκος 0.2-0.3 χιλ. και χρώμα ανοιχτό όταν εναποτίθενται αρχικά, ενώ ύστερα από 2-3 μέρες γίνονται ροζ. Λίγες μέρες πριν την εκκόλαψη γίνονται κοκκινα-πορτοκαλί.
 
Οι νύμφες μοιάζουν με τα ενήλικα έντομα ενώ έχουν τρία ενδιάμεσα στάδια μεταξύ αυγού και ενήλικα. Οι νύμφες του πρώτου σταδίου λέγονται άποδα, έχουν μήκος 0.3-0.4 χιλ. και αχνοκίτρινο έως αχνοκαφέ χρώμα, με μαύρα μάτια. Το πρώτο στάδιο πτώσης κουκουλιού της νύμφης είναι 3-8 εβδομάδες. Το δεύτερο στάδιο βρίσκει τη νύμφη με μήκος 1-1,3 χιλ., ενώ η ραχοκοκαλιά σε σχήμα Η αρχίζει να φαίνεται.

Κύκλος ζωής:

Κάθε θηλυκό εναποθέτει από 150 έως 2.500 αυγά. Η εναπόθεση μπορεί να διαρκέσει 10-15 ημέρες την άνοιξη και διπλάσιο χρόνο το φθινόπωρο. Τα αυγά παραμένουν κάτω από το θηλυκό. Η εκκόλαψη επέρχεται ύστερα από επώαση 15-20 ημερών. Οι νύμφες της πρώτης γενεάς εμφανίζονται από τον Ιούνιο και μετά, συχνά μέχρι τις πρώτες ημέρες του Αυγούστου. Πληθυσμός αποτελούμενος από νύμφες και νεαρά θηλυκά ταυτοχρόνως παρατηρείται το Σεπτέμβρη. Κάποια απ' αυτά τα νεαρά θηλυκά μπορεί την  περίοδο αυτή να εναποθέτουν αυγά, αν ο καιρός παραμένει ήπιος. 
Οι πρωτοεμφανιζόμενες νύμφες, συνιστούν μέχρι το τέλος του Οκτώβρη μια επί μέρους δεύτερη γενεά. Οι νύμφες κινούνται ψάχνοντας στον ξενιστή, για να βρουν μια θέση όπου θα εγκατασταθούν. Η S. oleaeδιαχειμάζει ως νύμφη (σε διάφορες φάσεις) και αρχίζει να θρέφεται την επόμενη άνοιξη.
Αντιμετώπιση:

Η βιολογική αντιμετώπιση και οι ελαιώδεις-πετρελαϊκοί ψεκασμοί είναι αποδεκτές μέθοδοι αντιμετώπισης. 
Συνιστώνται αρκετοί εχθροί και παράσιτα για την αντιμετώπιση της μαύρης ψώρας. 
Το Metaphycus spp είναι μια παρασιτική σφήκα που παρέχει ουσιαστική προστασία από τη μαύρη ψώρα. Όχι μόνο εναποθέτει στην ψώρα τα αυγά της, αλλά και το ενήλικο θηλυκό τρέφεται παρασιτικά από τα σωματικά υγρά της νεαρής ψώρας. Αυτό το παράσιτο είναι πιο αποτελεσματικό σε παραθαλάσσιες περιοχές, όπου οι επικαλυπτόμενες γενεές των κοκκοειδών, τα καθιστούν ευάλωτα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο απ' ό,τι εκείνες που ζουν σε μεσογειακές περιοχές. 




Ζιζάνια
Τα ζιζάνια στους κήπους των εσπεριδοειδών ανταγωνίζονται με τα δέντρα για θρεπτικά συστατικά, νερό και φως, κι ακόμα προκαλούν προβλήματα συμβάλλοντας στο πρόβλημα των αρθροπόδων εντόμων, υπεισερχόμενα στις λειτουργίες της καλλιέργειας και αυξάνοντας τον κίνδυνο πάγου.
Ο ανταγωνισμός εκ μέρους των ζιζανίων καταστρέφει τα νεαρά εσπεριδοειδή. Καθώς μεγαλώνουν όμως, οι κορυφές τους σκιάζουν μέρος του εδάφους του κήπου, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της ανάπτυξης ζιζανίων. Ο ανταγωνισμός των ζιζανίων με τα ώριμα δέντρα μπορεί να είναι σοβαρότερος σε κήπους που ποτίζονται με μικρο-ψεκαστικά, γιατί οι ρίζες των δέντρων συγκεντρώνονται σε περιοχή μικρότερη απ' ό,τι όταν ποτίζονται από ρυάκια.
Τα ζιζανιοκτόνα μπορούν ν' αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα ζιζάνια στις φυτείες των εσπεριδοειδών, αλλά επιπλέον δημιουργούν ένα σχετικά ελεύθερο από ζιζάνια έδαφος στη φυτεία, με λιγότερο κίνδυνο πάγου το χειμώνα, λόγω της θερμαντικής επίδρασης του γυμνού εδάφους.
Συγκεκριμένα προβλήματα όμως συσχετίζονται με την ολοκληρωτική εξάρτηση από τα ζιζανιοκτόνα. Αν ένα φάρμακο χρησιμοποιείται κατ' επανάληψη, τα ζιζάνια που δεν επηρεάζονται ιδιαίτερα απ' αυτό, μπορεί να ακμάσουν και να γίνουν μόνιμα. Επιπροσθέτως, η επαναλαμβανόμενη χρήση του ίδιου ζιζανιοκτόνου οδηγεί στην ανάπτυξη αντιστάσεων στα ζιζάνια. Συνεπώς, είναι σημαντική και η στρατηγική της εναλλαγής ζιζανιοκτόνων.
Στις φυτείες που βρίσκονται σε πλαγιές, η πλήρης αντιμετώπιση των ζιζανίων δημιουργεί γυμνό έδαφος που τείνει να υποστεί διάβρωση. Σε κάποια μέρη, το έδαφος της φυτείας που είναι απαλλαγμένο από κάθε άλλο φυτό, μπορεί να γίνει συμπαγές και αναπτυχθεί ένα στρώμα λάσπης στην επιφάνεια, εμποδίζοντας τη διείσδυση του νερού στο χώμα. Για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων μπορεί να χρειάζεται επαναλαμβανόμενη ρηχή καλλιέργεια ή χρήση καλύμματος προστασίας ριζών.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΖΙΖΑΝΙΩΝ ΣΕ ΚΗΠΟΥΣ ΟΠΩΡΟΦΟΡΩΝ
Σε κήπους οπωροφόρων διατηρείται ένα κάλυμμα στο έδαφος κάποιων δέντρων για να παρεμποδιστεί η διάβρωση του εδάφους και να βελτιωθεί η διείσδυση του νερού και η δομή του εδάφους. Κάποια κάλυψη μπορεί να δοθεί στο έδαφος μέσω του πλήρους θερισμού ή του θερισμού στα ενδιάμεσα των σειρών ενώ διατηρείται μια λωρίδα κατά μήκος των σειρών των δέντρων, ελεύθερη από ζιζάνια με ζιζανιοκτόνα. Ο επαναλαμβανόμενος θερισμός ευνοεί την εγκατάσταση των πολυετών ζιζανίων, τα οποία έχουν βαθιές ρίζες και είναι πιο ανταγωνιστικά με τα εσπεριδοειδή απ' ό,τι τα μονοετή. Σπάνια τα ζιζάνια αντιμετωπίζονται επαρκώς στα εσπεριδοειδή με καλλιεργητικές μεθόδους. Η καλλιέργεια καταστρέφει τις ρίζες απ' όπου τα εσπεριδοειδή απορροφούν θρεπτικά συστατικά, νερό και οξυγόνο στο ανώτερο στρώμα του εδάφους. Οι οργανισμοί που προκαλούν ασθένειες μπορεί να εισέλθουν μέσω των ριζικών συστημάτων που τραυματίζονται από την καλλιέργεια. Η άροση συνεισφέρει στην διάβρωση του εδάφους, ειδικά σε λασπώδη εδάφη. Αν το έδαφος είναι ξηρό, η καλλιέργεια δημιουργεί σκόνη η οποία επεμβαίνει στη βιολογική αντιμετώπιση των εντόμων. Η ίδια διαδικασία ενδέχεται να αυξήσει τον πληθυσμό των ζιζανίων φέρνοντας στην επιφάνεια τους θαμμένους σπόρους τους ή διασπείροντας τα ριζώματα, κονδύλους ή καταβολάδες σε όλο τον κήπο.
Στους κανονικούς κήπους οπωροφόρων, η αντιμετώπιση των ζιζανίων πρέπει να προσαρμόζεται στη χρησιμοποιούμενη μέθοδο ποτίσματος. Στους κήπους που ποτίζονται με αυλάκια, τα ζιζάνια είναι πρόβλημα ιδιαίτερα στις άκρες των αυλακιών όπου υπάρχει μεγάλη υγρασία και το στράγγισμα των ζιζανιοκτόνων επιτρέπει την ανάπτυξη των ζιζανίων. Όπου ψεκάζονται ζιζανιοκτόνα με μπεκ, η μια άκρη του αυλακιού είναι στη σκιά του ψεκαστικού ρεύματος και παραμένει απεριποίητη. Κάτω από χαμηλής έντασης σχέδιο άρδευσης, η μόνιμα υγρή ζώνη γύρω από τους πομπούς ψεκασμού ευνοεί την ανάπτυξη των ζιζανίων και προωθεί την απενεργοποίηση των παραμενόντων στο έδαφος ζιζανιοκτόνων.
 (A) Τα προβλαστικά ζιζανιοκτόνα χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της ανάπτυξης του σπόρου των ζιζανίων. Δεν αντιμετωπίζουν όμως τα ανεπτυγμένα φυτά. Ο ψεκασμός των προβλαστικών ζιζανιοκτόνων στο έδαφος ακριβώς πριν από το πότισμα ή τη βροχόπτωση, έτσι ώστε το νερό να μεταφέρει τα χημικά στο χώμα, εκεί όπου βλασταίνουν οι σπόροι.
Τα προβλαστικά ζιζανιοκτόνα παρέχουν προστασία για χρονικό διάστημα μέχρι ένα χρόνο, ανάλογα με τη διαλυτότητα του υλικού, την απορρόφησή του από το έδαφος, το γένος του ζιζανίου και τη δόση. Πιο εύκολα εξαντλείται το αμμώδες παρά το αργιλώδες έδαφος. Η παρατεταμένη υγρασία που προκαλούν οι χειμερινές βροχοπτώσεις στις άκρες των ρυακιών ή γύρω από τα χαμηλής έντασης ψεκαστήρα στη διάρκεια του ποτίσματος, ευνοούν την εξουδετέρωση των ζιζανιοκτόνων. Όταν διαιρούμε μια θεραπεία σε δύο ή περισσότερες διαδοχικές εφαρμογές, επιτυγχάνουμε πιο μακρόχρονη αποτελεσματικότητα των ζιζανιοκτόνων. 
Τα μεταβλαστικά ζιζανιοκτόνα χρησιμοποιούνται σε ώριμους κήπους και ενεργούν είτε δια της επαφής είτε δια του εκτοπισμού. Τα εφαρμοζόμενα εξ επαφής ζιζανιοκτόνα όπως το paraquat, καταστρέφουν εκείνα τα μέρη του φυτού που ψεκάζονται, γι' αυτό έχει μεγάλη σημασία η καλή κάλυψη με ψεκασμό, και το πότισμα.
 Ένας μόνο ψεκασμός εξολοθρεύει τα μονοετή ζιζάνια. Η επανάληψη είναι απαραίτητη αν υπάρχουν αναγεννώμενα πολυετή ή αν τα μονοετή ξαναβλαστήσουν από τους σπόρους. Τα ζιζανιοκτόνα εκτοπισμού, όπως το glyphosate, κινούνται μέσα στο φυτό για να το εξολοθρεύσουν. Η πλήρης κάλυψη των φυτών με αυτά τα ζιζανιοκτόνα δεν κρίνεται απαραίτητη.