ΠΥΡΗΝΟΚΑΡΠΑ

Πυρηνόκαρπα

Μορφολογία
Ανάπτυξη
Παθολογία – Ιοί,  μυκόπλασμα
Ιός κηλίδας νεκρωτικού δακτυλίου, Ευρωπαϊκή χλώρωση  πυρηνόκαρπων (κιτρίνισμα), Πανώλη δαμασκηνιάς
Παθολογία – Βακτήρια
Βακτηριακός μαρασμός πυρηνοκάρπων, Βακτηρίωση πυρηνοκάρπων, Βακτηριακό έλκος
Παθολογία – μύκητες
Εξώασκος πυρηνοκάρπων, Ωίδιο πυρηνοκάρπων, Κορύνεο, Κυλινδροσπορίωση πυρηνοκάρπων, Σκωρίωση πυρηνοκάρπων, Μολυσματικός μαρασμός, Πολύστιγμα, Μονίλια
Εχθροί
Κοκκοειδή, Ψείρες, Αραχνίδιο πυρηνόκαρπου, Φυλλοδέτης, Καρπόκαψα, Ανάρσια , Σκόρος ανατολικού καρπού, Μύγα Μεσογείου, Οπλοκάμπη


Μορφολογία
Τα πυρηνόκαρπα θεωρούνται ιθαγενή στην Ευρώπη. Ο καρπός τους αποτελείται από σαρκώδες μέρος που περιβάλλει ένα σκληρό πυρήνα. Η σπουδαιότητά τους έγκειται στην ποικιλία των χρήσεων, τα ωραία χρώματα και σχήματά τους, καθώς και την πρώιμη συγκομιδή.

Μορφολογική περιγραφή

Ταξινόμηση

Φυλή: Αγγειόσπερμα
Τάξη: Δικοτυλήδονα
Order of Rosaes
Οικογένεια : Rosaceaes
Υπο-οικογένεια: Prunoidea
Γένος
: Prunus
Cerasus avicum
Cerasus vulgaris
Armeniaca vulgaris
Prunus domestica
Persica vulgaris

Το σώμα των πυρηνόκαρπων

Το σώμα των πυρηνόκαρπων αποτελείται από δυο κύρια μέρη:

-Το ριζικό σύστημα που βρίσκεται μέσα στο έδαφος (κύριες και τυχαίες ρίζες), και αναπαραγωγικά μάτια
-Το βλαστικό σύστημα, δηλαδή μίσχος, κορυφή, κλαδιά και παραγωγικά μέρη.
Το ριζικό σύστημα των πυρηνόκαρπων:
Στην περίπτωση των πυρηνόκαρπων που πολλαπλασιάζονται δια των σπόρων, ο κύριος άξονας του ριζικού τους συστήματος είναι μια ισχυρή «ρίζα-πάσσαλος». Απ’ αυτήν εκπορεύονται τα πρώτα ριζώματα που διακλαδίζονται, από τα πρώτα τα δεύτερα, κ.ο.κ. Οι τελευταίες διακλαδώσεις είναι τα τριχοειδή ριζίδια. Η λειτουργία της κύριας ρίζας μειώνεται με τα χρόνια, λόγω της ισχυρής ανάπτυξης των παράπλευρων ριζών.
Το ριζικό σύστημα των δέντρων που αναπαράγονται βλαστικά είναι διαφορετικό από αυτό των δέντρων που παράγονται γενετικά γιατί δεν αναπτύσσεται ο ίδιος κεντρικός άξονας στο ριζικό σύστημα, ενώ οι παράπλευρες ρίζες έχουν την ίδια δύναμη.
Η διακλάδωση των ριζών είναι πλουσιότερη και το υπέργειο δίκτυο είναι μικρότερο. Η ιδανική θερμοκρασία για την ανάπτυξη των ριζών είναι 17-20 C, ενώ την άνοιξη τα πυρηνόκαρπα χρειάζονται για την ριζική τους ανάπτυξη 2-3 C θερμοκρασία παραπάνω από ό,τι άλλα φυτά.
Γενικά, στην αναπτυξιακή φάση των ριζών τους, μπορούμε να διακρίνουμε μια εκτεταμένη ανοιξιάτικη περίοδο και μια λιγότερο εκτεταμένη χειμερινή περίοδο.
Την άνοιξη, η ανάπτυξη της ρίζας αρχίζει 1-2 εβδομάδες νωρίτερα απ’ ό,τι αυτή των επιφανειακών τμημάτων του φυτού. Οι ρίζες του νεαρού δέντρου χρειάζονται πολύ αέρα, γι’ αυτό και το κύριο μέρος του ριζικού συστήματος βρίσκεται σε βάθος 0-50 εκατοστά μέσα στο έδαφος. Η μορφή και η θέση της ρίζας στο έδαφος, εξαρτώνται από κληρονομικά χαρακτηριστικά, τα οποία μεταβάλλονται, ωστόσο, και από εξωτερικούς παράγοντες, όπως:
- τις διαφορές μεταξύ τύπων χώματος,
- τις ετερογένειες του εδάφους,
- το βάθος της καλλιέργειας,
- την ικανότητα των ριζών να συγκρατούν τα άλατα (οι ρίζες των πυρηνόκαρπων είναι πολύ ευαίσθητες στα άλατα)
- τα θρεπτικά συστατικά του εδάφους,
- τη θερμοκρασία του εδάφους,
- το επίπεδο των υδάτων.
 Ως αποτέλεσμα των διαφορετικών θέσεων των ριζών, εμφανίζονται διαφορές στο δίκτυο βάθους και το εναέριο δίκτυο.
Το βλαστικό σύστημα των πυρηνόκαρπων
Ο μίσχος:
Πρόκειται για το μέρος του πυρηνόκαρπου μεταξύ εδάφους και της χαμηλότερης στεφάνης διακλάδωσης. Συνδέει το ριζικό σύστημα με το σύστημα των κλαδιών. Σκοπός του είναι η μεταφορά νερού και θρεπτικών συστατικών, η αφομοίωση και αποθήκευσή τους, και η συγκράτηση των κλαδιών. Το πάχος και η ανθεκτικότητα του μίσχου του δίνουν τη δυνατότητα να συγκρατεί τα κλαδιά. Απ’ αυτή την άποψη, το γραμμικό μέρος του δέντρου παίζει σημαντικό ρόλο. Η μεταφορά των θρεπτικών συστατικών από το μίσχο, έχει δυο κατευθύνσεις, Το ύψος του μίσχου ολοκληρώνεται με τα μοσχεύματα στα φυτώρια ή από τα  νεοφύτευτα δενδρύλλια χωρίς κλαδιά στους οπωρόκηπους. Το ύψος προσδιορίζεται από τις βιολογικές προδιαγραφές και την εφαρμοζόμενη μέθοδο καλλιέργειας. Τα δέντρα με κοντό μίσχο έχουν φυσιολογική και οικονομική σπουδαιότητα για την παραγωγή των πυρηνόκαρπων
Η στεφάνη και το σύστημα των κλαδιών:
Η στεφάνη του πυρηνόκαρπου είναι το διακλαδούμενο κλαδικό σύστημα πάνω από το μίσχο. Σκοπός της στεφάνης είναι η αφομοίωση. Επίσης, επιτελεί τις βλαστικές και αναπαραγωγικές λειτουργίες του δέντρου. Το βασικό, τυπικό χαρακτηριστικό της είναι ο φυσικός σχηματισμός. Τα περισσότερα πυρηνόκαρπα με τη φυσική τους στεφάνη δεν είναι σε θέση να φέρουν καρπούς με αρκετή οικονομική αξία και υψηλή ποιότητα, γι’ αυτό και σωστό είναι να σχηματιστεί  τεχνητή στεφάνη. Αν πρόκειται να δημιουργηθεί μια σωστή από βιολογική  και οικονομική άποψη στεφάνη, πρέπει να ληφθεί υπόψη το τυπικό κλαδικό σύστημα και τα αναπτυξιακά χαρακτηριστικά του είδους. Τα κύρια μέρη της στεφάνης είναι τα ακόλουθα:
     - κλαδιά
     - κλαράκια
     - βλαστοί
- παραγωγικά μέρη.    
Τα διακλαδούμενα  παραγωγικά κλαδάκια σχηματίζουν το παραγωγικό κλαδικό σύστημα που εντοπίζεται στα παράπλευρα κλαδιά.
 Στην περίπτωση των πυρηνόκαρπων, η αλλαγή κατεύθυνσης των μικρών κλαδιών, βεργών και κλαδιών σε σύγκριση με τα οριζόντια, είναι  εξαιρετικά σημαντικό χαρακτηριστικό. Στα πυρηνόκαρπα διακρίνουμε ανάμεσα στους ακόλουθους τύπους κλαδιών:
-          ίσια
-          κεκλιμένα προς τα κάτω στη βάση
-          κεκλιμένα προς τα πάνω στην κορυφή
-          κεκλιμένα προς τα κάτω σε σχήμα αψίδας
Η αλλαγή της θέσης του βλαστού, το είδος και η υποτιθέμενη επίδραση παίζουν ζωτικό ρόλο στην ανάπτυξη του βλαστού, στην εμπέδωση του παραγωγικού ιστού και στον έλεγχο της παραγωγής καρπού στην περίπτωση του εντατικού σχηματισμού στεφάνης. Η ανάπτυξη των κλαδιών προσδιορίζει τη διάταξη των δέντρων και την ευρύτητα της στεφάνης.
Οι μηλιές με τεχνητά σχηματισμένη στεφάνη συνήθως παράγουν νωρίτερα καρπούς καλύτερης ποιότητας.
Οι πλέον τυπικοί σχηματισμοί του πυρηνόκαρπου:
-          σφιχτές ομάδες κλαδιών
-          συνδυασμένη στεφάνη
-          μορφές κυλίνδρων (φυσικές, ελεύθερες, λεπτές)
-          περίφραξη
 Τα παραγωγικά μέρη του πυρηνόκαρπου.
Μάτια: Το μάτι είναι ένα βλαστικό ή αναπαραγωγικό βλαστάρι.  Στην περίπτωση των πυρηνόκαρπων, τα παραγωγικά μάτια είναι τα ανθοφόρα μάτια που αναπτύσσουν μονά άνθη ή ταξιανθίες. Χωρίζονται σε μάτια που ζουν ένα χρόνο και σε πολυετή. Είναι τυπική περίπτωση στα πυρηνόκαρπα η ύπαρξη πολυετών ματιών που δε βλασταίνουν και ονομάζονται υπνώττοντα.
Τα παραγωγικά μάτια σχηματίζουν διαφορετικά παραγωγικά όργανα στη βάση του βλαστικού συστήματος.
Στα πυρηνόκαρπα μπορούμε να διακρίνουμε:
-          παραγωγικά κλαδάκια (κοντά, μεσαίου μήκους, μακριά)
-          αιχμές
-          παραγωγικές αιχμές με αγκάθια
-          παραγωγική αιχμή

Ανάπτυξη
Τα στάδια ζωής του φυτού του πυρηνόκαρπου:
Αναπτυξιακό στάδιο: 
Αφορά την ακμή και ανάπτυξη των βλαστικών τμημάτων μετά τη φύτευση. Διαρκεί μέχρι να γίνει το φυτό παραγωγικό. Σ’ αυτό τον κύκλο μπορεί να σχηματιστεί η κορυφή του δέντρου, να τροποποιηθεί  η βλάστηση και να διεγερθεί η ανάπτυξη των ριζών.
Παραγωγικό στάδιο:
-           Σ’ αυτό το στάδιο, εκτός της βλαστικής ανάπτυξης, κυριαρχεί ο παραγωγικός  αναπαραγωγικός χαρακτήρας. Η αρμονία μεταξύ ανάπτυξης και σχηματισμού καρπού, χαρακτηρίζεται αναλογική.
-          Η ισορροπία στην παραγωγή διατηρείται με την τροποποίηση δυσμενών παραγόντων όπως η θρέψη, ενυδάτωση και βάρος μπουμπουκιών.
Από το φθινόπωρο έως την άνοιξη.
από σκάσιμο μπουμπουκιών μέχρι πτώση φύλλων
          - προφύλλωση
          - βλάστηση
          - άνθιση
          - φύλλωση
          - ανάπτυξη καρπών
          - διαφοροποίηση ματιών
          - ωρίμανση καρπού
          - φυλλόρροια
Σκάσιμο μπουμπουκιού: μετά την περίοδο ύπνωσης είναι η πρώτη δραστήρια εκδήλωση ζωής, η ορατή αρχή των αναπτυξιακών διαδικασιών που συμβαίνει με ένα τρόπο και βήμα χαρακτηριστικό του είδους και εξαρτάται από τις περιβαλλοντικές επιδράσεις.
Άνθιση:
 η τελευταία φάση στην όλη ανάπτυξη των αναπαραγωγικών οργάνων (φυλετική ωρίμανση), η περίοδος κατά την οποία το γένος κωδικοποιείται χαρακτηριστικά και γενετικά αλλά παρουσιάζει ποικιλία, σε συνάρτηση με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες. Στη διαδικασία της άνθισης, συγκεκριμένες φαινοφάσεις συνδέονται στενά με τη θερμότητα σε βαθμό και ποσότητα (μόνιμη αξία).
Ανάπτυξη καρπού: είναι η περίοδος κατά την οποία, αφού δέσουν οι καρποί αυξάνονται σε βάρος, όγκο, διάμετρο.
 Ωρίμανση καρπού: διαδοχή βιοχημικών αλλαγών. Ως αποτέλεσμα εξελίσσεται μια χαρακτηριστική του είδους διαδικασία με ορατά και μετρήσιμα χαρακτηριστικά για παράδειγμα ο χρωματισμός, η σκληρότητα της σάρκας του καρπού, η αναλογία οξέων-σακχάρων, το ξηρό περιεχόμενο, η γεύση και το άρωμα. Υπάρχουν κάποιοι παράγοντες που τροποποιούν την ωρίμανση, π.χ. η περιοχή παραγωγής, η τεχνολογία παραγωγής, η συλλεγόμενη ποσότητα και κάποιοι φυσιολογικοί παράγοντες όπως η αναλογία καρπών-φύλλων.

Παθολογία – Ιοί,  μυκόπλασμα

Ιός κηλίδας νεκρωτικού δακτυλίου
Προκαλών οργανισμός: Prunus necrotic ring spot virus (ιός Stecklenberger virus βυσσινιάς)
 Φάσμα προσβαλλομένων: κερασιά, βυσσινιά, δαμασκηνιά, ροδακινιά, βερικοκιά, είδη άγριας δαμασκηνιάς. .
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Είναι η πιο διαδεδομένη ιογενής πάθηση των πυρηνόκαρπων. Μολύνει σχεδόν όλα τα είδη των πυρηνόκαρπων. Ιδιαίτερα στην περίπτωση των παλαιότερων φυτειών, το ποσοστό της μόλυνσης μπορεί να είναι σημαντικό και να οδηγήσει στην καταστροφή των αποδυναμωμένων δέντρων. Ο ιός μεταδίδεται μέσω αναπαραγωγικού υλικού, μοσχεύματα, βλαστούς, σπόρους, γύρη και νηματοειδείς, (π.χ.Longidorus elongatus). Tα φυντάνια από υγιή μητέρα μπορεί να φέρουν την ασθένεια ως αποτέλεσμα της λίπανσης με μολυσμένη από τον ιό γύρη.
Συμπτώματα:
Σημαντικότερες ζημιές προκαλεί στην κερασιά. Ονομάζεται επίσης και ασθένεια Stecklenberg. Στα μολυσμένα δέντρα διακρίνονται δύο τύποι συμπτωμάτων, ανάλογα με την κατάσταση του δέντρου: πρώτα, στο στάδιο του σοκ, και ύστερα, στο χρόνιο στάδιο. Στην πρώτη περίοδο της μόλυνσης παρουσιάζονται τα συμπτώματα του σοκ που συνοδεύονται από παραμόρφωση βλαστών και μίσχων και καταστροφή. Καστανές νεκρωτικές κηλίδες εμφανίζονται στα φύλλα τα οποία γίνονται πορώδη. Στα νεότερα φύλλα, αχνά πράσινα ή κίτρινα σχέδια παρατηρούνται μαζί με στίγματα χωρισμένα σε αρκετές ζώνες. Στο χρόνιο στάδιο, δηλαδή το δεύτερο χρόνο της μόλυνσης, οι παθολογικές αλλαγές των φύλλων επιτείνονται. Τα εντυπωσιακότερα συμπτώματα είναι τα ακόλουθα: οι νεκρωτικές κηλίδες καλύπτουν όλο το φύλλο, στενεύουν και λάμπουν, κι ύστερα το φύλλο γίνεται εύθραυστο. Ευδιάκριτη οδόντωση στις άκρες του φύλλου. Σημαντική μείωση παραγωγής, σα συνέπεια της ανεπαρκούς στερέωσης και αργή καταστροφή είναι τα τυπικά συμπτώματα της μολυσμένης βυσσινιάς, που οδηγούν το δέντρο σε ολική παρακμή. Η ευαισθησία του κάθε είδους ως προς τον ιό, είναι διαφορετική. Στην κερασιά τα συμπτώματα εμφανίζονται με μορφή νεκρωτικών κηλίδων στα πρώτα ανοιξιάτικα φύλλα. Στην περίπτωση των δέντρων που πάσχουν από την οξεία μορφή της ασθένειας, η γονιμότητα και η παραγωγικότητα μειώνονται.
Τα δέντρα υπαναπτύσσονται και σύντομα παρακμάζουν. Η ένταση των συμπτωμάτων δεν βρίσκεται σε ευθεία σχέση με το είδος.
Στην περίπτωση των επιλεγμένων δαμασκηνιών, αδύναμα συμπτώματα εμφανίζονται μόνο στα νεαρά φυτά. Σε κάθε άλλη περίπτωση ο ιός παραμένει σε λανθάνουσα κατάσταση. Στη ροδακινιά και τη βερικοκιά, εμφανίζονται ειδικά συμπτώματα ως αποτέλεσμα του ιού. Εντοπίζουμε ρητίνη στο φλοιό, το φύλλωμα αδυνατίζει, τα κλαδιά κυρτώνουν και η όλη εμφάνιση του δέντρου δείχνει ασθένεια.
Κύκλος ασθένειας:
Σε πολλά πυρηνόκαρπα ο ιός παραμένει λανθάνων. Η ευαισθησία συγκεκριμένων ειδών και γενών είναι διαφορετική. Η εμφάνιση των συμπτωμάτων βρίσκεται σε στενή σχέση με τις καιρικές συνθήκες. Ένας θερμός Μάης ύστερα από ένα ψυχρό και ξηρό Απρίλη, δεν ευνοεί την εμφάνιση των συμπτωμάτων του ιού. Τα μη εξειδικευμένα συμπτώματα ενισχύονται από τον ιό αλλά και άλλους παράγοντες. 
Αντιμετώπιση:
Πρέπει να χρησιμοποιείται υγιές αναπαραγωγικό υλικό. Οι κίνδυνοι μεταδοσης της μόλυνσης από τη μεταφορά και η πιθανή ρευστοποίηση των κέντρων της μόλυνσης, πρέπει να ληφθέι επίσης υπόψη. Η μόλυνση του εδάφους από νηματοειδείς ίσως συνιστά άλλο ένα κίνδυνο, κυρίως στην περίπτωση των νέων φυτών. Επιτυχή προστασία παρέχει το μέτρο της απομάκρυνσης μολυσμένων δέντρων.
Ιογενείς παθήσεις με σπουδαιότητα μικρότερη από αυτή του ιού κηλίδας νεκρωτικού δακτυλίου είναι οι εξής:
-         Ιός κηλίδας χλωρωτικού δακτυλίου
-         Ιός κηλίδας χλωρωτικού δακτυλίου κερασιάς
-         Ιός κηλίδας χλωρωτικού-νεκρωτικού δακτυλίου
-         Ιός δακτυλίου μωσαϊκού
-         Ιός φύλλων κερασιάς Hungarian rasp
-         Ϊός κίτρινου μωσαϊκού
-         Κονιώδης κηλίδωση κερασιάς
 Τα συμπτώματα των παραπάνω ιών μπορεί να εμφανιστούν σε νεαρό αναπαραγωγικό υλικό σε φυτώρια δένδρυλλίων ή σε παραγωγικά δέντρα. Είναι πιθανό να περάσουν χρόνια πριν τα δέντρα εμφανίσουν συμπτώματα. Αργότερα, τα συμπτώματα θα παρατηρηθούν για λίγο κι έπειτα θα εξαφανιστούν. Η ασθένεια προκαλεί σημαντική ζημιά, τα συμπτώματα όμως όλων των παραπάνω είναι παρεμφερή και συγχέονται. Η ανεπαρκής βλάστηση, η αργή και ελαττούμενη ανάπτυξη, η ευαισθησία σε περιβαλλοντικούς παράγοντες και οι καφεπράσινοι δακτύλιοι στα φύλλα –τα οποία αργότερα συστρέφονται- είναι τυπικά συμπτώματα. Τα συμπτώματα εμφανίζονται στα χαμηλότερα μέρη του φυλλώματος, είτε ομαδικά είτε σποραδικά –ή ακόμα και σ’ ένα μόνο κλαδί.







Ευρωπαϊκή χλώρωση πυρηνόκαρπων (κιτρίνισμα)
Προκαλών οργανισμός: Υellows ευρωπαϊκών πυρηνόκαρπων.
 Φάσμα προσβαλλομένων: βερικοκιά, ροδακινιά, δαμασκηνιά, Ιαπωνική δαμασκηνιά, κερασιά Mahaleb.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Η ασθένεια του φυτοπλάσματος εντοπίζεται σε όλα τα είδη πυρηνόκαρπων. Κυρίως προσβάλλει τη βερικοκιά, αλλά μεταδίδεται στη ροδακινιά και την κερασιά Mahaleb σε φυτώρια. Τα συμπτώματα είναι λιγότερο ορατά στη δαμασκηνιά (που είναι η πλέον ανθεκτική) ωστόσο μολύνεται και αυτή. Τα συμπτώματα είναι μερικές φορές ασαφή, π.χ. στη βερικοκιά θυμίζουν εκείνα της αποπληξίας. Η ασθένεια διαδίδεται όλο και περισσότερο στην Ουγγαρία.
Συμπτώματα:
Tα φύλλα των προσβεβλημένων δέντρων παίρνουν σχήμα κουταλιού και κιτρινίζουν. Ύστερα αρχίζουν αργά αργά να νεκρώνονται. Τα μολυσμένα φύλλα μικραίνουν και κρέμονται μετά βίας από το κλαδί. Στην αρχή καταστρέφονται μόνο τμήματα του κλαδιού, έπειτα ολόκληρα κλαδιά και στο τέλος όλο το δέντρο. Τα κλαδιά και τα κοτσάνια ευαισθητοποιούνται πολύ στην παγωνιά. Παρατηρείται αποχρωματισμός στον cortical ιστό, στην αρχή πορτοκαλί κι ύστερα καφέ. Δεν παράγεται ρητίνη. Η εμφάνιση των συμπτωμάτων εξαρτάται από το είδος και την ηλικία.
Κύκλος ασθένειας:
Η ζωή του φυτοπλάσματος συνδέεται στενά με τον cortical ιστό των φυτών. Η ασθένεια διαχειμάζει στους ελεύθερους δεσμούς των ριζών. Μετακινείται στους cortical ιστούς μόλις αυτοι σχηματιστούν, και διαχέεται αργά, με αποτέλεσμα στο τέλος του καλοκαιριού να έχει προσβληθεί ολόκληρο το δέντρο. Η ασθένεια μεταδίδεται μέσω πολλαπλασιαστικού υλικού και μοσχευμάτων. Ένας φυσικός φορέας της ασθένειας είναι η  Cacopsylla pruni, δηλαδή η ψείρα της δαμασκηνιάς.
Αντιμετώπιση:
Ουσιώδης είναι η παραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού ελεύθερου από ιούς –το ίδιο ισχύει για όλα τα μοσχεύματα κλπ. Το μολυσμένο υλικό ή τα μολυσμένα δέντρα πρέπει να απομακρύνονται και να καταστρέφονται. Ένα πιθανό μέτρο πρόληψης  είναι η προστασία κατά του φορέα της ασθένειας, της Cacopsylla pruni.



Πανώλη δαμασκηνιάς
Προκαλών οργανισμός: Plum pox (Sharka virus) 
Φάσμα προσβαλλομένων: δαμασκηνιά, βερικοκιά, ροδακινιά.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Είναι διαδεδομένη σ’ όλη την Ευρώπη. Ο ίδιος ιός μολύνει τη δαμασκηνιά, τη βερικοκιά και τη ροδακινιά. Ο ιός της πανώλης ανήκει στους προκαλούντες τις σημαντικότερες ασθένειες. Η οικονομική βλάβη που προκαλεί αφορά τη μείωση της αγοραστικής αξίας της παραγωγής και το φαινόμενο της ανεπαρκούς ανάπτυξης των μολυσμένων δέντρων και τη συντομότερη διάρκεια ζωής τους. Δεν παρατηρείται μόνο ποιοτική υποβάθμιση της παραγωγής, αλλά και εντυπωσιακή μείωση της ποσότητας. Τα ροδάκινα μάλιστα, πέφτουν πριν ωριμάσουν. Η επικίνδυνη φύση της ασθένειας επιτείνεται από το γεγονός ότι εμφανίζεται και στα φυτώρια.
Συμπτώματα: 
Tα συμπτώματα του ιού στα φύλλα είναι τυπικές χλωρωτικές κηλίδες, κηλίδες σαν λαδιάες, δακτύλιοι, ζώνες και όλα τα σχέδια. Τα συμπτώματα εμφανίζονται στα νεαρά φύλλα και είναι ευδιάκριτα στο διάχυτο φως. Ανάλογα με το γένος, οι κηλίδες στον καρπό έχουν διαφορετική υφή και μέγεθος. Συχνά εκρέει ρητίνη. Οι προσβεβλημένοι ιστοί βαθουλώνουν. Σχέδια εμφανίζονται στο μέρος της σάρκας που έρχεται σε επαφή με το κουκούτσι, και κυρίως κοκκινοι κόμποι σαν σκουριά. Στους περισσότερους καρπούς τα επιφανειακά συμπτώματα είναι χαρακτηριστικά. Τα φύλλα και οι καρποί παραμορφώνονται. Το κουκούτσι αποκτά σχέδια σε σχήμα δέρματος λεοπάρδαλης, ή καφέ δικτυωτό. Στα υπερευαίσθητα είδη επηρεάζεται και ο φλοιός, που σπάζει.


Αντιμετώπιση:
Η ευαισθησία διαφέρει από δέντρο σε δέντρο. Οι πηγές της μόλυνσης είναι το γονεϊκό υλικό, οι μολυσμένοι σπόροι και τα φυντάνια που θα βλαστήσουν απ’ αυτούς. Πρέπει να επικεντρωθούμε στην παραγωγή ελεύθερου ιών αναπαραγωγικού υλικού και να επιμείνουμε στην αποφυγή φορέων του ιού. Πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα αφού ο ιός μεταδίδεται μέσω των υγρών των λαχανικών και των εργαλείων του κλαδέματος. Το σημαντικότερο, πηγές μόλυνσης μπορεί να αποτελέσουν ακόμα και συγκεκριμένα ζιζάνια-ξενιστές του ιού, γι’ αυτό και πρέπει να εφαρμόσουμε μέτρα και εναντίον αυτών των ζιζανίων. Τέλος, μολυσματικός παράγοντας ενδέχεται να είναι και η μεταφορά της γύρης

Παθολογία – Βακτήρια



Βακτηριακός μαρασμός πυρηνοκάρπων
Προκαλών οργανισμός: Agrobacterium tumefaciens (E.F. Smith et Town) Conn
 Φάσμα προσβαλλομένων: πυρηνόκαρπα, μηλιά, αχλαδιά, καρυδιά και καλλωπιστικά δέντρα.
 Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Η βλάβη που προκαλεί η ασθένεια εμφανίζεται κατ’ αρχή στα φυτώρια και στα δενδρύλλια, όπου οι οικονομικές επιπτώσεις είναι σοβαρές. Συχνά προσβάλλει τα πυρηνόκαρπα, τους καρπούς με περίβλημα, τις μουριές, το αμπέλι, τα καλωπιστικά καθώς και τα δικοτυλήδονα όπως τον ηλίανθο,το γεράνι, τη ντάλια. Τα φυτά με εκζέματα στις ρίζες πρέπει να καταστρέφονται. Η πώληση φυτών με εκζέματα απαγορεύεται! Η ασθένεια μολύνει μόνο μέσω τραυμάτων. Η ανάπτυξή της γίνεται στην περίοδο της βλάστησης. Την εποχή της ύπνωσης η ανάπτυξη των εκζεμάτων διακόπτεται γιατί έχει ανάγκη τη βλάστηση και την αύξηση της παροχής θρεπτικών συστατικών. Το βακτήριο μεταφέρεται από το έκζεμα στο έδαφος και παραμένει εκεί ενεργό για χρονια. Τα εκζέματα που προκαλεί το βακτήριο παρεμποδίζουν τη μεταφορά νερού και θρεπτικών συστατικών από τη ρίζα, με αποτέλεσμα σοβαρές  παραμορφώσεις σε διάφορα τμήματα του φυτού.
Συμπτώματα και πορεία της ασθένειας:
Tο βακτήριο δημιουργεί εκζέματα που αναπτύσσονται στη ρίζα και γύρω της. Τα βακτήρια έχουν μήκος 1-3 u και σχηματίζουν αποικίες. Στην αρχή εμφανίζονται, μικρά εκζέματα στο μέγεθος μπιζελιού, με χρώμα λευκό τα οποία αναπτύσσονται γρήγορα και μετατρέπονται σε μουχλιασμένες πληγές που παίρνουν χρώμα σκούρο καφέ. Τα δέντρα που παρουσιάζουν αυτά τα συμπτώματα, μαραίνονται και εξασθενούν πλήρως. Η ασθένεια προτιμά υγρό έδαφος, πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά.




Κύκλος ασθένειας: 
Τα  βακτήρια αναπτύσσονται ένα ένα  ή σε κοντές αλυσίδες. Δεν παράγουν σπόρια. Το κύτταρο έχει γύρω του κόλλα. Η τοξικότητα των απομονωμένων phylums διαφέρει πολύ και ανιχνεύεται αποτελεσματικά μόνο στις νέες κύστες. Πράγματι, η ασθένεια πυροδοτεί μια διαδικασία κυτταρικού πολλαπλασιασμού που αναπτύσσεται στη συνέχεια μόνη της. Μ΄αυτό τον τρόπο, το ασθενές κύτταρο διαφέρει από τα υγιή εν τη εννοία ότι έχει τη δυνατότητα να αναπτύσσεται ανώμαλα.

Αντιμετώπιση:
Η καταπολέμηση της Crown gall δεν είναι εύκολος στόχος. Επειδή η ασθένεια είναι τυπικό παράσιτο των τραυμάτων, κάθε διαδικασία που ελαττώνει τα τράυματα στις ρίζες προωθεί την αποτελεσματική αντιμετώπιση. Μια επιμέρους λύση θα ήταν η αποστείρωση του εδάφους και του πολλαπλασιαστικού υλικού πριν την καλλιέργεια. Τα δέντρα που έχουν εκζέματα, δε θεραπεύονται, γι’ αυτό και η πρόληψη έχει κορυφαία σημασία. Δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε στην καλλιέργεια τμήματα φυτών από μολυσμένες περιοχές. Απαγορεύεται η εμπορική διάθεση φυτών με εκζέματα.




Βακτηρίωση πυρηνοκάρπων
Προκαλών οργανισμός: Pseudomonas mors-prunorum wormald, Pseudomonas mors-prunorum var. Persicae prunier et al.
Φάσμα προσβαλλομένων: κερασιά, δαμασκηνιά, βυσσινιά, βερικοκιά, ροδακινιά, αμυγδαλιά.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Ευρύτατα διαδεδομένη ασθένεια που βλάπτει κυρίως την κερασιά, βυσσινιά και δαμασκηνιά. Εντοπίζεται σχεδόν σε όλη την Ευρώπη αλλά βλάπτει σε απειλητικό βαθμό τις φυτείες κυρίως στην Αγγλία. Οι ζημιές σε άνθη και βλαστούς φθάνουν το 20-60%. Στον ίδιο βαθμό προκύπτουν και οι απώλειες στην τελική παραγωγή. Στις νεαρές φυτείες, η μερική ή ολική εξασθένιση των δέντρων σημαίνει ουσιαστική οικονομική απώλεια.
Συμπτώματα:
Η μόλυνση εμφανίζεται συχνότερα γύρω από μπουμπούκια ή μικρά κλαδάκια. Τα μολυσμένα κλαδάκια δε βλασταίνουν και οι νεαροί βλαστοί μαραίνονται. Καστανόχρωμες ζώνες εμφανίζονται γύρω από τα μπουμπούκια, οι οποίες στη συνέχεια μετατρέπονται σε εκζέματα με μελίτωμα. Συχνά μαραίνονται και τα άνθη. Στους καρπούς παρουσιάζονται οιδήματα , και στα φύλλα τετράγωνες καφέ κηλίδες. Οι νεαροί καρποί που μολύνονται από το βακτήριο, πέφτουν ενώ τα αδύναμα καφεκόκκινα φύλλα γίνονται πορώδη. Οι βλάβες επηρεάζουν μόνο ορισμένα κλαδιά, ενώ τα παρεπόμενα εκζέματα με το μελίτωμα περιέχουν βακτήρια σε μεγάλη ποσότητα.


Κύκλος ασθένειας: 
Το βακτήριο μπορεί να απομονωθεί μόνο το χειμώνα ή την άνοιξη. Τα τμήματά του είναι μακρόστενα, με μήκος 2,5 μχιλ. και φάρδος 0,5 μχιλ. Μετακινείται διαμετρικά. Μολύνει μέσω τραυμάτων, αλλά το φθινόπωρο καταφέρνει να εισέλθει στο φυτό μέσω των βάσεων των φύλλων και πολλαπλασιάζεται στο αγγειακό σύστημα. Την άνοιξη η ασθένεια προχωρεί από τα εκζέματα προς τα νεότερα τμήματα του φυτού, όπου επιβιώνει σε μορφή επιφύτου. Το φθινόπωρο, πριν πέσουν τα φύλλα –όταν ο καιρός είναι υγρός, το ίδιο και ο αέρας- το βακτήριο πολλαπλασιάζεται και εισέρχεται στο φυτό. Στη διάρκεια του χειμώνα προσβάλλει τα μπουμπούκια και τους γύρω ιστούς, με αποτέλεσμα την παρακμή μπουμπουκιών και κλαδιών την άνοιξη.
Αντιμετώπιση:
Το έγκαιρο κλάδεμα στα τέλη της άνοιξης μειώνει τον κίνδυνο μόλυνσης. Πρέπει να προσέχουμε περισσότερο την αποφυγή των μη απαραίτητων τραυματισμών. Επίσης πρέπει να ενισχύουμε τη γρήγορη επούλωση αυτών των τραυμάτων, με τη χρήση σχετικής θεραπείας που θα μειώσει την πιθανότητα μόλυνσης. Οι επαναλαμβανόμενοι ψεκασμοί με συστατικό το χαλκό στη διάρκεια της πτώσης των φύλλων και μετά, επίσης μειώνουν τους κινδύνους, και περιορίζουν τον πολλαπλασιασμό των πληθυσμών του βακτηρίου στην επιφάνεια των φύλλων.




Βακτηριακό έλκος
Προκαλών οργανισμός: Pseudomonas syringae van H.
Φάσμα προσβαλλομένων: βερικοκιά, ροδακινιά, κερασιά, δαμασκηνιά, αμυγδαλιά, μηλιά.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Το βακτήριο πυροδοτεί μια διαδικασία ραγδαίας εξασθένισης. Η άμεση καταστροφή ονομάζεται κοινά, αποπληξία. Το καλοκαίρι το βακτήριο ζει στην επιφάνεια των κλαδιών και τα φύλλα, χωρίς να προκαλέσει συμπτώματα. Το φθινόπωρο, όταν αρχίσουν οι βροχές, πολλαπλασιάζεται και μπαίνει στο εσωτερικό του φυτού μες από τραύματα. Η μόλυνση του φυτού το χειμώνα, οδηγεί σε μαρασμό του την άνοιξη. Ο εξασθενημένος cortical ιστός αντικαθίσταται από πληγές και εκζέματα είτε κλειστά είτε ανοιχτά. Ευπαθέστερος στη βακτηριακή μόλυνση είναι ο μίσχος, ενώ σε επίπεδο δέντρου, πλέον ευαίσθητα είναι τα ηλικίας 8-10 ετών.

Συμπτώματα:
Το πιο χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι η αυτόματη καταστροφή μέρους ή του όλου δέντρου. Η ασθένεια κατ’ αρχή καταστρέφει το cambium και ύστερα τον cortical ιστό, έτσι ώστε ο αρχικός αποχρωματισμός ακολουθείται από αιφνίδια εξασθένιση του φυλλώματος, χωρίς αλλαγή στο χρώμα. Η εξασθένιση του cortical ιστού δύσκολα εντοπίζεται εξωτερικά, αλλά με μια κάθετη διατομή η ζημιά φαίνεται καθαρά, αφού ο ιστός είναι καφέ και μυρίζει άσχημα. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι σπάνια και η έκκριση μελιτώματος.

Κύκλος ασθένειας: 
Επειδή το βακτήριο μολύνει μέσω τραυμάτων, συνήθως η μόλυνση αρχίζει στα σημεία που το δέντρο έχει κλαδευτεί. Η εξασθένιση εμφανίζεται την άνοιξη και στην αρχή του καλοκαιριού. Σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της αποπληξίας παίζουν τόσο οι φυσικές επιδράεις όσο και οι παθολογικοί παράγοντες. Η παρουσία του μύκητα Leucostoma cincta επιβαρύνει τη σοβαρότητα της ασθένειας.
Αντιμετώπιση: 
Πρέπει να αξιοποιηθεί η ωφέλεια του κλαδέματος που γίνεται στα τέλη της άνοιξης. Είναι ζωτικό θέμα να επουλωθούν γρήγορα τα τραύματα, αλλά και να αποστειρώνονται τα εργαλεία του κλαδέματος. Επίσης μπορούμε να προχωρήσουμε σε ψεκασμούς με συστατικό το χαλκό, την εποχή που πέφτουν τα φύλλα και στο τέλος του χειμώνα.



Παθολογία – μύκητες



Εξώασκος πυρηνοκάρπων
Προκαλών οργανισμός: Taphrina deformans  (berk.) tul. Taphrina pruni (fuck.) tul.
Φάσμα προσβαλλομένων: ροδακινιά, αμυγδαλιά, δαμασκηνιά, καλλωπιστικά.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Ο μύκητας προκαλεί σοβαρά προβλήματα σε φυτείες και φυτώρια σε ψυχρά και υγρά κλίματα. Το βάθος της ζημιάς διαφέρει από χρόνο σε χρόνο και από είδος σε είδος. Τα πλέον ευπαθή γένη είναι: Elberta, J. H. Hale, Harko, Nektared 4.
Για τη μόλυνση στις αρχές της άνοιξης απαιτείται θερμοκρασία κατά μέσο όρο 5°C, ενώ για τον ιδανικό πολλαπλασιασμό του μύκητα χρειάζεται θερμοκρασία 5-10 °C συνοδευόμενη από βροχή, ομίχλη και δροσιά.
Ο μύκητας διαχειμάζει στο φλοιό του δέντρου, στα κλαδιά και στα πεσμένα φύλλα με ασκούς. Αν εισέλθει στο έδαφος, παραμένει ζωντανός ως σαπρόφυτο για χρόνια. Τα σπόρια που αναπτύσσονται στους ασκούς πολλαπλασιάζονται βλασταίνοντας. Το μυκήλιο του μύκητα διασπείρεται και θρέφεται στα αυλάκια μεταξύ των κυττάρων.
Συμπτώματα:
Ένα εξωτερικό σύμπτωμα της υπερτροφίας του ιστού είναι η πάχυνση και η παραμόρφωση των προσβεβλημένων τμημάτων του φυτού –κυρίως των φύλλων. Στην αρχή εμφανίζονται στα νεαρά φύλλα ελλειπτικές ή κυκλικές κόκκινες κηλίδες. Τα αναπτυσσόμενα φύλλα ζαρώνουν και το χρώμα τους γίνεται βαθυκόκκινο. Μεγαλώνουν, παχαίνουν και παραμορφώνονται. Ακόμα και τα άνθη ενδέχεται να καταστραφούν. Παραμορφώνονται και καθίστανται άγονα.
Η μόλυνση προχωρεί και στους καρπούς. Ύστερα, εμφανίζονται φουσκάλες στην επιφάνεια του καρπού, τα μολυσμένα σημεία παίρνουν χρώμα καστανό και σαπίζουν. Ανάλογα με την ένταση της ασθένειας το δέντρο μπορεί να απωλέσει όλη του την παραγωγή.


Αντιμετώπιση:
Είναι ουσιαστικό ζήτημα η επιλογή κατάλληλου χώρου για τη φυτεία, γιατί τα βαθιά εδάφη
ενισχύουν την πρόοδο της ασθένειας. Αποτελεσματική αντιμετώπιση παρέχει και το επαγγελματικό κλάδεμα. Επειδή η ευαισθησία κάθε είδους είναι διαφορετική, η ένταση της αντιμετώπισης πρέπει να προσαρμοστεί ανάλογα. Ο ψεκασμός με διαλύματα χαλκού την εποχή της πτώσης των φύλλων και στο τέλος του χειμώνα, είναι απαραίτητος για την αποφυγή περαιτέρω μολύνσεων. Μετά το σκάσιμο των μπουμπουκιών, πρέπει να χρησιμοποιούνται χημικά δι’ επαφής και συστηματικά, για συνεχή έλεγχο, και κυρίως όταν οι καιρικές συνθήκες ευνοούν τη μόλυνση. Για να αποφευχθεί η πιθανή αντίσταση, πρέπει να εφαρμοστεί η θεωρία της εναλλαγής χημικών.
 




Ωίδιο πυρηνοκάρπων
Προκαλών οργανισμός: Sphaerotheca pannosa var. persicae, Sphaerotheca pannosa var. rosae
Φάσμα προσβαλλομένων: ροδακινιά, αμυγδαλιά, τριανταφυλλιά.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Κύριος ξενιστής της ασθένειας είναι η ροδακινιά, δεν γνωρίζουμε όμως κανένα είδος απολύτως ανθεκτικό σ’ αυτήν, γι’ αυτό και πρέπει να υπολογίζουμε κάθε χρόνο την πιθανή ζημιά στις φυτείες και τα φυτώρια. Η έκταση όμως της ζημιάς που προκαλείται, ποικίλει. Η σοβαρότητα της μόλυνσης αυξάνεται με τη διασπορά των ευάλωτων ειδών. Η ασθένεια επιδρά στην ποιότητα και την ποσότητα της παραγωγής ροδάκινου. Η ευαισθησία του άγριου ροδάκινου είναι ακόμα μεγαλύτερη.
Συμπτώματα:
Το νεαρό φύλλο, ο βλαστός και ο καρπός είναι εξίσου ευάλωτοι στη μόλυνση. Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται στο τέλος της εποχής που πέφτουν τα πέταλα και εντοπίζονται στα  νεαρά φύλλα, στα κλαδάκια και στα φύλλα των υπό σχηματισμό βλαστών. Οι βλαστοί απογυμνώνονται εντελώς και σε λίγο η κορυφή τους μαραίνεται. Το μολυσμένο φυτό καλύπτεται με ένα αλευρώδες στρώμα μυκηλίου του μύκητα, σε χρώμα λευκόγκριζο. Τα λευκά στίγματα των προσβεβλημένων καρπών δεν είναι τόσο εντυπωσιακά, αλλά στην εποχή της ανάπτυξης γίνονται γκρίζα, ύστερα μεγαλώνουν και παίρνουν χρώμα καφέ. Στα ευπαθή είδη, εμφανίζεται σημαντική απώλεια φύλλων και καρπών (πέφτουν).
Κύκλος ασθένειας: 
Η ασθένεια διαχειμάζει στα μπουμπούκια. Το διαχειμάζον μυκήλιο εντοπίζεται στα ενδότερα των μπουμπουκιών. Η πραγματική μόλυνση συμβαίνει μόνο μετά την πλήρη ανάπτυξη του φυλλώματος. Οι αλυσίδες κονιδίων σχηματίζονται στα τμήματα εκείνα του αναπτυσσόμενου φυτού που βλασταίνουν μεταξύ 20-25°C ύστερα από μια περίοδο επώασης μιας ή δυο εβδομάδων. Τα κλειστοθέσια δεν παίζουν κανένα ρόλο στην διαχείμαση της παθογένειας.
Αντιμετώπιση:
Η πλειονότητα των διαχειμαζόντων μυκηλίων μπορεί να απομακρυνθεί από τα δέντρα με το παραδοσιακό, επαγγελματικό κλάδεμα αφού το επάνω ένα τρίτο των βλαστών μπορεί να κοπεί με αυτή τη μέθοδο κλαδέματος. Στο κλάδεμα των μικρών κλαδιών χρησιμοποιούμε την επιλογή και απομάκρυνση των μολυσμένων μικρών κλαδιών ως αγροτεχνικό μέτρο αντιμετώπισης.
Η χημική αντιμετώπιση βασίζεται κατά κύριο λόγο στην πρόληψη όταν χρησιμοποιούμε χημικά με χαλκό΄. Στην περίπτωση που έχουν ήδη εμφανιστεί συμπτώματα, αποτελεσματικά μπορεί ν’ αποδειχτούν τα χημικά με θεραπευτική επίδραση, οργανικά και κυρίως απορροφητικά.
 
  




Κορύνεο
Προκαλών οργανισμός: Stigmina carpophila
Φάσμα προσβαλλομένων: ροδακινιά, βερικοκιά, κερασιά, βυσσινιά, άγρια δαμασκηνιά.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Είναι κυρίως ασθένεια που εμφανίζεται σε κήπους οπωροφόρων και σε καλλιέργειες πυρηνόκαρπων. Σπάνια προκαλεί σημαντική ζημιά σε μεγαλύτερες φυτείες. Στα φυτώρια και στις νέες φυτείες, ο μύκητας μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερες ζημιές στους βλαστούς και τα φύλλα, ενώ σε φυτείες που ήδη παράγουν προκαλούν κυρίως παραμόρφωση του καρπού. Τα προβλήματα είναι σοβαρότερα σε υγρά εδάφη με βροχές όπου ο μύκητας παραμένει ενεργός ακόμα και κατά τη διάρκεια ενός ήπιου χειμώνα.
Συμπτώματα:
Λεπτά, στρογγυλά στίγματα, κίτρινα στο μέσο και πορφυρά στην περιφέρεια, εμφανίζονται στα νεαρά φύλλα. Οι άκρες γίνονται καφέ και σχηματίζεται ένα στρώμα που διαχωρίζει τους ιστούς. Αργότερα το μέσο των στιγμάτων ξεραίνεται. Στους βλαστούς και τα κλαδάκια εμφανίζονται γκριζο-καφέ ελλειψοειδή στίγματα, με μέγεθος 5-10 χιλ. Ο μύκητας μπορεί να θίξει και τα μπουμπούκια, οπότε στη βάση τους εμφανίζεται μια σταγόνα μελίτωμα.



Κύκλος ασθένειας: 
Οι πηγές της μόλυνσης είναι το μυκήλιο και τα κονίδια που διαχειμάζουν σε μάτια, κλαδάκια ή πεσμένα, μολυσμένα φύλλα. Η παθογένεια είναι ανθεκτική σε περιβαλλοντικές επιδράσεις, αφού αντέχει τη ζέστη και το κρύο και παραμένει έτοιμη να μολύνει για 1-2 χρόνια. Τα κονίδια διαχειμάζουν κι ύστερα μετακινούνται στην επιφάνεια του φύλλου. Σε υγρό περιβάλλον εισέρχονται στο φύλλο με το γενετικό τους σωλήνα μέσω των στομάτων και της επιδερμίδας. Επειδή η ανάγκη της ασθένειας για ζέστη είναι χαμηλή, η εμφάνιση της μόλυνσης και η ανάπτυξη των συμπτωμάτων μπορεί να αρχίσει νωρίς. Η περίοδος επώασης είναι 1-2 εβδομάδες.





Κυλινδροσπορίωση
Προκαλών οργανισμός: Blumiella jaapii
Φάσμα προσβαλλομένων: βυσσινιά, κερασιά, δαμασκηνιά, κερασιά Mahaleb, αμυγδαλιά, βερικοκιά.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Πρόκειται για συνήθη και σημαντική ασθένεια των φύλλων της κερασιάς και της βυσσινιάς. Η μόλυνση εμφανίζεται σ’ όλες τις χώρες όπου καλλιεργούνται αυτά τα δέντρα. Η ασθένεια είναι πιο επικίνδυνη σε φυτώρια, προκαλεί όμως σοβαρά προβλήματα σε παραγωγικές φυτείες ύστερα από μια βροχερή άνοιξη. Η επιδημική μόλυνση έχει ως αποτέλεσμα την πρόωρη πτώση των φύλλων,  τη σημαντική αναστολή της ανάπτυξης των βλαστών και του σχηματισμού μπουμπουκιών και την αύξηση της ευαισθησίας του φυτού στην παγωνιά.
Συμπτώματα:
Μικροσκοπικές στρογγυλές ή τετράγωνες πορφυρές κηλίδες (διαμέτρου 1-3 χιλ.) εμφανίζονται στην  επιφάνεια του φύλλου. Οι κηλίδες είναι στην αρχή διάσπαρτες αλλά αργότερα ενώνονται και καλύπτουν μεγάλο μέρος του φύλλου. Στην επιφάνεια του φύλλου αναπτύσσονται λευκοκίτρινες, ελαφρά ανυψωμένες αποικίες κονιδίων. Η χλώρωση του φύλλου πρώτα στο κάτω μέρος και ύστερα στο επάνω είναι το πρώτο σύμπτωμα της μόλυνσης. Τα συμπτώματα της χλώρωσης ακολουθούνται από σημαντική πτώση φύλλων. Αν ο μίσχος του καρπού μολυνθεί, θα μολυνθεί και ο καρπός. Οι καρποί μαραίνονται και συρρικνώνονται.







Κύκλος ασθένειας: 
Η ασθένεια διαχειμάζει με μορφή σαπρόφυτου στα στόματα που βρίσκονται στην επιφάνεια των πεσμένων φύλλων. Την άνοιξη τα αποθέσια και οι αποικίες των κονιδίων εμφανίζονται στην επάνω επιφάνεια των φύλλων. Τα σκόρπια κονίδια και ασκοσπόρια ενεργοποιούνται με την επίδραση ευνοϊκής θερμοκρασίας και υγρασίας. Η περίοδος επώασης της αρχικής μόλυνσης είναι μία ή δύο εβδομάδες μετά την εμφάνιση των προαναφερθέντων τυπικών συμπτωμάτων. Τα κονίδια αναπτύσσονται σε περισσότερες γενιές στη διάρκεια του καλοκαιριού και προκαλούν περαιτέρω μολύνσεις.
Αντιμετώπιση:
Μπορούμε να μειώσουμε την ποσότητα του κατ’ έτος μολυσματικού υλικού αν απομακρύνουμε όλο το πεσμένο την άνοιξη, μολυσμένο φύλλωμα. Την εποχή που πέφτουν τα φύλλα ή αμέσως μετά, η ασθένεια μπορεί να περιοριστεί με χημική απολύμανση του φυλλώματος, αλλά δεν είναι ικανοποιητική στην πράξη. Στη βλαστική περίοδο, κυρίως στις κρίσιμες περιόδους μεταξύ άνθισης και ωρίμανσης, είναι λογική η κανονική χρήση μυκητοκτόνου. Αν είναι απαραίτητο, μπορεί το μυκητοκτόνο να χρησιμοποιηθεί και μετά τη συγκομιδή.
 



Σκωρίωση πυρηνοκάρπων
Προκαλών οργανισμός: Tranzschelia pruni-spinosae, Tranzschelia discolor
Φάσμα προσβαλλομένων: δαμασκηνιά, βερικοκιά, ροδακινιά, αμυγδαλιά, prunus spinosa.
 Ενδιάμεσοι ξενιστές: Anemone spp., Hepaticia spp.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Η τακτική και ετήσια επαναλαμβανόμενη βλάβη που προκαλείται από την ασθένεια δεν είναι τυπική, αλλά όταν συμβεί να ενσκήψει βροχερός Μάιος ή Ιούνιος, πρέπει να αντιμετωπίσουμε την πιθανότητα  σοβαρής μόλυνσης. Και τα δύο γένη του μύκητα έχουν ανάγκη να μετακινηθούν σε άλλο φυτό για μια σύντομη περίοδο της ανάπτυξής τους, αλλά ύστερα επιστρέφουν στο βασικό τους ξενιστή. Η ζημιά που προκαλούν και οι δύο μοιάζει. Διακρίνονται μόνο με βάση τα συμπτώματα και τη μορφολογία των τελευτομορφών τους. Συγκεκριμένα είδη δαμασκηνιάς (π.χ. το Besztercei) είναι σαφώς ευπαθέστερα στη μόλυνση.
Συμπτώματα:
Κιτρινωπά στίγματα διαμέτρου  1-2 χιλ. εμφανίζονται στα μολυσμένα φύλλα συνήθως το Μάη. Και τα δύο είδη μυκήτων εντοπίζονται σε διαφορετικά φύλλα του ιδίου δέντρου ή ακόμα και σε ένα φύλλο.




Κύκλος ασθένειας: 
Τα πεσμένα φύλλα είναι ο χώρος διαχείμανσης της μόλυνσης μες από ουρεδο- και τελευτο- σπόρους. Το μυκήλιο του μύκητα μπορεί να μείνει ενεργό στο μίσχο της ρίζας του ενδιάμεσου ξενιστή , έτσι ώστε είναι βέβαιη η περαιτέρω μόλυνση. Τα βασιδιόσπορα παράγονται από τους τελευτοσπόρους και τους ουρεδοσπόρους, και μολύνουν τα νεαρά φύλλα το Μάη.
Αντιμετώπιση:
Ο κίνδυνος της παθογένειας μπορεί να μειωθεί σημαντικά με την απομάκρυνση των μολυσμένων φύλλων και την καταστροφή των ενδιάμεσων ξενιστών. Στις επικίνδυνες περιόδους συνιστάται να εφαρμόζονται και χημικά μέτρα ελέγχου με τη χρήση επικεντρωμένης τεχνολογίας μυκητοκτόνων κυρίως με συστατικό το Kaptan.




Μολυσματικός μαρασμός
Προκαλών οργανισμός: Verticillium dahliae kleb
Μπορεί να θεωρηθεί υπο-είδος του Verticillium albo-atkum, δηλαδή του μαρασμού μίσχου.
Φάσμα προσβαλλομένων: βερικοκιά, ροδακινιά, κερασιά, αμυγδαλιά, βυσσινιά, φράουλα, σολανοειδή.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Ο μύκητας είναι σε θέση να μολύνει περίπου 70 γένη φυτών. Μεγάλο κίνδυνο διατρέχουν η κερασιά και η βυσσινιά, αλλά κατά κύριο λόγο εμφανίζεται στη βερικοκιά. Οι σημαντικότερες ζημιές εμφανίζονται σε χώρες και περιοχές με κρύο και υγρό κλίμα όπως π.χ. η Γερμανία, Τσεχία, Ουγγαρία, Β.Ιταλία και Αυστρία. Τα συμπτώματα του μαρασμού και της νέκρωσης εμφανίζονται κυρίως σε νεαρά δέντρα (τα δέντρα είναι ευπαθή για 8-10 χρόνια), ύστερα από μερικά χρόνια επώασης. Σπάνια καταστρέφεται ολόκληρο το δέντρο.
Συμπτώματα:
Ο μολυσματικός μαρασμός αρχίζει μ’ ένα «σοκ» που σημαίνει διακοπή της απορρόφησης ύδατος και της διαπνοής.  Τα φύλλα γίνονται αχνοπράσινα, μαραίνονται, και τα γηραιότερα φύλλα πέφτουν αμέσως. Η νέκρωση των νεαρών φύλλων είναι βραδύτερη διαδικασία, γιατί μαραίνονται αλλά παραμένουν στο δέντρο για μεγάλο χρονικό διάστημα.  Αυτά τα συμπτώματα είναι συνήθως τυπικά τον Ιούνιο, αποτέλεσμα της παραγωγής μυκητησιακής τοξίνης. Μαζί με τα εξωτερικά συμπτώματα, παρατηρείται αποχρωματισμός προς το καφέ ή το μαύρο στον ιστό μεταβίβασης αν κόψουμε κλαδιά ηλικίας 1-2 ετών. Τα συμπτώματα έχουν ελαφρά τοξική επίδραση που οδηγεί στη μόλυνση μακρινότερων σημείων από τα σημεία εισόδου του μύκητα.
Κύκλος ασθένειας: 
Η σημαντικότερη πηγή μόλυνσης είναι το έδαφος. Ο μύκητας που ζει στο χώμα μολύνει κυρίως τα τραύματα στις ρίζες αλλά μπορεί να ανέβει σε ολόκληρο το δέντρο μες από τις βαθύτερες ρίζες. Η μόλυνσης μπορεί να εισέλθει στο δέντρο και από τα τραύματα των γραμμωτών τμημάτων. Ο μύκητας διαχειμάζει ως μυκήλιο, μικροσκληρώτιο στο χώμα, σε ρίζες και σε φυτώρια.
Αντιμετώπιση:
Σημαντικότατο ρόλο παίζει η πρόληψη. Είναι ζωτικής σημασίας να πιστοποιείται το αναπαραγωγικό υλικό. Τα μολυσμένα δέντρα πρέπει να απομακρύνονται και να καταστρέφονται. Η εφαρμογή δικοτυλήδονων ενδιάμεσων σε νεαρές φυτείες. Τα τραύματα πρέπει να ελαχιστοποιούνται με την εξουδετέρωση των αγροδίαιτων αρουραίων, των λευκών chafer grubs και θηραμάτων. Ο στόχος της χημικής αντιμετώπισης μπορεί να είναι η απολύμανση του εδάφους και η απομάκρυνση των εντόμων που προσβάλλουν τη ρίζα.





Πολύστιγμα
Προκαλών οργανισμός: Polystigma rubrum (pers.) dc.
Φάσμα προσβαλλομένων: δαμασκηνιά, αμυγδαλιά.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Η ασθένεια ονομάζεται μερικές φορές κόκκινο εξάνθημα. Εμφανίζεται παντού και προκαλεί σημαντική ζημιά σε ευαίσθητα είδη όπως η δαμασκηνιά Besztercei ή Agen. Μπορεί να προκαλέσει επιδημία, ανάλογα με το χρόνο και τον τόπο.
Συμπτώματα:
Πιθανώς στην περίοδο φύλλωσης χωρίς να διακρίνονται, αργότερα και βαθμιαία ξεχωρίζουν κόκκινα κανονικά στίγματα που με τον καιρό μεγαλώνουν, στην επιφάνεια του φύλλου. Αυτά είναι τα προφανέστατα συμπτώματα. Η μείωση της επιφάνειας αφομοίωσης μπορεί να επιφέρει περαιτέρω συνέπειες, όπως την ανεπαρκή ανάπτυξη του βλαστού.
Κύκλος ασθένειας: 
Πηγές της μόλυνσης είναι τα πεσμένα φύλλα όπου διαχειμάζει ο μύκητας με τα περιθέσια. Στη διάρκεια της άνοιξης, η διασπορά των ασκοσπόρων μολύνει αδιάκοπα τα νεαρά φύλλα. Τα συμπτώματα εμφανίζονται σε 6 περίπου εβδομάδες. Τα αναπτυσσόμενα κονίδια δε μολύνουν τα άγονα όργανα αναπαραγωγής.
Αντιμετώπιση:
Η ασθένεια μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με την απομάκρυνση του μολυσμένου φυλλώματος, αποστείρωση του φυλλώματος αμέσως μετά τη συγκομιδή και στοχευμένους ψεκασμούς θείου μετά την άνθιση.



Μονίλια
Προκαλών οργανισμός: Monilinia laxa, Monilinia fructigena     
Φάσμα προσβαλλομένων: κερασιά, βυσσινιά, ροδακινιά, βερικοκιά, δαμασκηνιά.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Η ασθένεια προκαλεί σοβαρά προβλήματα σε κήπους και φυτείες. Τα συμπτώματα εντοπίζονται σε άνθη, βλαστούς, μικρά κλαδιά, και καρπούς. Η παθογένεια διαχειμάζει στους αποσαθρωμένους καρπούς που έχουν  εμπλοκή με μυκήλιο, αλλά είναι πιθανό να επιβιώσουν το χειμώνα και τα κονίδια. Τα άνθη μολύνονται σε κάθε πρώιμο στάδιο, όταν τα μπουμπούκια είναι λευκά. Αν ο καιρός είναι ψυχρός και υγρός κατά την άνθιση και υπάρχει αρκετή ομίχλη, το κονίδιο βλασταίνει γρήγορα πάνω στο στίγμα. Ο βλαστικός σωλήνας του ενεργού κονιδίου προχωρεί στη σήραγγα του στίγματος και καταστρέφει όλο το άνθος. Η μόλυνση του άνθους διαδίδεται  γρήγορα στους βλαστούς και τους καταστρέφει μέσα σε δύο εβδομάδες. Η χρόνια ασθένεια αναπτύσσεται και σε γηραιότερα κλαδιά. Η διαδικασία είναι όμοια και μέσω των τραυμάτων στους καρπούς.
Συμπτώματα:
 
μαρασμός μπουμπουκιών
  καταστροφή ανθέων
   εξασθένιση κι έπειτα καταστροφή βλαστών
  μαρασμός μικρών κλαδιών
  αποσύνθεση και μουμιοποίηση καρπού.  




Κύκλος ασθένειας: 
Η μόλυνση μπορεί να εμφανιστεί σε ευαίσθητα στίγματα καρπών και να διαδοθεί με μηχανικά μέσα ή αμυχές που προκαλούν τα έντομα στον καρπό. Τα κονίδια βλασταίνουν σε 8-10°C αν η σχετική υγρασία είναι υψηλή, έτσι ώστε η μόλυνση αναδύεται σε λίγες ώρες.
Αντιμετώπιση:
Αγροτεχνική: πρέπει να επιλέγουμε ανθεκτικές ποικιλίες, ιδανικό χώρο παραγωγής και γενικά την κατάλληλη τεχνολογία παραγωγής. Ταυτόχρονα πρέπει να απομακρύνονται τα μολυσμένα τμήματα των μίσχων, και τα αποσυντεθειμένα φρούτα.
Χημική: Ο ψεκασμός με χαλκό πρέπει να διεξαχθεί πριν φουσκώσουν τα μάτια και επέλθει η άνθιση. Αν υπάρχει ανάγκη, μπορούμε να παρέμβουμε ακόμα μία ή δύο φορές στη διάρκεια της περιόδου ανθοφορίας.


 Εχθροί



Κοκκοειδή

Όνομα εντόμου:  Parthenolecanium corni, Sphaerolecanium prunastri, Diaspidiouts perniciosus,

Στις φυτείες των πυρηνόκαρπων, η εμφάνιση των κοκκοειδών καθώς και οι ζημιές που προκαλούν ποικίλουν ανάλογα με το είδος του καρπού και τη χρονιά.
Φάσμα προσβαλλομένων: 
ο αριθμός των ξενιστών είναι πολύ μεγάλος. Η προσβολή προκαλεί μεγάλες ζημιές στη δαμασκηνιά, ροδακινιά, κερασιά, βυσσινιά, μηλιά, καλλωπιστικά και σαρκώδεις καρπούς.
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Η σπουδαιότητά τους στα πυρηνόκαρπα έχει ελαχιστοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, είναι όμως αδύνατη η πλήρης εξάλειψή τους. Με την εφαρμογή αποτελεσματικών μέτρων αντιμετώπισης, κάποια μέρη των καρπών επαναμολύνονται λόγω του μεγάλου αριθμού των φυτών-ξενιστών. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον πιθανό υπερπολλαπλασιασμό των κοκκοειδών όχι μόνο σε μικρές φυτείες, αλλά και στις βιομηχανικές φυτείες πυρηνόκαρπων. Υφίσταται σε όλα τα εδάφη της Ευρώπης, αλλά και σε όλο σχεδόν τον κόσμο.
Συμπτώματα:
Τα κοκκοειδή προκαλούν συνήθως βλάβες στα νεαρά, γραμμικά μέρη των καρπών και των φύλλων, με τη μορφή στιγμάτων. Το κοκκοειδές του Σαν Χοσέ είναι το πλέον διαδεδομένο, με τυπικό σύμπτωμα το «εξάνθημα πυρετού». Είναι κόκκινο κι εντυπωσιακό. Η βαριά μόλυνση έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση και ποσοτική υποβάθμιση της παραγωγής. Οι κορυφές των δέντρων παθαίνουν μαρασμό και το δέντρο νεκρώνεται εν μέρει ή ολόκληρο. Η κάμπια του απλού κοκκοειδούς απομυζά κυρίως τα φύλλα. Εμφανίζονται τα αποχρωματισμένα στίγματα. Όσο θρέφονται, εκκρίνουν μελίτωμα στο οποίο αργότερα εγκαθίστανται οι μύκητες της καπνιστής μούχλας που αλλάζουν το χρώμα των φύλλων σε σκούρο γκρι ή μαύρο. Οι ενδείξεις νέκρωσης φλοιού και κλαδιών δείχνουν τη ζημιά που προκαλεί το κοκκοειδές της μουριάς. Η μαζική μόλυνση που προκαλείται από το κοκκοειδές της δαμασκηνιάς, αδυνατίζει το δέντρο, εμποδίζει τα άνθη να δέσουν και νεκρώνει τα μικρά και μεγάλα κλαδιά. Εντατική είναι και η έκκριση μελιτώματος.

Κύκλος ασθένειας: 
Το απλό κοκκοειδές κι εκείνο της δαμασκηνιάς, είναι έντομα με μία γενιά. Διαχειμάζουν σε στάδιο κάμπιας L2. Το Μάιο, ξυπνούν από τη διαχείμαση τα θηλυκά που έχουν καφέ λαμπερό χρώμα και υπερυψωμένη πλάτη. Το μέγεθός τους είναι 3-4-2-4 χιλ.  Τον Ιούνιο εκκολάπτονται οι κάμπιες από τα αυγά. Οι κάμπιες απομυζούν για 2-3 μήνες τα φυτά, βλαστούς, κλαδιά και καρπούς κι ύστερα σαν κάμπιες 2ης βαθμίδας κρύβονται στα γραμμωτά μέρη και διαχειμάζουν. Στην Ουγγαρία, τα κοκκοειδή Σαν Χοσέ και μουριάς έχουν δύο γενιές. Διαχειμάζουν σε στάδιο πρώτης κάμπιας ή σε στάδιο πλήρως ανεπτυγμένου θηλυκού σε κάποιο καταφύγιο. Ο κύκλος ανάπτυξης του Σαν Χοσέ είναι πιο περίπλοκος, γιατί τον Απρίλη, από το στάδιο δεύτερης κάμπιας, θηλυκό και αρσενικό μετέρχονται διαφορετικά στάδια ανάπτυξης. Το θηλυκό μένει προσκολλημένο σ’ ένα μέρος κάτω από το καταφύγιο, ενώ το αρσενικό αποκτά σχήμα μακρόστενο και βγαίνει έξω κατά σμήνη στις αρχές του Μάη, για να γονιμοποιήσει τα θηλυκά. Στις αρχές Ιουνίου τα θηλυκά παράγουν 80-100 γόνους μέσω ψευδο-ζωοτόκου τοκετού, τα οποία θρέφονται από το φυτό –ξενιστή. Ο υγρός και θερμός καιρός ευνοεί τον πολλαπλασιασμό του εντόμου. Η ανάπτυξη της δεύτερης (καλοκαιρινής) γενιάς της κάμπιας προχωρεί με παρόμοιο τρόπο και συνεχίζεται μέχρι τα πρώτα κρύα. Οι γενιές αλληλεπικαλύπτονται κι έτσι βρίσκουμε πάντα έντομα σε όλες τις αναπτυξιακές φάσεις.
Αντιμετώπιση: 
Πρέπει ν’ απομακρύνουμε τα μολυσμένα κλαδιά κλαδεύοντας και καίγοντάς τα. Μ’ αυτό τον τρόπο ελαχιστοποιείται η παρουσία του εντόμου. Είναι σημαντικό να ακολουθήσουμε τις σωστές αγροτεχνικές μεθόδους, π.χ. τη χρήση αναπαραγωγικού υλικού καθαρού από μολύνσεις. Όσον αφορά τη χημική αντιμετώπιση, είναι σημαντικό να προληφθούν οι διαχειμάζοντες πληθυσμοί και όλες οι άλλες μορφές του εντόμου. Τα ιπτάμενα αρσενικά  πρέπει να αντιμετωπίζονται με ειδικό σχεδιασμό.






Ψείρες

Όνομα εντόμου: Aphididae -  Myzus cerasi fabricius, Myzus persicae sulzer, Hyalopterus pruni, Brachycaudus helichrysi, Brachycaudus schwartzi,   Myzus varians, Hyalopterus amygdali

Το Myzus cerasi spp-prunarium μπορεί να θεωρηθεί υπο-γένος του Myzus cerasi.
Φάσμα προσβαλλομένων: 
Οι ψείρες είναι σύνηθες γένος ειδικά αφού προκαλούν ζημιά μόνο σε ένα φυτό, αλλά για να πολλαπλασιαστούν χρειάζονται αλλαγή ξενιστή. Ξενιστές: ροδακινιά, δαμασκηνιοόα, κερασιά Mahaleb, βυσσινιά, άλλα είδη δαμάσκηνου  (P. spinosa, P. tribona).
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Προκαλούν τη σημαντικότερη ζημιά διασπείροντας διάφορους ιούς. Σε ζεστή και υγρή άνοιξη, πρέπει πάντα να ετοιμαζόμαστε ν’ αντιμετωπίσουμε τον ταχύστατο πολλαπλασιασμό τους. Εμφανίζονται σ’ όλο τον κόσμο, δημιουργούν μεγάλες αποικίες και πολλές γενιές αναπτύσσονται σε μία βλαστική περίοδο, ακόμα και 3-4 γενιές.  
Συμπτώματα:
Τα συμπτώματα που προκαλούν, μοιάζουν πολύ μεταξύ τους. Καθώς το γεγονός ότι απομυζούν τα φύλλα, δημιουργεί διάφορες παραμορφώσεις σ’ αυτά. Τα φύλλα κιτρινίζουν, εξασθενούν και μπορεί να πέσουν. Οι βλαστοί και οι άξονές τους υπαναπτύσσονται και συστρέφονται. Η ανάπτυξη του βλαστού σταματά. Η απώλεια θρεπτικών συστατικών επιτείνεται ως αποτέλεσμα αυτής της ποσοτικής και ποιοτικής υποβάθμισης της παραγωγής. Το εκκρινόμενο μελίτωμα προσφέρει ιδανικό τόπο για να κολλήσει αργότερα η μούχλα.



Κύκλος ασθένειας: 
Tα πρώτα θηλυκά εμφανίζονται από τα διαχειμάζοντα αυγά στις αρχές του Απρίλη. Σε πολλές περιπτώσεις βρίσκονται στα άνθη. Στις αρχές Ιουνίου, αναπτύσσονται 2-3 γενιές, από τις οποίες η τελευταία αποτελείται από ζωοτόκα θηλυκά με φτερά, που αναπαράγονται παρθενογενετικά. Στα περισσότερα είδη ψείρας, οι θερινοί πληθυσμοί μετακινούνται πετώντας σε φυλλώδη φυτά (π.χ. Veronica beccabunga, Galium aparine, Veronica longifolia, κλπ.) Στο τέλος του καλοκαιριού τα θηλυκά που μοιάζουν πάρα πολύ με την πρώτη γενιά, επιστρέφουν στον ξενιστή (ροδακινιά, δαμασκηνιά, κερασιά, βυσσινιά), όπου τα γονιμοποιημένα εξ αυτών εναποθέτουν τα αυγά για να διαχειμάσουν στη βάση των μπουμπουκιών.
Αντιμετώπιση:
Το φάσμα των πιθανών μεθόδων αγροτεχνικής αντιμετώπισης είναι ευρύ. Η σωστά σχηματισμένη στεφάνη, η ισορροπημένη παροχή θρεπτικών συστατικών, η τακτική καταπολέμηση των ζιζανίων, η απομάκρυνση των μολυσμένων φύλλων και άλλων τμημάτων του δέντρου, είναι όλα μέτρα με τα οποία ελαχιστοποιείται η πιθανότητα δημιουργίας αποικιών στη βλαστική περίοδο. Για ένα λογικό χημικό έλεγχο είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τον αριθμό των αυγών, το χρόνο της πρώτης εμφάνισης των θηλυκών και τον τόπο του πολλαπλασιασμού. Τα πιο αποτελεσματικά φθειροκτόνα είναι: Agrol plussz, Basudin 600 Fw, BI 58, Bio-sect, Biola, Judo, Pirimor, Karate 2,5 EC




Αραχνίδιο πυρηνόκαρπου

Όνομα εντόμου: Aculus fockeni nal. et Trott.
Φάσμα προσβαλλομένων: ροδακινιά, κερασιά, βυσσινιά, δαμασκηνιά, αμυγδαλιά.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Τα πυρηνόκαρπα δεν ανήκουν σ’ εκείνα τα οπωροφόρα που παθαίνουν σημαντικές ζημιές από τα αραχνίδια, αλλά τα τελευταία χρόνια η διάδοση του αραχνιδίου αυξάνεται. Η οικονομική τους σημασία επιτείνεται από το γεγονός πως παίζουν σημαντικό ρόλο στη διασπορά ιών.
Συμπτώματα:
Προκαλούν ζημιές απομυζώντας τα φύλλα. Σαν αποτέλεσμα, αυξάνεται η διαπνοή, μειώνεται η χλωροφύλλη, οι άκρες των φύλλων παίρνουν χρώμα καστανό, και γενικά αποχρωματίζονται. Στα νεαρά δέντρα τα κλαδάκια διασπώνται ενώ τα φύλλα παίρνουν μορφή κουταλιού. Η διάκριση των ματιών και ο σχηματισμός των καρπών περιορίζονται.
Κύκλος ασθένειας: 
Το πλήρως ανεπτυγμένο θηλυκό συνήθως διαχειμάζει σε προφυλαγμένο μέρος στη βάση του μπουμπουκιού. Έχουν εντοπιστεί και διαχειμάζοντα αυγά.  Το κυλινδρικό έντομο έχει δύσκολη αναπτυξιακή διαδικασία και πολλές γενιές. Τα κινούμενα και απομυζώντα έντομα πολλαπλασιάζονται σε μικρούς αριθμούς. Ο υπερπολλαπλασιασμός παρατηρείται κυρίως σε ξηρό και θερμό καλοκαίρι. Στην αρχή και τα μέσα Αυγούστου οι ψείρες εγκαθίστανται στο χώρο όπου θα διαχειμάσουν.
Αντιμετώπιση:
Η διατήρηση της ισορροπημένης θρέψης του φυτού και η αποφυγή υπερβολικών δόσεων αζώτου, σχηματίζουν μια λογική βάση για την αντιμετώπιση του εντόμου. Η εγκατάσταση αρπακτικών ακαρεων και η προστασία που αυτά παρέχουν, είναι αρκετά αποτελεσματικό μέτρο. Όσον αφορά τη χημική αντιμετώπιση, θα πρέπει να κάνουμε χρήση των δυνατοτήτων εναλλαγής χημικών και ειδικών φθειροκτόνων. Τα χημικά θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την καταπολέμηση των θερινών γενεών, αλλά και εκείνων που εγκαταλείπουν τις αποικίες τους.


Φυλλοδέτης
Όνομα εντόμου: Enarmonia formosana - Bark moth
Φάσμα προσβαλλομένων: βερικοκιά, κερασιά, βυσσινιά, αμυγδαλιά, δαμασκηνιά, ροδακινιά,  whitebeam. Σπάνια εμφανίζεται σε μηλιές και αχλαδιές.
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Διαδεδομένο σε όλη την Ευρώπη. Βλάπτει και τα νεαρά και τα παραγωγικά δέντρα. Απ’ όλους τους ξενιστές προτιμά την αμυγδαλιά, αλλά βλάπτει εξίσου την κερασιά και τη ροδακινιά. Ο σκόρος αυτός πολλαπλασιάζεται στο μίσχο των προσβεβλημένων ώριμων δέντρων και στα χαμηλότερα τμήματα των κλαδιών, σε σημείο που να προκαλεί μερική ή ολική νέκρωση. Η μόλυνση απλώνεται από το μίσχο μέχρι και το υπέδαφος.
Συμπτώματα:
Οι κάμπιες σκάβουν ακανόνιστες σήραγγες στο φλοιό, όπου αρχίζει να σχηματίζεται μελίτωμα. Συνεχίζουν να μασούν τη σάρκα, προκαλώντας σοβαρά προβλήματα μεταφοράς θρεπτικών συστατικών και νερού. Στην εξωτερική πλευρά του φλοιού εμφανίζονται μικροί σωλήνες καλυμένοι με κόκκους περιττωμάτων. Οι σωλήνες πέφτουν στο έδαφος, γύρω από το κοτσάνι. Το αποτέλεσμα είναι να επέλθουν ανωμαλίες στην ανάπτυξη, μαρασμός της κορυφής και νέκρωση του κλαδιού.

Κύκλος ασθένειας: 
Στην Ουγγαρία το έντομο έχει δύο γενιές, ενίοτε και μια ατελή τρίτη γενιά. Το στάδιο κάμπιας L5  της δεύτερης γενιάς, διαχειμάζει κάτω από το φλοιό, στις σήραγγες. Η νύμφη σχηματίζεται τον Απρίλιο, ενώ η εμφάνιση των ώριμων εντόμων παρατηρείται το πρώτο μισό του Μάη. Μπορεί να διαρκέσει 25-30 ημέρες. Οι σκουροκάστανοι σκόροι έχουν μήκος 7-9 χιλ. Εναποθέτουν τα αυγά τους ένα ένα στην επιφάνεια του φλοιού  (40-180/θηλυκό). Οι εκκολαπτόμενες κάμπιες εισέρχονται αμέσως στο φλοιό. Αφού σιτιστούν και αναπτυχθούν, σχηματίζουν κουκούλια. ενώ τα ώριμα έντομα που εξέρχονται από τα κουκούλια μένουν έξω από το φλοιό και αρχίζουν να δημιουργούν τη νέα γενεά.
Αντιμετώπιση:
Η χημική αντιμετώπιση βασίζεται στην παρακολούθηση των «πουκαμίσων των νυμφών» στο μίσχο ή στις παγίδες φερομόνης. Πριν απ’ αυτό, πρέπει να καθαριστεί επιμελώς ο κορμός και τα παχύτερα τμήματα των κλαδιών του μολυσμένου δέντρου, και να φροντίσουμε τα τραύματα. Συνιστάται η αποτελεσματική προστασία να βασίζεται στην πρόληψη (ελαφρές παγίδες, παγίδες φερομόνης, κ.λπ.). Στην Ουγγαρία τα έντομα συγκεντρώνονται το πρώτο μισό του Μάη.
 




Καρπόκαψα
Όνομα εντόμου: Cydia funebrana
Φάσμα προσβαλλομένων: δαμασκηνιά, κερασιά, βερικοκιά, ροδακινιά, καρυδιά, prunus spinosa.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Tο έντομο είναι διαδεδομένο στην Ευρώπη και την Ασία. Μαζί με τη μαύρη μύγα της δαμασκηνιάς, μπορεί να προκαλέσει τη σημαντικότερη ζημιά σε κήπους και βιομηχανικές φυτείες. Ανάλογα με τις οικολογικές συνθήκες, άλλοτε η διαχείμαση του και άλλοτε η θερινή του γενιά προκαλεί μεγαλύτερα προβλήματα. Στις μεγάλες φυτείες όταν υπάρξει σοβαρή μόλυνση, οι καρποί θίγονται σε ποσοστό 15-30 %.
Συμπτώματα:
Στο τέλος Μαΐου και τις αρχές Ιουνίου εντοπίζεται στον μολυσμένο καρπό μια ομάδα σκόρων διαμέτρου 0,5 χιλ., που τρέφεται μασώντας τον. Συνήθως συνοδεύεται από έκκριση μελιτώματος. Ο καρπός παίρνει χρώμα βιολετί λόγω της αναγκαστικής ωρίμανσης, και στο τέλος Ιουνίου πέφτει. Οι κάμπιες της δεύτερης γενιάς προκαλούν συναφή συμπτώματα τον Ιούλιο, στη διάρκεια του οποίου αλλάζει και το σχήμα και το μέγεθος των δαμάσκηνων. Η κάμπια στο τελευταίο εξελικτικό της στάδιο καθώς και οι συσσωρευμένες εκκρίσεις της βρίσκονται γύρω από τον πυρήνα του ημιώριμου και μαλακού καρπού. Ο μολυσμένος καρπός σύντομα χάνει μάζα και φέρει τα συμπτώματα της μόλυνσης από Monilia.
Κύκλος ασθένειας: 
Στην Ουγγαρία αναπτύσσονται κάθε χρόνο τρεις γενιές. Το έντομο διαχειμάζει σε μορφή πλήρως ανεπτυγμένης κάμπιας σε ένα κουκούλι σε ρωγμές του φλοιού, στη ρίζα, ή στο κοτσάνι ή σπανίως και στο έδαφος. Η διαχειμάζουσα γενιά σχηματίζει νύμφες στο κουκούλι το Μάρτη και Απρίλη. Οι σκόροι εμφανίζονται αδιάκοπα από το τέλος Απρίλη μέχρι τα μέσα Ιουνίου.Η δεύτερη θερινή γενιά εμφανίζεται λίγο αργότερα, τον Ιούνιο. Συχνά συμβαίνει να συμπίπτουν οι γενιές. Η πλήρης ανάπτυξη της τρίτης γενιάς τελειώνει στις αρχές Σεπτέμβρη. Η κάμπια έχει μήκος 10-12 χιλ. Έχει ροζέ ράχη και πιο ανοιχτόχρωμο υπογάστριο. Το  ενήλικο έντομο  έχει μήκος 5 χιλ. ενώ όταν έχει και φτερά, είναι 12-15 χιλ. με καφέ-γκρίζα σχέδια και σκούρογκρίζα στίγματα. Το αυγό είναι στρογγυλό με διάμετρο 1χιλ. Η νύμφη έχει μήκος 5 χιλ. και χρώμα καφέ.
Αντιμετώπιση:
Η βάση της αποτελεσματικής καταπολέμησης είναι οι παγίδες φερομόνης. Ο σωστός χρόνος χρήσης τους ορίζεται με την προσεκτική παρατήρηση και παγίδευση.


Ανάρσια
Όνομα εντόμου: Anarsia lineatella - Peach moth
Φάσμα προσβαλλομένων: ροδακινιά, βερικοκιά, δαμασκηνιά, αμυγδαλιά, σπανιότατα κερασιά και βυσσινιά.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Tο έντομο εμφανίζεται σ’ όλη την Ευρώπη, Ασία και Β.Αμερική. Σε συγκεκριμένες περιοχές χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα επικίνδυνο έντομο λόγω της αυξανόμενης ζημιάς που προκαλεί. Οι ξενιστές του και τα συμπτώματα παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες με τον ανατολικό σκόρο καρπού, γι’ αυτό ενδέχεται να συγχέονται. Η ζημιά που προκαλεί σε κήπους οπωροφόρων και καλλιέργειες πυρηνόκαρπων τελευταία έχει ελαττωθεί. Η ανάπτυξη του εντόμου ενισχύεται από ξηρό και θερμό καιρό. Όταν το φθινόπωρο είναι ήπιο, τα έντομα εντοπίζονται ακόμα και μέχρι τα τέλη Οκτώβρη.
Συμπτώματα:
Στη ροδακινιά ο σκόρος διαχειμάζει με τη μορφή νεαρής κάμπιας. Οι κάμπιες προκαλούν βλάβες στις αρχές της άνοιξης (αρχή και μέσα Απρίλη) επειδή τρέφονται με τα μπουμπούκια και τους βλαστούς πριν σχηματίσουν νύμφες. Οι προσβεβλημένοι βλαστοί μαραίνονται. Οι κάμπιες της καλοκαιρινής γενιάς διατρυπούν τον καρπό και μασώντας σχηματίζουν μια σήραγγα μέχρι τον πυρήνα. Η διαδικασία ωρίμανσης του πράσινου καρπού επιταχύνεται. Πάνω στον καρπό θα δούμε μελίτωμα, περιττώματα και υπολείμματα μάσησης. Οι καρποί πέφτουν ή σαπίζουν λόγω της δευτερεύουσας παθογένειας.



Κύκλος ασθένειας: 
Στην Ουγγαρία αναπτύσσονται τρεις γενιές, σπάνια και μια ακόμη ατελής, αν ο καιρός είναι ευνοϊκός το φθινόπωρο. Η Anarsia lineatella διαχειμάζει με μορφή κάμπιας σταδίων  L3-L4 σε μια μικρή οπή κλεισμένη με ιστό στα μικρά κλαδάκια. Σπάνια τρυπά μπουμπούκια. Οι κάμπιες εγκαταλείπουν το καταφύγιό τους και σχηματίζουν τρεφόμενες νύμφες σε κουκούλια. Στα μέσα του Μάη εμφανίζονται τα πρώτα ολοκληρωμένα έντομα. Τα αυγά εναποτίθενται ένα ένα στο πάνω μέρος των φύλλων, σε καρπούς και νεύρα. Τα έντομα της θερινής γενιάς ωριμάζουν τον Ιούλιο. Η παραγωγή αυγών την εποχή εκείνη, είναι πολύ σημαντική. Οι κάμπιες εκκολάπτονται σε 5-10 μέρες και προκαλούν ζημιά στους καρπούς. Τα έντομα της φθινοπωρινής γενιάς εναποθέτουν ελάχιστα αυγά. Οι εκκολαπτόμενες κάμπιες κινούνται κάτω από το φλοιό και ετοιμάζουν ένα τόπο  για να διαχειμάσουν.
Αντιμετώπιση:
Tο σημαντικότερο θέμα αναφορικά με την καταπολέμηση της Anarsia lineatella είναι η προστασία από τις διαχειμάζουσες κάμπιες. Συνιστάται να καταπολεμηθούν πριν το σκάσιμο των μπουμπουκιών και το φαινολογικό στάδιο του λευκού μπουμπουκιού, ή αμέσως μετά την άνθιση. Όσον αφορά τις μεταγενέστερες γενιές, η αντιμετώπιση βασίζεται στην παρατήρηση της εμφάνισής τους, και τη συνακόλουθη εφαρμογή παγίδων φερομόνης. Η εκκόλαψη πρέπει να αναμένεται σε 7-10 μέρες μετά τη μαζική εμφάνιση.





Σκόρος ανατολικού καρπού
Όνομα εντόμου: Cydia molesta
Φάσμα προσβαλλομένων:
οι ξενιστές του ανήκουν κυρίως στην οικογένεια Rosaceae: ροδακινιά, βερικοκιά, δαμασκηνιά, μηλιά, αχλαδιά, διάφορα είδη τριανταφυλλιάς.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Το έντομο απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή ως εξαιρετικά επικίνδυνο. Προσαρμόζεται πολύ εύκολα κι έτσι εντοπίζεται σε πολύ διαφορετικά οικολογικά περιβάλλοντα. Είναι διαδεδομένο σ’ όλο τον κόσμο. Η ζημιά που προκαλεί μοιάζει από πολλές απόψεις μ’ εκείνη της Anarsia lineatella, μόνο που η πρώτη εμφανίζεται το Μάη και είναι μεγαλύτερη.
Συμπτώματα: 
Οι μικρές κάμπιες μόλις εκκολάπτονται από τα αυγά καταστρέφουν τους βλαστούς (όσους έχουν μήκος πάνω από 8-15 εκ.) το Μάη. Οι κάμπιες δημιουργούν σήραγγες στους βλαστούς, με κατεύθυνση από πάνω προς τα κάτω. Το αποτέλεσμα είναι ο μαρασμός βλαστών και φύλλων, και η εμφάνιση μελιτώματος στο τραύμα. Οι μαραμένοι βλαστοί βρίσκονται πολλοί μαζί, αφού οι κάμπιες καταστρέφουν 3-7 βλαστούς στη διάρκεια της ανάπτυξής τους.
Κύκλος ασθένειας: 
Tο έντομο έχει 3 ή 4 γενιές κατ’ έτος. Ανάμικτος πληθυσμός αποτελούμενος από τις πλήρως ανεπτυγμένες κάμπιες των δύο τελευταίων γενεών διαχειμάζει σε ρωγμές του φλοιού. Η περίοδος σχηματισμού της νύμφης είναι η άνοιξη. Τα πρώτα ιπτάμενα έντομα εμφανίζονται στο τέλος Απρίλη-αρχές Μάη. Τα θηλυκά εναποθέτουν περίπου 15-200 αυγά ένα ένα (ο αριθμός εξαρτάται από τη γενιά) από τα οποία εκκολάπτονται οι κάμπιες ύστερα από εμβρυϊκή ανάπτυξη 4-10 ημερών. Ο χώρος εναπόθεσης αυγών είναι η κορυφή του βλαστού, ο άξονας του βλαστού και ο καρπός. 
Η εμφάνιση του δεύτερου σκόρου μπορεί να αναμένεται τον Ιούνιο, ενώ ο τρίτος στην Ουγγαρία εμφανίζεται στα μέσα ή τέλη Ιουλίου. Τα ώριμα έντομα της τρίτης γενιάς εναποθέτουν τα αυγά τους περισσότερο στους καρπούς ή κοντά τους, κι έτσι βλάπτουν σοβαρά τα είδη που εκείνη την εποχή ωριμάζουν (π.χ. Mariska, Dixired, Redhaven, Ford). Ένα μέρος από τις πλήρως ανεπτυγμένες κάμπιες αναπαύεται πλέον και προετοιμάζει τα κουκούλια, ενώ οι υπόλοιπες σχηματίζουν χρυσαλλίδες και εξελίσσονται περαιτέρω.
Τα ώριμα έντομα έχουν μήκος 5-7 χιλ. και σκούρο γκρίζο χρώμα. ενώ τα αυγά τους έχουν χρώμα σταχτί, και μήκος 0,5-0,7 χιλ. Η κάμπια έχει μήκος 10-14 χιλ. και χρώμα κιτρινόλευκο. Η κεφαλή και ο λαιμός της είναι καφεκίτρινα με μαύρα στίγματα. Σ’ αυτό το στάδιο μοιάζει πολύ με την κάμπια του Cydia funebrana.   

Αντιμετώπιση:
Η αποτελεσματικότερη προστασία μπορεί να είναι χημική, την εποχή που εμφανίζεται η διαχειμάσασα γενιά. Σύμφωνα με την υπάρχουσα εμπειρία, συνιστάται η παρέμβαση 6-8 ημέρες μετά την πρώτη εμφάνιση. Η θεραπεία πρέπει να επαναλαμβάνεται σε 10-14 ημέρες γιατί μερικά έντομα εμφανίζονται καθυστερημένα. Παρατηρούμε πώς εμφανίζονται πριν χρησιμοποιήσουμε παγίδες φερομόνης. Η εφαρμοσμένη τεχνολογία προστασίας και τα χημικά είναι παρόμοια μ’ εκείνα που χρησιμοποιούνται για την Anarsia lineatella αλλά στην περίπτωση της καταπολέμησης της Cydia molesta, χρειάζονται περισσότερες εφαρμογές.





Μύγα Μεσογείου
Όνομα εντόμου: Rhagoletis cerasi
Φάσμα προσβαλλομένων: 
Η κερασιά και η βυσσινιά είναι τα πλέον προσβαλλόμενα φυτά αλλά μπορεί να προσβληθεί ακόμα και η άγρια κερασιά, η κερασιά Mahaleb, η Lonicera tatarica, η Lonicera xylosteum.
Συχνότητα και σπουδαιότητα: 
Tο έντομο υπάρχει σε όλη την Ευρώπη. Είναι διαρκής εχθρός της βυσσινιάς και της κερασιάς. Το έντομο έχει μία γενιά. Ανήκει στα έντομα των καρπών και μπορεί να προκαλέσει τεράστιες ζημιές κυρίως στις φυτείες και τους κήπους όπου οι μικροκλιματικές συνθήκες το ευνοούν και δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά. Το επίπεδο της ζημιάς σ’ αυτές τις περιπτώσεις κυμαίνεται από  50 έως 100 %.
Συμπτώματα:
Η κάμπια προκαλεί ζημιές καθώς τρέφεται διατρυπώντας τον καρπό. Το υλικό της προσβεβλημένης παραγωγής ατονεί. Η κάμπια δημιουργεί ένα πολτό από τα φαγωμένα μέρη γύρω από τον πυρήνα και την μολύνει. Μπορούμε να βρούμε δύο σχισμές στην επιφάνεια του καρπού. Η μικρότερη δείχνει πού έχει εναποτεθεί το αυγό και η μεγαλύτερη από πού έφυγε η κάμπια. Στις κερασιές, αυτές με μέση και όψιμη ωρίμανση, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο προσβολής (Linda, Germersdorf, Hedelfingen, Katalin).
Κύκλος ασθένειας:
Tο έντομο έχει μια γενιά κατ’ έτος. Διαχειμάζει στο κουκούλι σε βάθος 3-8 εκ. εντός του εδάφους. Η συγκέντρωση των ώριμων εντόμων αρχίζει στα μέσα του Απρίλη αλλά μπορεί να διαρκέσει μέχρι τις αρχές Ιουλίου. Δεν υπάρχει σχέση ανάμεσα στην ένταση και τις φαινοφάσεις της συγκέντρωσης, ούτως ώστε τα πιθανά προληπτικά μέτρα δεν μπορούν να προγραμματιστούν.  Το θηλυκό ενήλικο τους Rhagoletis cerasi έχει μήκος  4 χιλ. ενώ το αρσενικό μόνο 3-3,5 εκ. Το βασικό χρώμα του σώματος είναι μαύρο, το κεφάλι κιτρινο-καφέ, η άκρη του θώρακα κίτρινη και το υπογάστριο μαυριδερό, με μήκος 2-2,4 χιλ. , και καταλήγει σ’ ένα σωλήνα εναπόθεσης αυγών. Το φτερό έχει τυπικό σχήμα. Στη βάση και το μέσον υπάρχει μια μαύρη διαγώνια λωρίδα ενώ μια λωρίδα σε σχήμα V υπάρχει στο τέλος κάθε φτερού. Τα λευκά αυγά έχουν οξείες άκρες. Η ανεπτυγμένη κάμπια είναι κιτρινόλευκη με μήκος 5-7 χιλ. Το κουκούλι είναι κίτρινο και ωοειδές. Τα ώριμα θηλυκά τοποθετούν τα αυγά τους στη σάρκα των καρπών, από την 5η μέχρι τη 10 ημέρα. Ο καρπός μπορεί να είναι πράσινος κι ύστερα να κιτρινίζει. Η περίοδος της εμβρυϊκής ανάπτυξης είναι 5-10 ημέρες. Για την πλήρη ανάπτυξή του το έντομο χρειάζεται 10-15 ημέρες. Η ανεπτυγμένη κάμπια εγκαταλείπει τον καρπό (απλώς πετιέται μόνη της στο έδαφος) και ύστερα δημιουργεί κουκούλι μέσα στο χώμα. Η διάπαυση μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή του εντόμου, γιατί ακόμα κι ένα μέρος των κουκουλιών που διαχειμάζουν στο έδαφος (10-15%)  δεν μεταμορφώνονται σε ενήλικα έντομα την επόμενη άνοιξη, αλλά παραμένουν για πάνω από ένα χρόνο στο χώμα και πετούν την επόμενη άνοιξη.

Αντιμετώπιση:
Η καλλιέργεια του εδάφους δεν είναι ικανοποιητικό μέτρο προστασίας ενάντια σ ‘αυτό το έντομο που διαχειμάζει στο χώμα αλλά τείνει στη διάπαυση. Η έγκαιρη συγκομιδή μπορεί να μειώσει αποτελεσματικά τον αριθμό των κουκουλιών. Στους οπωροκήπους και τις μικρότερες φυτείες, η μέθοδος του κίτρινου χαρτιού με κόλλα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και να φέρει ευνοϊκό αποτέλεσμα. Προβλέπει την κορύφωση των εντόμων και μειώνει τον πληθυσμό τους. 2-3 εφαρμογές χημικών είναι απαραίτητες λόγω της μεγάλης διάρκειας της συσσώρευσης των εντόμων, της μακροζωίας και της αδιάκοπης εναπόθεσης αυγών.





Οπλοκάμπη
Όνομα εντόμου:Hoplocampa minuta, Hoplocampa fuava
Η Hoplocamps fuava σπάνια προκαλεί ζημιές, γιατί εμφανίζεται σποραδικά.
Φάσμα προσβαλλομένων: δαμάσκηνο, βερίκοκο, prunus spinosa. 
Συχνότητα και σπουδαιότητα:
Η Hoplocampa minuta είναι ένα από τα σημαντικότερα έντομα στην παραγωγή του δαμάσκηνου. Βρίσκεται πάντοτε σε εύκρατα κλίματα. Ο ξηρός και θερμός καιρός ευνοεί τον πολλαπλασιασμό του. Η ζημιά που προκαλεί εξαρτάται από τη χρονιά και την κανονική ή σποραδική προστασία της παραγωγής.
Συμπτώματα:
Προκαλεί ζημιά στα δαμάσκηνα που έχουν μέγεθος καρυδιού όπου μπορεί να ανιχνευθεί μια μικρή σχισμή. Είναι το σημείο εισόδου της κάμπιας. Η κάμπια μασά το εσωτερικό μέρος του μικρού καρπού και γεμίζει το κενό με κοκκώδεις εκκρίσεις. Η κάμπια και ο προσβεβλημένος καρπός έχουν μια ιδιαίτερη οσμή κοριού. Μια μεγαλύτερη σχισμή στο προσβεβλημένο και πεσμένο δαμάσκηνο δείχνει το σημείο από το οποίο η κάμπια βγήκε από τον καρπό. Η πλήρως ανεπτυγμένη κάμπια μπορεί να βλάψει έτσι 4-5 καρπούς.


Κύκλος ασθένειας:
Tο έντομο έχει μια γενιά το χρόνο. Διαχειμάζει εντός του εδάφους σε στάδιο κάμπιας, την άνοιξη σχηματίζει κουκούλια κι ύστερα από 2-3 εβδομάδες σε ύπνωση, μετασχηματίζεται. Ανάλογα με την άνοδο της θερμοκρασίας, την άνοιξη σχηματίζει το κουκούλι για  2-3 εβδομάδες ύπνωσης. Και πάλι ανάλογα με την άνοδο της θερμοκρασίας, η εμφάνιση των χρυσαλλίδων αρχίζει πριν την άνθιση της δαμασκηνιάς και διαρκεί 15-25 ημέρες. Η εναπόθεση αυγών αρχίζει σε θερμοκρασία άνω των 12°C. Tο έντομο τοποθετεί τα αυγά του σε λοβούς των σεπάλων. Η εμβρυϊκή ανάπτυξη χρειάζεται 6-10 ημέρες ενώ η πλήρης ανάπτυξη της κάμπιας διαρκεί 14 ημέρες. Η ανεπτυγμένη κάμπια πετιέται στο έδαφος ή πέφτει μέσα στον καρπό. Με την ηλιοφάνεια οι κάμπιες έρπουν αμέσως εκτός του καρπού, ή μένουν 1-2 ημέρες εκεί και προετοιμάζονται για τη διαμόρφωση του κουκουλιού. Μερικές κάμπιες μπορεί να μείνουν σε διάπαυση και να μεταμορφωθούν τον επόμενο χρόνο. Τα μαύρα έντομα έχουν μήκος 4-5 χιλ. και κιτρινωπά πόδια. Οι ανεπτυγμένες κάμπιες έχουν μήκος  8-10 χιλ. Το χρώμα της κεφαλής τους είναι κίτρινο. Τα αυγά τους είναι λεπτοκαμωμένα και στενόμακρα.
Αντιμετώπιση:
Μια δυνατότητα αγροτεχνικής αντιμετώπισης είναι η συγκέντρωση των πεσμένων προσβεβλημένων καρπών κάθε μέρα, κάτι που μπορεί να γίνει μόνο σε κήπους οπωροφόρων. Η πλέον έγκαιρη πιθανή εποχή για τη λήψη μέτρων χημικού χαρακτήρα, είναι η περίοδος περί την πτώση των πετάλων.